Travel StoriesΚόσμος

Πέρασμα στην Ινδία: Λαντάκ, «Το Μικρό Θιβέτ» των Ινδικών Ιμαλαΐων

Οι γεωλόγοι υποστηρίζουν πως πριν εκατομμύρια χρόνια η σημερινή ινδική χερσόνησος  ήταν νησί που συγκρούστηκε με την υπόλοιπη Ασία και αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν η δημιουργία της οροσειράς των Ιμαλαΐων . Τα Ιμαλάια, που σημαίνει «η κατοικία του χιονιού» και είναι η μεγαλύτερη οροσειρά του κόσμου με περισσότερες από 140 κορυφές πάνω από τα 7.000 μέτρα και το Έβερεστ  (8.848 μ) την υψηλότερη κορυφή του πλανήτη, ήταν και θα είναι ισχυρός πόλος έλξης για κάθε ταξιδευτή.

Το πρώτο ταξίδι μου στα Ιμαλάια το 2003 ήταν ιδιαίτερα επεισοδιακό. Είχαμε ξεκινήσει από το Νεπάλ και την τρίτη μέρα του ταξιδιού το τοπικό λεωφορείο που είχαμε πάρει από το Κατμαντού για να πάμε στην Πόκαρα συγκρούστηκε μετωπικά με ένα βυτιοφόρο γεμάτο βενζίνη. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή αλλά για καλή μας τύχη στο Νεπάλ οδηγούν ανάποδα έτσι το βυτιοφόρο και όχι το λεωφορείο μας έπεσε μέσα στα ορμητικά νερά του ποταμού Τρισούλι. Αποτέλεσμα να χαθούν ο οδηγός και ο συνεπιβάτης του βυτιοφόρου και εμείς να έχουμε την εμπειρία των νεπαλέζικων νοσοκομείων ευτυχώς ελαφρά τραυματισμένοι.

Μέσα σε αυτό το βαρύ κλίμα για ξεκίνημα αποφασίσαμε να μην αλλάξουμε τα σχεδία μας να περπατήσουμε για 10 μέρες στην εντυπωσιακή περιοχή των Ιμαλάιων γύρω από το όρος Αναπούρνα που η κορυφή του φτάνει 8.091 μέτρα, την δέκατη υψηλότερη κορυφή στον κόσμο που μαζί με την κορυφή Κ2 είναι οι πιο δύσκολες και επικίνδυνες για ανάβαση κορυφές του κόσμου. Δυστυχώς ούτε εκεί σταθήκαμε τυχεροί.  Εκείνες τις μέρες ο μουσώνας είχε φέρει ακραία καιρικά φαινόμενα με αποτέλεσμα να περπατάμε καθημερινά μέσα σε ασταμάτητη δυνατή βροχή κάνοντας το περπάτημά μας εξαιρετικά δύσκολο και επικίνδυνο. Ενδεικτικά αναφέρω ότι περάσαμε μέσα από 5 κατολισθήσεις πλαγιών αναγκασμένοι να περπατήσουμε βουλιάζοντας στη λάσπη μέχρι το γόνατο και παίζοντας κορώνα γράμματα τη ζωή μας περνώντας από περιοχές που είχαν χαθεί ολόκληρα χωριά και δεκάδες ανθρώπινες ζωές. Σε αυτό το ταξίδι ένας συνάδελφος Άγγλος δάσκαλος που είχαμε περπατήσει μαζί, συγκυριακά,  χάθηκε ανέλπιστα από γαστρεντερίτιδα.

