‘Ερως, Τρύγος, Σφρίγος

Είναι το τοπίο ήμερο, γλαφυρό, ικανό να ομολογήσει χίλιες ιστορίες για το αρχαίο κλέος, αλλά και για τη σημερινή αγωνία. Περπατάς ανάμεσα στ’ αμπέλια στα Μεσόγεια, σκέπτεσαι πως τρυγούσαν εκεί χιλιετίες πριν, σκύβεις, κόβεις μια ρώγα, τη βάζεις ζεστή από το φθινοπωρινό ήλιο στο στόμα σου και απολαμβάνεις την έκρηξη του χυμού, τη γλύκα του.
Τα σύννεφα αίφνης αποφασίζουν να σε προστατεύσουν, μπαίνουν ανάμεσα σ’ εσένα και στις ζεστές ακτίνες· εξακολουθείς να προχωράς, αφήνεις τ’ αποτυπώματά σου στο χώμα, βγάζεις τα πατούμενα και ξυπόλυτος νιώθεις αυτή τη γη που γεννάει.
Σκέπτεσαι το χθεσινό τρύγο, τις δυο γυναίκες που χαμήλωναν τα σώματα για να πάρουν τον καρπό, τα γέλια που έκαναν κάποια στιγμή όταν η μια σήκωσε ψηλά ένα τσαμπί και είπε: «Δες εδώ ρώγες, μεγάλες είναι, σαν και τις δικές σου». Κρατάς το κολονάτο ποτήρι από τη βάση του, το στρέφεις κυκλικά, το δοκιμάζεις με το μάτι, την όσφρηση, τη γεύση.
Μπορείς να φτύσεις και να πας στο επόμενο κρασί, επαναλαμβάνοντας τα ίδια. Δοκιμάζεις και λυπάσαι, γιατί δεν ξέρεις πού να σταθείς, τι να διαλέξεις. Δεν θέλεις να την πατήσεις όμως όπως οι Σουηδοί συνάδελφοί σου κάποτε, που ήπιαν τα πάντα στην κοιλάδα του Εριτσε και μετά συνόδευες ένα πούλμαν μεθυσμένους.
Η μνήμη εξακολουθεί να τσιγκλάει, πας πίσω χρόνια, σ’ εκείνο το ταβερνάκι στο Πυθαγόρειο, όπου σε ήθελαν και δύο Βόρειες κι εσύ πρώτα σιγούρεψες πως το θείο κρασί που είχες ανακαλύψει θα υπήρχε και την επομένη κι έτσι -θυσία σ’ ό,τι θ’ ακολουθούσε- δεν ήπιες το βαρέλι, κάνοντας υπομονή είκοσι τέσσερις ώρες. Και ύστερα ήταν ο θείος σου που ανέβαινε στη σκαλωσιά για να βάψει κι εσύ τρεμάμενος σκαρφάλωσες πίσω του κρατώντας την καράφα. Όταν έφτασε αυτός στο μαδέρι, σε σήκωσε απ’ το γιακά, σ’ έβαλε να κάτσεις δίπλα του, με τα πόδια σου στο κενό, και σε κέρασε το πρώτο κρασάκι της ζωής σου. Τέτοια γλυκιά ζάλη ένιωσες ξανά μόνο όταν μια γυναίκα σού είπε πως εσένα περίμενε όλη της τη ζωή.
Βράδιασε πια και είσαι σε μια βεράντα, πάλι με τα πόδια στο κενό, αφού κάθεσαι στο παραπέτο. Εμπρός σου απλώνεται όλη η κοιλάδα, και τα φώτα του αεροδρόμιου μοιάζουν με κεράκια γενέθλιας τούρτας. Δεν έχεις την παραμικρή διάθεση να τα μετρήσεις -ποιος τα μετράει πια τα χρόνια, φεύγουν αυτά χωρίς να σε ρωτάνε-, εξακολουθείς να τα κοιτάς όμως ενώ αφήνεις στο στόμα σου ν’ απλώνεται η γεύση του Σαββατιανού. Φυλάς ζηλιάρικα ένα μπουκάλι δίπλα σου, πίνεις αργά, σταθερά, η μια γουλιά ακολουθεί την άλλη, λες «είμαι καλά» για να τ’ ακούσεις, να σιγουρευτείς.
Κι έτσι φτάνεις στη νύχτα ήρεμος, ξαπλώνεις ήσυχος, έχοντας πάντα στα πόδια σου την αίσθηση του χώματος, στο νου σου την ολοστρόγγυλη γεύση που σε συνόδευσε όλη μέρα. «Ερως, θέρος, πόλεμος»; Αντιθέτως: «Ερως τρύγος, ευτυχώς ακόμα διατηρούμε και το σφρίγος», σκέφτεσαι κι αποκοιμιέσαι.