Πήλιο: Μια “αγκάλη” που τη λένε Πλατανιά

Πέρα μακριά βλέπεις τα λατομεία του μάρμαρου. Είναι το βουνό κατασκαμμένο. Φεύγαμε συχνά για κει με το φουσκωτό να κάνουμε ψαροντούφεκο. Χρυσά νιάτα, βουτούσαμε ως κάτω να ψάξουμε τα θαλάμια, πέντε, δέκα μέτρα, όση ανάσα είχαμε, να βρούμε χταπόδια, κανένα ροφό, όχι δα τίποτα μεγάλους, αυτούς άλλοι τους κατάφερναν.
Πέρα μακριά είναι τα λατομεία και τα βλέπεις από τον Πλατανιά στο βάθος δεξιά, ενώ αν αποφασίσεις να χαράξεις πορεία προς τ’ αριστερά θα βρεις την παραλία με τον μικρό καταρράκτη, κάποτε το ιστιοφόρο ενός Γερμανού να κρέμεται από τους γάντζους πάνω από το νερό κι ύστερα τη σπηλιά, τόπος δροσερός, να ξαποστάσεις. Τόπος ευλογημένος…
Ένα τέταρτο του αιώνα πριν, πρώτη φορά στο ψαροχώρι του Νότιου Πηλίου, ευλογηθήκαμε να ξαποστάσουμε μεσημέρι στο «Ρεμέτζο», το ταβερνάκι του Μιχάλη. Καλοκαίρι ήταν, τέσσερεις ενήλικες και τρεις κόρες-πιτσιρίκια- η μια δικιά μου.
-«Tι έχετε να μας φέρετε;»
– «Κάτι θα βρούμε», απάντησε αυτό το χρυσό παιδί.
Και έφερνε ώσπου στο τέλος ρωτούσε: «Χορτάσατε;» κι εμείς λέγαμε «ναι», αλλά αυτός θα έφερνε ακόμα το κάτι παραπάνω.
Ήταν εκείνα τα σαγανάκια του που λάτρευα να τα περιχύνω με λεμόνι, πλην όμως δεν τα προλάβαινα γιατί ώσπου να πεις τρία τα σπάραζαν οι μικρές μας, μέχρι που στο τέλος έλεγα «ένα σαγανάκι ακόμα αποκλειστικά για μένα», το έπαιρνα και άλλαζα τραπέζι. Πάντα με ένα εικοσιπενταράκι τσίπουρο στην παλάμη.
Και βέβαια ήταν ότι καλό έβγαζε η θάλασσα. Θυμάμαι τη μακαρίτισσα τη μάνα μου να τρώει με βουλιμία μύδια, στρείδια, πίνες, γυαλιστερές, ότι δεν ανεχόταν να βλέπει ο πατέρας μου στο τραπέζι στην Αθήνα. Και να βγάζει η έρημη τα απωθημένα της…
Κι ήταν ακόμα η μάνα του Μιχάλη, εκείνον τον χειμώνα που έκτιζα το σπίτι μου στον Λαύκο και δούλευα σαν το σκυλί, που με τάιζε φασολάδα ή φακές κι ύστερα μου έλεγε «Το παιδί λείπει στις ελιές, δεν ξέρω λεβέντη μου πόσο κάνει το φαγητό που σου ‘βαλα, όταν θα γυρίσει ο γιος μου βρίσκετε τον λογαριασμό»…
Χρόνια που τα μαλλιά μόλις είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, ευτυχισμένα χρόνια, όπως και τώρα, μα τον Θεό που τα μαλλιά είναι ολόλευκα.
Χρόνια που σνομπάραμε την παραλία δίπλα στη μεγάλη προβλήτα που δένουν τα καΐκια και προτιμούσαμε τη δεύτερη στα δεξιά μας ή που παίρναμε τη βάρκα για να πάμε στην τρίτη, την επονομαζόμενη «Μικρό» κι ας είναι η μεγαλύτερη απ’ όλες. Πας εκεί κι απ’ ένα μονοπάτι, όπου μια ελιά απλώνει σαν κρεβάτι τον κορμό της.