 Λεχ, η ατμοσφαιρική πρωτεύουσα

Αυτή τη φορά ήμουν καλά πληροφορημένος και ήξερα ότι στο Λαντάκ, το ινδικό πρώην βασίλειο των Ιμαλαΐων, κατά την περίοδο των μουσώνων, το μέρος μένει σχεδόν ανέπαφο από τα καιρικά φαινόμενα και οι συνθήκες είναι ιδανικές για να το εξερευνήσεις. Ονομάζεται και «Μικρό Θιβέτ» γιατί από τον 9 μ.Χ. αιώνα ήρθαν και εγκαταστάθηκαν μέλη της βασιλικής οικογένειας από το Θιβέτ κουβαλώντας μαζί τους την κουλτούρα και τα έθιμά τους. Μάλιστα, μετά την προσάρτηση του Θιβέτ από την Κίνα, στο Λαντάκ ήρθαν να ζήσουν ένα μεγάλο μέρος από τους 130.000 Θιβετιανούς προσφυγές-εξόριστους. Πολλοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι στο Λαντάκ βιώνεις την αυθεντική θιβετιανή κουλτούρα γιατί το κινέζικο καθεστώς ήταν και είναι ισοπεδωτικό και δεσποτικό πνίγοντας την έκφραση της διαφορετικότητας της εν λόγω εθνότητας, ενώ η Ινδία ως χώρα είναι περισσότερο ανεκτική στην πολυπολιτισμικότητα. Λόγω των πολύ σκληρών κλιματολογικών συνθηκών που επικρατούν 8 μήνες το χρόνο, το Λαντάκ έχει πληθυσμό γύρω στους 280.000 κατοίκους, αριθμός σχετικά πολύ μικρός με την Ινδία που ξεπερνά το ένα δισεκατομμύριο. Όλο το Λαντάκ είναι ένα οροπέδιο όπου κυριαρχεί η «αλπική έρημος», ένα ξερό και απόλυτο, ορεινό σκηνικό άνυδρων τοπίων με λιγοστό πράσινο κατά μήκος των μεγάλων ποταμών που συγκεντρώνουν το λιωμένο χιόνι των γύρω βουνών.

Πετώντας με αεροπλάνο από το μουντό και πολύβουο Δελχί αντικρίσαμε τις εντυπωσιακές χιονισμένες κορυφές και το ξερό οροπέδιο της πρωτεύουσας Λεχ. Πρώτη εντυπωσιακή αίσθηση η έντονη ηλιοφάνεια και η καθαρότητα του ουρανού. Όταν ήμασταν ακόμα μέσα στο αεροδρόμιο το μάτι έπεσε πάνω σε κιόσκι που πουλούσε φιάλες οξυγόνου και είχε πολλή πελατεία. Ο λόγος είναι ότι η πρωτεύουσα του Λαντάκ βρίσκεται σε υψόμετρο 3.524 μέτρα γεγονός που προκαλεί σοβαρά προβλήματα σε όσους φτάνουν  αεροπορικώς και δεν είναι συνηθισμένοι στην έλλειψη οξυγόνου λόγω του υψομέτρου. Το αν μπορέσει να αντεπεξέλθει κάποιος στην έλλειψη οξυγόνου είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων και δεν συνδέεται άμεσα με την φυσική του κατάσταση. Για παράδειγμα γνωρίσαμε  ένα Καταλανό, έμπειρο αρχηγό ταξιδιωτικής ομάδας που είχε επισκεφτεί την περιοχή  6 φορές,  κι ενώ δεν είχε ποτέ κάποιο πρόβλημα στο παρελθόν, αυτή τη φορά ήταν κίτρινος σαν το λεμόνι, έχοντας ένα αφόρητο πονοκέφαλο. Έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Λεχ  και να κατέβει σε μέρος με χαμηλότερο υψόμετρο γιατί αν έμενε περισσότερο κινδύνευε η ζωή του. Προσωπικά δεν αντιμετώπισα κάποιο θέμα, όμως ένιωθα ότι στις ανηφόρες στις πόλεις έπρεπε να είμαι εγκρατής και φειδωλός κάνοντας οικονομία δυνάμεων. Ένα πρόβλημα που φαίνεται να αντιμετωπίζουν οι ταξιδιώτες εκεί λόγω της έλλειψης οξυγόνου είναι οι αϋπνίες και κατά ανεξήγητο λόγο, πολλοί βλέπουν εφιάλτες με αιματηρές σκηνές!

