Δωμάτια με θέα

Οι ώρες στα νοσοκομεία, περνούν αργά, παρά πολύ αργά. Ο χρόνος έχει έναν δικό του ρυθμό, βασανιστικό τις περισσότερες φορές.
Σε κάνει η ” ανάγκη” και εγκλιματίζεσαι γρήγορα. Νοιώθεις οικεία κι επειδή “κρέμεσαι” από άλλους, νοιώθεις τον χώρο δικό σου…
Γρήγορα, όμως διαπιστώνεις πως έχεις ανάγκη να κοιτάξεις έξω. Να δώσεις στα μάτια σου δρόμο και πολλές φορές, για να ξεφύγεις από σκέψεις που σου προκαλούν πόνο, να τους δώσεις και “τροφή”.
24 ώρες βρέθηκα κι εγώ σε αυτή την κατάσταση κι όχι σε κάποιο από τα γνωστά νοσοκομεία, μα σε μια κλινική, κάπου πίσω από το κτίριο της ΔΕΗ στην Αγησίλαου.
Στο κέντρο της Αθήνας. Στην καρδιά της Αθηναϊκής Chinatown. Στις παρυφές της πάλαι ποτέ αριστοκρατίας των Αθηνών. Μερικές δεκάδες μέτρα από την πλατεία της Ομόνοιας, το πολύ ένα χιλιόμετρο από τον Παρθενώνα.
Σήμερα, μια κοινωνία σε πλήρη αποσύνθεση. Σε παρακμή. Άστεγοι, εξαϋλωμένα πρεζάκια, νωχελικές πόρνες, Κινέζοι πραματευτές, Πακιστανοί ρακοσυλλέκτες, ντόπιοι, να υποδέχονται το πρωινό φως, σαν να το ξέρουν από παλιά.
Με το πρώτο φως της μέρας, αρχίζουν όλα να ξυπνούν. Άνθρωποι, πουλιά, γατιά, σκύλοι. Όλοι παίρνουν τον δρόμο που τους βαραίνει, για να τους πάει που; Τα μάτια μου, με εκείνο το πρώτο φως, πέφτουν πάνω στο τεράστιο ΠΩΛΕΙΤΑΙ, που στέκει εκεί, απέναντι μου, μάλλον πολύ καιρό και καρτερεί…Λίγο αριστερά, εκεί που βρισκόταν το Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα, που οικοδομήθηκε το 1890 στην οδό Πειραιώς, μεταξύ των οδών Μυλλέρου και Θερμοπυλών, με κληροδότημα του ομογενούς εμπόρου Γεωργίου Χατζηκώνστα (1753-1845).
Το κτίριο του ιδρύματος δεν υπάρχει πια αλλά διασώζεται ο ναός του Αγίου Γεωργίου που είχε ανεγερθεί μεταξύ των ετών 1899-1901 στο εσωτερικό του περιβόλου του, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ernst Ziller (1837-1923). Πρόκειται για μια εκκλησία του λεγόμενου “νέο-ρωμανικού” ρυθμού, με τους χαρακτηριστικούς πυργίσκους στις εξωτερικές ακμές.
Εκείνο το κομμάτι στα μάτια μου, με τα σπιτάκια του Θησείου στο βάθος, την Αγία Μαρίνα και το Αστεροσκοπείο, μου θυμίζουν πολύ έντονα την Ιερουσαλήμ. Αυτό ήταν και η αφορμή. Να δω. Η αιτία ήταν να ξεφύγω… Κάθε φορά που στρέφω κάπου τα μάτια μου, εικόνες ξετυλίγονται, σαν παλιά εικονογραφημένα. Εικόνες με ιστορίες. Στα αυτιά μου, από το απέναντι διαμέρισμα, φτάνει ένα τραγούδι παλιό, που στα χρόνια του είχε γίνει μεγάλο σουξέ και που πρόσφατα το ξανά ανακάλυψαν οι διαρκώς “ερωτευμένοι”.
”Μια καρδιά τα χέρια μου σου φέρανε ”, θαρρώ είναι ο τίτλος και το τραγουδούσε ο Φίλιππος Νικολάου. Τα μάτια μου σε μια καρδιά ζωγραφισμένη στον τοίχο του ερειπωμένου εργοστασίου. Χάσκουν ορφανές από τους τοίχους οι κολώνες του, με μια μισογκρεμισμένη σκεπή, την σκουριασμένη υδρορροή και μέσα στα σπλάχνα του, απόκληροι να μαζεύουν παλιοσίδερα.Το γαλάζιο, χαλαρωτικό αλήθεια είναι, χρώμα του δωματίου, δεν βοηθάει και δεν εξωραΐζει τα όσα συμβαίνουν έξω από αυτό.
Η νεαρή, ξανθιά, οδοκαθαρίστρια του δήμου, δεν ταράζετε, που στην διπλανή κολώνα νεαρός “ξαλαφρώνει”…
Αποστρέφω τα μάτια μου και όπου κοιτάζω βλέπω συρματοπλέγματα, να φρουρούν τις ιδιοκτησίες.
Συρματοπλέγματα, όχι εκείνα τα απλά, αλλά τα άλλα, που θυμίζουν εμπόλεμη ζώνη ή φυλακή. Όλοι μας φυλακισμένοι. Όλοι μας σε έναν πόλεμο, χωρίς ορατό εχθρό και έτσι πολεμάμε ο ένας τον άλλον. Στην μία πλευρά η κινέζικη σημαία. Στον τοίχο απέναντι να κυματίζει η ελληνική. Έτσι να δηλώνεις την ύπαρξη σου μέσω συμβόλων. Αλλά να περπατάς τον ίδιο δρόμο, να αναπνέεις τον ίδιο αέρα και να πίνεις το ίδιο νερό. Το ιδιωτικοποιήσουν ή όχι.
Πάντα θα με εντυπωσιάζουν οι παλιές πολυκατοικίες της Αθήνας. Οι γραμμές τους, η ασχήμια τους, είναι στοιχεία που με κάνουν όχι μόνο να τις προσέχω, μα να μου αρέσουν κιόλας. Μα εκείνο που στα αλήθεια με μαγεύει, είναι οι ιστορίες και οι άνθρωποι, που οι τοίχοι κρύβουν. Δυο μπαλκόνια το ένα πάνω από το άλλο. Στο πρεβάζι ο βασιλικός (μάλλον εκεί είναι η κουζίνα), βγαίνει η νοικοκυρά, ποτίζει, σκουπίζει και κλείνει πίσω της τον ήλιο που άρχισε να γίνεται επίμονος, και δυνατός.
Στον ακριβώς από κάτω όροφο, κάτι που ποτέ δεν είχα ξαναδεί. Ένα εκκλησάκι, σαν και αυτά που συναντάμε στις εθνικές οδούς. Τι ιστορία να κρύβει ετούτο το διαμέρισμα; Οι σκισμένες νάιλον σακούλες, μάχονται τα cd απλωμένα στα μπαλκόνια. Όλο και λιγότερα ασπρόρουχα.
Η Αγησιλάου, να ζει στον κόσμο της και στον ίδιο κόσμο, δύο ερωτευμένα περιστέρια, συνεχίζουν να φλερτάρουν αδιάφορα…