Κι ύστερα ρωτάς ενώ κρατάς πάντα το ποτηράκι με το τσίπουρο στο χέρι κι αφού έχεις πάρει μια μπουκιά από χταποδοκεφτέ: «Ρε συ Μιχάλη, πως έγινε ο Πλατανιάς;»
Κι αρχίζει μια αφήγηση που σε πάει πολύ πίσω, πριν ακόμα λυτρωθεί το Πήλιο από την Οθωμανική αυτοκρατορία, γι αυτό το απάνεμο φυσικό λιμάνι, την «αγκάλη», όπως λένε τα όμοιά του, οι παλιοί καπεταναίοι, λέξη που μου δίδαξε ο καπετάν Θανάσης Τζίκας, μια αφήγηση που έχει να κάνει με τις δεκάδες ιστιοφόρα που πρόσμεναν αρόδο προκειμένου να φορτώσουν τα καλά του τόπου και να τα μεταφέρουν στον Βόλο ή αλλού. Κρασί και λάδι και ελιές και καρύδια και σταφύλια και βέβαια σύκα, νωπά ή αποξηραμένα και το τσίπουρο που είχε βράσει στα καζάνια.
Κι εκεί πάνω υπήρξε η ανάγκη για έναν χώρο: να τρώνε οι ναυτικοί και να κοιμούνται χωρίς να σείεται ο κόσμος κάτω από τα ποδάρια τους. Κι έτσι το 1884 χτίζεται το πρώτο σπίτι στον Πλατανιά. Δεν βάζω όρκο, γιατί σίγουρα θα υπήρχαν και τα πετρόκτιστα καλύβια, όπου έμεναν οι οικογένειες στο μάζεμα της ελιάς. Ένας χώρος για τα ζώα, τα μουλάρια κι ένας για τους ανθρώπους.
Όμως το 1884 χτίστηκε με πορσελάνη από τη Σαντορίνη στα δεσίματα της πέτρας – για να μην το πάρει η θάλασσα – και με ξύλα στιβαρά από τη Ρουμανία το νυν «Ρεμέντζο». Μπακαλοταβέρνα κάτω και υπνωτήριο στον όροφο.
Και τώρα τι; Πολλά καινούργια σπίτια, η ανοικοδόμηση άρχισε το -80, λίγα τα πέτρινα παλιά, όμως, αχ ψυχή μου, να κάθεσαι σ’ αυτή τη «σούδα» που είναι το «Ρεμέτζο» και να χαζεύεις τα καΐκια, που παρατάσσονται το ένα δίπλα στ’ άλλο στο μόλο. Και να φωνάζεις: «Ένα γύρω τσίπουρα ακόμα Μιχάλη» κι αυτός να σου αντιφωνάζει «έρχονται». Και για λογαριασμό, μην τα ρωτάτε …Όμως είναι κι άλλα: ο Μάριος πέντε χρονών παιδί που βγήκαμε από του Μιχάλη Φλεβάρη μήνα κι είδε το χταπόδι που είχε ξενερίσει κι έπεσα στο νερό τσίτσιδος για να το βγάλω, πάγωσα αλλά το πήρα, είναι ο Δημήτρης που καθάριζε σουπιές και μα γαμοσταύριζε γιατί τον τραβούσαν βίντεο οι τουρίστες, είναι τα νεύρα της Λουκίας και το χέρι της Νάντιας ζεστό μέσα στο δικό μου, είναι η Ειρήνη και η χαρά της και στα ύστερα είναι το γέλιο της Ελπίδας. Είναι πολλά…
Φέτος ο καπετάν Αλέκος με φίλεψε ψάρια και γαρίδες, φέτος ψάρεψα σουπιές δίπλα απ’ το μόλο, φέτος πάντα κολύμπησα στον Πλατανιά με μιαν αγάπη, στα σταθερά τοπία της ψυχής μου όπου χρόνια τώρα έχω βάλει κι αυτόν τον τόπο. Για πάντα. Ευλογημένος…
ΙΝFO:
Πλατανιάς Ρεμέντζο: τηλ. 2423 071011