Κατά τα άλλα, το Λεχ είναι μια ήσυχη πόλη με λιγότερους από 30.000 ανθρώπους (χωριό για τα δεδομένα της χώρας) που φαντάζει  «παράδεισος» σε σχέση με τις πολυκοσμικές χαοτικές μεγαλουπόλεις της Ινδίας. Η πόλη προσφέρεται για περπάτημα αφού το λίγο οξυγόνο επιβάλει ρυθμούς αργούς και κάνει τους οδηγούς να μην τρέχουν σαν παλαβοί και να σφυρίζουν λυσσασμένα όπως στην πεδινή Ινδία.  Περιπλανώμενος στους δρόμους του χώθηκα σε παραδοσιακούς ξυλόφουρνους, σε ραφτάδικα, σε κουρεία, σε μαγαζιά σε εμπορικά με πασμίνες από το γειτονικό Κασμίρ.

Κατά μήκος των δρόμων, αγρότες από τα γειτονικά χωριά πουλούν τα λιγοστά ζαρζαβατικά τους από τον μπαξέ τους. Μάλιστα εκείνη την εποχή, όλη η πόλη μύριζε από ευωδιαστά ζουμερά βερίκοκα. Εντύπωση μου έκανε ότι οι σακούλες που χρησιμοποιούσαν οι πωλητές ήταν όχι από πλαστικό αλλά από ανακυκλώσιμα υλικά γνωρίζοντας μάλιστα από πρώτο χέρι ότι η Ινδία είναι πνιγμένη και τιγκαρισμένη στο πλαστικό.

Ευαισθησία διέκρινα και στο θέμα της διατήρησης της πολιτισμικής ταυτότητας της περιοχής από δυναμικούς συλλόγους που παρουσίαζαν με υπερηφάνεια τους χορούς  και τα τραγούδια  τους που κινούνταν σε πεντατονικούς δρόμους και θύμιζαν περισσότερο μακρινή ανατολή παρά Ινδία.

Πάνω σε ένα λόφο δεσπόζει εντυπωσιακά το εννιαόροφο παλάτι της πόλης, πρώην κατοικία της βασιλικής οικογένειας του Λαντάκ που θυμίζει πολύ το ανάκτορο Ποτάλα στη Λάσα του Θιβέτ. Λίγο πιο ψηλά στο λόφο το μοναστήρι Tsemo, φωτογενές και αγέρωχο. Το μέρος όμως με την  εντυπωσιακότερη θέα της πόλης  και του μακρινού ορίζοντα με τις κορυφές των Ιμαλαΐων είναι η στούπα Σάντι. Οι στούπες είναι κυκλικά αναχώματα που περιέχουν συνήθως τις στάχτες μοναχών που έχουν αποτεφρωθεί και χρησιμοποιούνται από τους βουδιστές για διαλογισμό και προσευχή με ένα συγκεκριμένο τυπικό. Εκεί συγκεντρώνονται την ώρα του δειλινού κάτοικοι και επισκέπτες και ατενίζουν τη θέα της πόλης, του οροπεδίου και των χιονισμένων βουνοκορφών.

Τα βουδιστικά μοναστήρια του Λαντάκ

 Σχεδόν οι μισοί κάτοικοι του Λαντάκ είναι βουδιστές. Βούδας ή Μπούντχα στα σανσκριτικά σημαίνει «αφυπνισμένος», «φωτισμένος». Ο ιδρυτής του Βουδισμού ήταν ο Σιντάρτα Γκουαντάμα, ένα ιστορικό πρόσωπο που έζησε από το 563 έως το 483 π.Χ.,  ένας Ινδός πνευματικός δάσκαλος που γεννήθηκε στο Νεπάλ. Αν και καταγόταν από πλούσια οικογένεια, απαρνήθηκε τις ανέσεις και τα πλούτη του γιατί κατάλαβε τον επώδυνο χαρακτήρα του «Είναι» και ότι η προσκόλληση του ανθρώπου σε υλικά αγαθά φέρνει μόνο δυστυχία και πόνο. Σκοπός του ανθρώπου είναι να κατακτήσει τη «Νιρβάνα», μια βιωματική κατάσταση που επιτυγχάνεται με άσκηση και διαλογισμό ώστε να εξαλείψει τον πόνο της γέννησης και του θανάτου στον κύκλο των αναγεννήσεων του ανθρώπου. Ο Σιντάρτα δεν διεκδίκησε ότι είναι ένθεος ή θεότητα και οι βουδιστές, γειωμένοι από τη διδασκαλία του, τον θεωρούν πρότυπο ζωής στα μέτρα του ανθρώπου.

Βόρεια και νότια από το Λεχ και κατά μήκος του ποταμού Ινδού υπάρχουν εξαιρετικά βουδιστικά μοναστήρια. Στην πιάτσα των ταξί στο Λεχ παζαρέψαμε αρκετά την τιμή και κινηθήκαμε νότια της πόλης προς τα μοναστήρια (gombas) Hemis, Stakna και Thiksey. Όπως διαπίστωσα όλα τα μοναστήρια βρίσκονται σε επιλεγμένες τοποθεσίες με εξαιρετική θέα, μακριά από θόρυβο, γεγονός που βοηθάει τον διαλογισμό και την πνευματική άσκηση.

«Γέμισε την ζωή σου με πραγματικές εμπειρίες και όχι με υλικά αγαθά» διάβασα ανάμεσα στα αναρτημένα ρητά που υπήρχαν διάσπαρτα σε κάποιο μοναστήρι για να δίνουν πνευματικές κατευθύνσεις στους ασκούμενους. Κάθε βουδιστής θεωρητικά μπορεί να γίνει μοναχός για μερικούς μήνες ή για πολλά χρόνια. Η ζωή του μοναχού είναι σκληρή και απαιτεί στερήσεις όπως απόλυτη σεξουαλική εγκράτεια, απαγορεύεται η κατοχή χρημάτων, χρυσού ή πολύτιμων λίθων, απαγορεύονται οι ανέσεις, η διασκέδαση, η παρακολούθηση μουσικής, χορού και θεάτρου και τα οινοπνευματώδη. Η φτώχεια είναι αναγκαία συνθήκη της μοναχικής ζωής και συνήθως οι βουδιστές μοναχοί επαιτούν για να σιτιστούν καθημερινά. Είναι συνήθως χορτοφάγοι από σεβασμό προς τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς, μια συνήθεια που συσχετίζεται με την μετενσάρκωση.

Στο δρόμο ήταν και ένα ξέφωτο όπου ο Δαλάι Λάμα, ο οποίος χαίρει τεράστιας εκτίμησης στο Λαντάκ, έρχεται και μιλάει κάθε καλοκαίρι με χιλιάδες ακροατές να τον παρακολουθούν. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα μια συνέντευξή του που τον ρώτησαν τι του προκαλεί έκπληξη σήμερα στην ανθρωπότητα και αυτός απάντησε με αφοπλιστική απλότητα: « Ο μέσος άνθρωπος σήμερα θυσιάζει την υγεία του για να βγάλει λεφτά. Ύστερα θυσιάζει τα χρήματά του για να ανακτήσει την υγεία του. Και τότε είναι τόσο ανήσυχος για το μέλλον ώστε δεν απολαμβάνει το παρόν, και ως αποτέλεσμα αυτός δεν ζει ούτε στο παρόν, ούτε στο μέλλον. Ζει σαν να μη πρόκειται ποτέ να πεθάνει. Και πεθαίνει χωρίς να έχει ζήσει ποτέ στην πραγματικότητα».

