Ταξιδεύοντας στο χρόνο…

Ένα ταξίδι στο χρόνο, στη γενέτειρα μου, τη Σκήτη, μέσα από τα πρόσωπα των ηλικιωμένων του χωριού.
Μια βουτιά στο συναίσθημα και στην αθωότητα των παιδικών μου χρόνων. Ίσως έτσι, υποσυνείδητα, να ήθελα να “επικοινωνήσω” με τον παππού και την γιαγιά μου. Ίσως ακόμα, γιατί οι λίγοι στην ζωή γέροντες που με θυμούνται κάθε φορά που βρισκόμαστε, μου διηγούνται ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστούν οι δικοί μου παππούδες.
Ξεκίνησα να τους αναζητώ και να τους φωτογραφίζω από τo καλοκαίρι του 2016. Οχι ! Μη φανταστείτε ότι αντιμετώπισα μεγάλες δυσκολίες κι έτσι μου πήρε δυο καλοκαίρια για να τους φωτογραφήσω. Ο μόνος λόγος είναι ότι, δυστυχώς, ζω μακριά κι έτσι ήμουν αναγκασμένος να τρέξω το “project” στα μικρά σχετικά διαστήματα που πήγαινα στο χωριό.
Ο μεγάλος εχθρός για ένα τέτοιο εγχείρημα είναι ο χρόνος που αλλάζει τους κανόνες από μόνος του χωρίς να ρωτάει κανέναν. Αποφάσισα να βγάλω στον “αέρα” το θέμα γιατί ο κύκλος της ζωής έκλεισε για ορισμένους και κοντεύει να κλείσει και για τους υπόλοιπους.
Μέσα από τα θολά βλέμματα τους, τα ροζιασμένα χέρια τους, αλλά και το ευγενικό και πρόσχαρο χαμόγελο τους, βλέπω μόνο τα ανθισμένα περιβόλια, τα γεμάτα καρπούς δένδρα, το χωρίς σταματημό τρέξιμο των πιτσιρικάδων του χωριού στα καλντερίμια του.Το πανηγύρι στις αρχές κάθε Σεπτέμβρη με την πλατεία να βουλιάζει από κόσμο και να “βομβαρδίζεται” από πολλές μουσικές ταυτόχρονα.
Τους βλέπω όλους να ξαποσταίνουν στην σκιά του τεράστιου πλάτανου. Να δροσίζονται με το γάργαρο και πεντακάθαρο νερό της Μπουρμπουλιθρας, της πηγής που πλέον υδροδοτεί όλη την περιοχή.
Ο μπάρμπα Μήτσος, εκατό χρονών, δεν εννοούσε να μ’ αφήσει να φύγω από το κονάκι του. Η μια ιστορία πίσω από την άλλη. Λες και ζούσε μαζί μου και για όση ώρα ήμουν εκεί, για μια δεύτερη φορά και πάλι τη ζωή του από την αρχή.
Κοτσονάτος, διαυγής με δυνάμεις που δεν τον εγκατέλειψαν ακόμα, και με την βοήθεια του μπαστουνιού του με συνόδεψε μέχρι την πλατεία του χωριού ”έτσι για να έχεις παρέα ρε παλικάρι”. Επέμενε δε να με πληρώσει για την φωτογράφιση ! ‘Ελα γιε μου πάρε 10 ευρώ να πιεις μια μπύρα. Επαγγελματίας είσαι απ΄ αυτό ζεις”. Ήθος και αξιοπρέπεια καθώς επίσης σεβασμός (σπάνιος) σ΄ αυτό που παράγω.
Τους ευχαριστώ όλους από καρδιάς για το φορτισμένο από πλούσια συναισθήματα ταξίδι που μου χάρισαν. Ανεκτίμητο.
Αν έχω, που σίγουρα έχω, ξεχάσει -θέλω να πιστεύω λίγους- από τους παππούδες και γιαγιάδες θέλω να τους ζητήσω συγνώμη. Δεν έγινε εσκεμμένα.
ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ.