Μνήματα μηνύματα

Κυριακή πρωί… Ο ήλιος υπέρλαμπρος, μετά απο καιρό.
Φτάνουμε Ελευσίνα κι ανηφορίζουμε… Μετά τη γέφυρα το τοπίο αλλάζει. Ακόμη “μυρίζει” θάνατος και λάσπη. Τα γκρέιντερ δουλεύουν κι ας είναι Κυριακή. Το τοπίο “βομβαρδισμένο” ακόμη, σχεδόν δυο βδομάδες από την καταστροφή.
Η δύναμη του νερού έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της. Το ξέραμε ότι φτάσαμε εδώ, πριν καν δούμε τη ταμπέλα: Δήμος Μάνδρας.
Ενα μπλόκο αστυνομικών μας επιτρέπει να συνεχίσουμε.
Τόνοι από λασπωμένα χώματα στην άκρη του δρόμου και μια μισοριγμένη μάντρα. Ενας σπασμένος σταυρός. Λασπωμένα στεφάνια. Η πόρτα του Δημοτικού Κοιμητηρίου σπασμένη.
Μπαίνουμε στο Νεκροταφείο της Μάνδρας, με κομμένη την ανάσα. Εικόνες πρωτόγνωρες. Διαλυμένοι τάφοι, σταυροί κατεστραμένοι, φωτογραφίες καλυμμένες με λάσπη.
Μερικοί συγγενείς ψάχνουν να βρουν τους τάφους των δικών τους. Θλίψη και οργή.
Ενας παππούς προσπαθεί μάταια να συνεφέρει τον τάφο της γυναίκας του. Φωνάζει. Σπάει τη σιωπή του νεκτροταφείου: “Τι της φτιάχνουν τις μάντρες; Δείτε πέτρες και τσιμεντόλιθοι παντού”. Δεν μπορεί να συγκρατήσει την οργή του.
Μια γιαγιά με γαλότσες και γάντια φτυαρίζει. Δυο κορίτσια απελπισμένα προσπαθούν να βρουν το τάφο των δικών τους τάφο.
Ανοιχτοί τάφοι, στεφάνια μισοδιαλυμμένα, καντήλια καλυμμένα από μπάζα, ακόμη και κόκκαλα που βγήκαν από τα μνήματα.
Το μένος και η “μνήμη” του νερού δεν άφησαν τίποτα στο πέρασμα της. Οι χείμαρροι διατάραξαν και το ταξίδι των ψυχών.
Εκεί που η ζωή συναντά το θάνατο και ο θάνατος τη ζωή…
Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών.
Αν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει,
κι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών.
(Κ. Καρυωτάκης)