Βορειοδυτικά του Λεχ  κατευθυνθήκαμε προς τα μοναστήρια Alchi, Likir και Basko που ήταν εξίσου ενδιαφέροντα, ατμοσφαιρικά και είχαν ελάχιστους ή καθόλου επισκέπτες. Ο δρόμος αυτός  ενώνει το Λαντάκ με το Κασμίρ και θεωρείται μια από τις ομορφότερες ορεινές διαδρομές του κόσμου. Αυτό που είναι ξεκάθαρο στη διαδρομή είναι η πυκνή παρουσία στρατοπέδων και στρατιωτικών δυνάμεων αφού κατά καιρούς επικρατεί ένταση και το θέμα του  Κασμίρ είναι ένα ακανθώδες και για δεκαετίες άλυτο ζήτημα.

Στον απέραντο ορίζοντα και στον δρόμο που άλλοτε φαίνονταν ατελείωτος ή άλλοτε γίνονταν επικίνδυνος με κλειστές στροφές περνούσαν απαστράπτοντα, «μπιχλιμπιδάτα» φορτηγά και  λεωφορεία τιγκαρισμένα ακόμα και στην οροφή τους με κόσμο.

Ο συγκεκριμένος αυτοκινητόδρομος κινείται κατά μήκος του εμβληματικού ποταμού Ινδού, ενός ποταμού στενά συνδεδεμένου με το τέλος της επέλασης των Μακεδόνων του Αλεξάνδρου προς τα ανατολικά, τότε που οι Έλληνες είχαν καταφέρει να είναι “γειτονάκια”  με τους Ινδούς και η ώσμωση των δυο πολιτισμών είχε δημιουργήσει ενδιαφέροντα πολιτιστικά κράματα.

Η  Πάνγκονγκ Τσο  και η κοιλάδα της Νούμπρα

 Στα θιβετιανά  «Λαντάκ» σημαίνει «η γη των υψηλών περασμάτων» και αυτό δεν είναι τυχαίο γιατί τα δύο ψηλότερα ορεινά περάσματα που μπορεί να περάσει άνθρωπος με αυτοκίνητο ή μηχανή βρίσκονται εδώ. Γι’ αυτό οι οδηγοί μοτοσικλετών έλκονται από την συναρπαστική αυτή εμπειρία και οργανώνουν εκδρομές στη λίμνη Πανγκόνγκ (Pangong Tso)  και στην κοιλάδα της Νούμπρα όπου βρίσκονται τα αντίστοιχα περάσματα. Για να φτάσουμε εδώ πληρώσαμε και πήραμε ειδική άδεια από το στρατό, μια και οι περιοχές βρίσκονται σε στρατιωτική ζώνη κοντά στα σύνορα της  Κίνας και του Πακιστάν.

Στην μετακίνηση μας προς τη λίμνη Πανγόνγκ ανεβαίνοντας ένα δρόμο σαν φίδι γεμάτο στροφές ξαφνικά σταμάτησαμε στην άκρη. Αρχικά δεν καταλάβαμε γιατί αλλά μετά από λίγο άρχισαν να περνάν εκατοντάδες στρατιωτικά οχήματα. Επικράτησε σιωπή και σκέφτηκα ότι κάτι τρέχει αλλά προτίμησα να το ξεχάσω γρήγορα αφού δεν ήθελα να φορτώσω με εικασίες το μυαλό μου. Μετά ο δρόμος άρχιζε να στενεύει και την άσφαλτο διαδέχτηκε ένας κατσικόδρομος με πέτρες και κοτρόνες από γρανίτη υπερβολικά στενός. Κατά μήκος της διαδρομής είδαμε αρκετά λεωφορεία κλαταρισμένα με τους επιβάτες τους να κάνουν οτοστόπ ή απίστευτη υπομονή. Σε πολλά σημεία έντονα ρυάκια με ορμητικό νερό έκαναν την πορεία δυσκολότερη και πιο επικίνδυνη αφού ο εφαπτόμενος στο στενότατο δρόμο γκρεμός μας έκοβε την ανάσα. «Μην κοιτάς κάτω!» μου είπε ο οδηγός όταν κατάλαβε ότι τα μάτια είχαν καρφωθεί στα συντρίμμια  κάποιων φορτηγών που είχαν γίνει κομμάτια πέφτοντας. «Κοίτα πέρα και τραγούδα!»

