Της ελιάς τα φιλαράκια να τα κάνω φορεσιά *

Τιμής ένεκεν
– «Κατέβα κάτω ρε άνθρωπε μην πάρω τη δέμπλα και σ’ αρχίσω, θα πέσεις να σκοτωθείς γέρος άνθρωπος», λέω του Κυρ Λάμπρου που κόντευε τα ενενήντα και είχε ανέβει επάνω στην ελιά και ράβδιζε, μία από τις τελευταίες φορές που είχε έρθει για παρέα στο “λιομάζωμα”. Μου έριξε ένα βλέμμα γεμάτο περιφρόνηση και ειρωνεία συνάμα.
– «Να σου πω», μου έβαλε μια φωνή, «εγώ έβγαλα στοές του Βελγίου και φάμπρικες της Γερμανίας με το να ονειρεύομαι αυτές τις ελιές, αυτά τα δέντρα. Σαν πουλί αισθάνομαι εδώ πάνω, έτοιμος να δώσω μια να πετάξω»…
Κατέβασα το κεφάλι κάτω πετώντας το δεμπλάκι από το χέρι μου. Τον βοήθησα να κατέβει από το δέντρο.
– «Να ρε παιδί», συνεχίζει σιγανόφωνα, «αγάπησα πολύ τη γη, με όλα τα δέντρα και τα λουλούδια της, αλλά αυτά τα δέντρα τα αγάπησα σαν παιδιά μου»… Μου είπε χαϊδεύοντας με το χέρι τον σταχτί κορμό του δέντρου…
Ο Κυρ Λάμπρος σήμερα, ενενήντα πέντε χρονών άνθρωπος, ζει μόνος του αφού η σύντροφος του η Κυρά- Παναγιώτα έφυγε πριν λίγους μήνες για το μεγάλο ταξίδι… Η χαρά του η μεγάλη να τον πηγαίνουμε βόλτα στα χωράφια να δει τα δέντρα του που τα αγάπησε πολύ και τα πότισε με πολύ αγιασμένο υδρώ και αίμα… Είναι ‘’πατέρας’’ μας και φίλος καλός που χαίρεσαι να κάνεις παρέα και να σου λέει ιστορίες για «τ’ αντάρτικα» και τη πολύ δύσκολη μα συνάμα γεμάτη υπερηφάνεια ζωή του…
Η ελιά
Είμαι του ήλιου η θυγατέρα
Η πιο απ’ όλες χαϊδευτή
Χρόνια η αγάπη του πατέρα
Σ΄ αυτό τον κόσμο με κρατεί
Όσο να πέσω νεκρωμένη
Αυτόν το μάτι μου ζητεί.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη
Όπου και αν λάχει κατοικία
Δε μ’ απολείπουν οι καρποί.
Ως τα βαθιά μου γηρατειά,
Δεν βρίσκω στην δουλειά ντροπή.
Μ’ έχει ο θεός ευλογημένη,
Και είμαι γεμάτη προκοπή.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Εδώ στον ίσκιο μου μ’ αποκάτω
Ήρθ’ ο Χριστός να αναπαυθεί
Κι ακούστηκ’ η γλυκιά λαλιά του
Λίγο προτού να σταυρωθεί.
Το δάκρυ του, δροσιά αγιασμένη,
Έχει’ ς τη ρίζα μου χυθεί.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Και φως πράστατο χαρίζω
Εγώ στην άγρια τη νύχτα.
Τον πλούτο πα δεν τον φωτίζω,
Συ μ’ ευλογείς φτωχολογιά.
Κι αν απ’ τον άνθρωπο διωγμένη,
Με φέγγω μπρος στην Παναγιά.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Κωστής Παλαμάς
Δημοτικό τραγούδι
Πουλάκι εβγήκε από τη γη και βγήκε
από τον Άδη και πήγε κι έκαμε φωλιά
σε μιας ελιάς κλωνάρι,
που είναι τα φύλλα της πικρά
και τα’ άνθια της φαρμάκι.
Το’ μάθαν οι βαριόμοιρες
και παν και το ρωτάνε:
-Πες μας, να ζεις, πουλάκι μου,
στον Άδη πως περνάνε;
Τάχα είν’ οι νιοι με τα’ άρματα
και οι νιες με τα στολίδια;
Τάχα είν’ και τα μικρά παιδιά
με τα πολλά παιχνίδια;
-Εκεί στολίδια δε φορούν
κι άρματα δε βαστούνε
και τα καημένα τα παιδιά
τη μάνα τους ζητούνε.
Ομήρου Οδύσσεια
Ραψωδία ψ (στ.206-227)
Μ’ αυτά τα λόγια θέλησε τον άντρα της να δοκιμάσει· ο Οδυσσέας όμως,
γεμάτος αγανάκτηση, στράφηκε στην πιστή γυναίκα του μιλώντας:
«Γυναίκα, άσχημο λόγο πρόφερες, που την ψυχή δαγκώνει.
Ποιος μετακίνησε την κλίνη; Το βλέπω δύσκολο
και για τον έμπειρο τεχνίτη ακόμη. Μόνο θεός, αν ήθελε,
θα το μπορούσε κατεβαίνοντας να της αλλάξει θέση· θνητός που ζει,
κι αν είναι στην ακμή της νιότης του, εύκολα δεν μπορεί να τη σαλέψει.
Γιατί σ’ αυτή την τορνευτή μας κλίνη κάποιο σημάδι υπάρχει
απαραγνώριστο – το ’καμα εγώ, άλλος κανείς.
Φύτρωνε μέσα στου σπιτιού μας τον περίβολο κορμός μακρόφυλλης ελιάς,
με θαλερό το φούντωμά της, κι αυτός χοντρός σαν μια κολόνα.
Γύρω του εγώ την κάμαρη έχτισα και την ανέβασα
με πέτρες πανωτές στο τελικό της ύψος· μετά τη στέγασα
καλά από πάνω, και την ασφάλισα με κολλητά πορτόφυλλα,
να αρμόζουν μεταξύ τους.
Τότε πια κούρεψα κλαδιά και φούντες της μακρόφυλλης ελιάς,
κλάδεψα με επιδέξια τέχνη τον κορμό απ’ τη ρίζα του,
με το σκεπάρνι τον πελέκησα, τον στάθμισα
για να ισώσει, τον δούλεψα να γίνει κλινοπόδαρο, κι άνοιξα
πάνω του τρύπες με το τρυπάνι. Αρχίζοντας μετά τον πλάνισα
και πάνω άπλωσα του κρεβατιού την τάβλα τελειώνοντας,
μ’ ασήμι, μάλαμα και φίλντισι την κλίνη στόλισα […].
Παραμύθι της Κρήτης
Μια μαργαρίτα είχε φυτρώσει στα ριζά μιας ελιάς και είχανε πιάσει το κουβεντολόι.
– «Αχ!», λέει η μαργαρίτα της ελιάς, «Τι σου είναι αυτοί οι άνθρωποι, πως ‘’αγαπούν’’ έτσι. Με πιάνουν στα χέρια τους με μαδάνε και με ρωτούν: Μ’ αγαπάς; Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς; δε μ’ αγαπάς»…
– «Αμ! Εμένα να δεις», απαντά η ελιά, «με κοπανάνε με κάτι βέργες να, μου τσακίζουν τις κλάρες και τις φυλλωσιές, μου κόβουν τα κλαριά με τα πριόνια και ύστερα μου λένε: Τι ευλογημένος καρπός… Πόσο σ’ αγαπώ»…
*Μνήμη Παναγιώτας Π.