Φτάνοντας δίπλα σε ένα μεγάλο παγετώνα φάνηκαν κάποια στρατιωτικά παραπήγματα και καταλάβαμε ότι  είχαμε φτάσει Chang La στα 5.289  μέτρα. Ένα τσιμεντένιο κατασκεύασμα διπλά σε στούπες  μας υπογράμμιζε ότι βρισκόμαστε στο δεύτερο πιο ψηλό πέρασμα στον κόσμο. Η έλλειψη του οξυγόνου σε αυτό το υψόμετρο ήταν εμφανής και οι ντόπιοι μας συνέστησαν να πιπιλίσουμε ένα κομμάτι τζίντζερ το οποίο βοηθάει τον οργανισμό να αντεπεξέλθει στα συμπτώματα. Κατεβαίνοντας περάσαμε από εναλλασσόμενα τοπία αλπικής ερήμου που κυριαρχούν στο Λαντάκ.

Γρανιτένια βουνά στις αποχρώσεις του γκρι, καφέ και μπεζ, αμμώδεις εκτάσεις, ποτάμια από λιωμένο χιόνι όπου περιφέρονταν ελεύθερα άλογα και γιακς πρωταγωνιστούσαν στη διαδρομή. Μετά από 5 ώρες κουραστικής διαδρομής αντικρίσαμε τη λίμνη Pangong με τα τουρκουάζ νερά της στα 4.300 μέτρα. Μια σειρά από παράγκες εστιατόρια και καταλύματα χαλούσαν την αισθητική του τοπίου αλλά λίγο πιο πέρα η αίσθηση ήταν μοναδική. Τα νερά παγωμένα, κρυστάλλινα και διαυγή. Στα αβαθή της λίμνης ο ουρανός και τα γύρω βουνά αντανακλώνταν συμμετρικά με το τοπίο και είχες την αίσθηση ότι περπατάς πάνω στο νερό ανάμεσα σε δύο ουρανούς.

Στον καταυλισμό των παραπηγμάτων την ώρα του φαγητού είχε καταφτάσει ένα λεωφορείο τίγκα στον κόσμο, με Ινδούς τουρίστες από Δελχί. Ζαλισμένοι από τη πολύωρη διαδρομή, αλλά γεμάτοι ενέργεια ήρθαν καταπάνω μας χωρίς καμία συστολή, την ώρα που τρώγαμε, ζητώντας να φωτογραφηθούν μαζί μας, συνήθεια των τελευταίων χρόνων όπου τα κινητά έχουν γίνει αξεσουάρ της καθημερινότητας. Στην ερώτηση «ποιοι είσαστε;» και « τι ήρθατε να κάνετε εδώ;» απάντησα ότι είμαι παραγωγός σαπουνόπερας με πρωταγωνιστές πλούσιους και φτωχούς και ήρθαμε για γυρίσματα. Γενικώς οι Ινδοί ιντριγκάρονται για παράξενες ιστορίες και δεν τους ενδιαφέρει η φερεγγυότητα των λεγόμενων για αυτό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μου συστηνόμουν άλλοτε ως Σαουδάραβας που ψάχνει για πετρελαιοπηγές άλλοτε ως επιχειρηματίας που πουλάει παράξενα εμπορεύματα αντικρίζοντας στα μάτια τους την έκπληξη του απρόοπτου και του ανέλπιστου.

Για να πάμε στην κοιλάδα της Νούμπρα, που άνοιξε πρώτη φορά για τους επισκέπτες το 1994, περάσαμε από το Khardung La  στα 5602 μέτρα που είναι το υψηλότερο πέρασμα στον κόσμο μασουλώντας πάντα ένα κομμάτι τζίντζερ. Η κοιλάδα  του ποταμού Shyok εντυπωσιακής ομορφιάς και μεγαλείου, που μεταφέρει τεράστιους όγκους νερού, κροκάλων και άμμου, ενώνεται με τον ποταμό Nubra σε ένα άνοιγμα όπου οι ματιές μας χαίρονταν να ψάχνουν το βάθος του ορίζοντα. Εκεί σε μια αμφιθεατρική πλαγιά ανεβήκαμε μέχρι το μοναστήρι Diskit και είδαμε το πελώριο άγαλμα του Βούδα κατασκευασμένο στο ομορφότερο σημείο της περιοχής να ευλογεί την κοιλάδα.

Πιο πέρα μέσα στην εκστατική ομορφιά της κοιλάδας, ένας καταυλισμός από ακαλαίσθητα κτίσματα που παρέπεμπε την αισθητική του «χάους» και του «αχταρμά» ηχούσε σαν φάλτσο διακρότημα στην αρμονία της φύση. Δίπλα στο ποτάμι οι τεράστιοι όγκοι της άμμου σχημάτιζαν μια έρημο με μεγάλους αμμόλοφους και οι ντόπιοι επισκέπτες βόλταραν με καμήλες τις απογευματινές ώρες. Παρόλο που το  σκηνικό ήταν κιτς και επιτηδευμένο, η αίσθηση ότι σε μια κοιλάδα των Ιμαλαΐων σε ένα κομμάτι ερήμου γίνονται «σουλάτσα» με καμήλες, έκρυβε μια γοητεία. Απομακρυνθήκαμε μακριά από τη βαβούρα του κόσμου και καθίσαμε κάτω στην άμμο που είχε πάνω της μια κρούστα στεγνωμένο αλάτι από το νερό που  εξατμίστηκε αγναντεύοντας τις αποχρώσεις του φωτός πάνω στα γύρω χιονισμένα βουνά.

Φεύγοντας από το Λαντάκ ήθελα να πάρω  κάτι μαζί μου. Βλέποντας τα διαθέσιμα σουβενίρ δεν μου έκανε τίποτα «κλικ».  Σκέφτηκα ότι θα ήθελα να πάρω κάτι απλό και αυθεντικό. Ο νους μου πήγε στην πέτρες με χαραγμένο το «Om mani pedem hum», μια προσευχή βουδιστική που οι ντόπιοι αφήνουν σε διάφορα σημεία στους δρόμους. Έψαχνα και ρωτούσα σε όλη την πόλη αλλά δεν υπήρχε πουθενά. Απογοητευμένος εκμυστηρεύτηκα το παράπονό μου σε μια πωλήτρια σουβενίρ. Αρχικά παραξενεύτηκε για την επιθυμία μου αλλά μου είπε ότι ξέρει κάποια γυναίκα που φτιάχνει τέτοιες πέτρες σε ένα χωριό μακριά από το Λεχ. Τελικά όταν την βρήκα και την έβαλα μες την παλάμη μου έκανα μια ευχή να μπορέσω να ξαναγυρίσω κάποτε πίσω.

Βαγγέλης Πρωτόπαπας

ΜΟΥΣΙΚΟΣ-ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Γεννήθηκα στην Αθήνα και έκανα τις πρώτες μου εξερευνήσεις λίγα χιλιόμετρα απ ότο κέντρο, στα βράχια και στις σπηλιές των Τουρκοβουνίων. Δυνατές παιδικές καλοκαιρινές εμπειρίες στην Τήνο και στα Θερμιά, τόποι καταγωγής μου. Στο Ρέθυμνο σπούδασα Παιδαγωγικά και μετά στο Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών. Ακολούθησαν αρκετά χρόνια μουσικές σπουδές και το 2002 ξεκίνησα τη διδακτορική μου διατριβή στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής της Αθήνας, μια έρευνα γύρω από τις μουσικές προτιμήσεις των μαθητών του Δημοτικού που ολοκλήρωσα το 2009. Εργάζομαι ως μουσικός και ως δάσκαλος στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Έχω αξιωθεί να ταξιδέψω, μέχρι στιγμής, σε περισσότερες από 65 χώρες και ελπίζω να ταξιδέψω και στις υπόλοιπες μέχρι να φύγω.

Σχετικά Άρθρα

Back to top button