Travel StoriesΚόσμος

Τανζανία: Μια συναρπαστική εμπειρία ζωής

Η απόφαση πυροδοτήθηκε από μια ξαφνική εισροή χρημάτων. “Καλύτερα να τα φάω εγώ παρά η εφορία”, σκέφτηκα και φυσικά το μυαλό πήγε αμέσως σε ταξίδι και δη μακρινό. Ο ενθουσιασμός άρχισε γρήγορα να τρώει σφαλιάρες: το κεφάλαιο δεν ήταν αρκετό για Λατινική Αμερική ούτε για ένα ιδιαίτερο ταξίδι στην Αφρική.

Οι προτάσεις των πρακτορείων μου άρεσαν και δεν μου άρεσαν. Η Κένυα ήταν η πιο φτηνή επιλογή, λόγω παρελθόντος (απαγωγές, βομβιστικές ενέργειες) και γειτνίασης με τη Σομαλία. Αλλά πάλι… Ναι, ήθελα να πάω στο Μασάι Μάρα, αλλά δεν ήθελα να τριγυρνάω στη Μομπάσα και το Ναϊρόμπι με τουριστικό λεωφορείο.

Τελικά, ο από μηχανής θεός ήταν η Δέσποινα. Ψάχνεσαι για Αφρική; Καλά, δεν σου έχω πει για τη φίλη μου τη Μαίρη; Παντρεύτηκε Τανζανό και οργανώνουν ταξίδια στην Τανζανία. Η διαίσθησή μου άρχισε να κάνει πάρτυ. Πήρα τηλέφωνο τη Μαίρη, που έτυχε να βρίσκεται στην Ελλάδα, και μέσα σε 24 ώρες το Active Tanzania Adventures μού είχε ετοιμάσει το πρόγραμμα που ήθελα, στις τιμές που ήθελα.

Επτά διανυκτερεύσεις, φουλ στο σαφάρι σε δύο από τα σημαντικότερα εθνικά πάρκα του κόσμου, το Σερενγκέτι και τον Κρατήρα Νγκόρο Νγκόρο, γνωριμία με φυλές και επίσκεψη στο φαράγγι Ολντουβάι, την κοιτίδα της ανθρωπότητας! Η τύχη μού είχε χαμογελάσει…

Με το σακίδιο στον ώμο

%cf%84anzania-26

Η παρέα φιξαρισμένη (11 άτομα: 6 ενήλικες και 5 παιδιά), εισιτήρια κλεισμένα, οι προκαταβολές ταξιδεύουν – επί καμιά δεκαριά μέρες – για Τανζανία, τέλεια! Ώρα να προετοιμάσουμε τις λεπτομέρειες.

Καταρχήν τι φοράμε; Εγώ νόμιζα ότι τα γήινα χρώματα ήταν στυλιστική προσέγγιση του δόκτορα Λίβινγκστον, η οποία για κάποιο μυστηριώδη λόγο δεν ξεπεράστηκε ποτέ. Λάθος! Όπως με ενημέρωσε η Μαίρη, και όπως έμαθα ψάχνοντας στο ίντερνετ, για να πας σαφάρι χρειάζεσαι ρούχα μπεζ και χακί. Σε καμία περίπτωση άσπρα, μαύρα και ιδιαίτερα κόκκινα ή άλλα έντονα χρώματα γιατί εκνευρίζουν τα ζώα και τραβάνε τις μύγες τσε-τσε. Κι αν σε τσιμπήσει τσε-τσε… μάλλον δεν πέφτεις απλώς σε βαθύ ύπνο, όπως οι εξερευνητές-πάπιες και ποντικοί στα παλιά τεύχη του Μίκυ-Μάους. Για τους ίδιους λόγους, αντίστοιχους χρωματικούς κώδικες ακολουθούν και τα τζιπ των σύγχρονων «μικρών εξερευνητών». Φαντάζεστε αν ήταν κόκκινα τι θα γινόταν;

 Χρήσιμο tip: Μην παρασυρθείτε από την πληθωρική ελληνική σας ιδιοσυγκρασία και κουβαλήσετε δύο βαλίτσες ο καθένας. Ελάχιστα ρούχα χρειάζεσαι στην πραγματικότητα. Δύο παντελόνια, μερικά μπλουζάκια, ένα fleece για το βράδυ – ναι, εκεί που πήγαμε κάνει κρύο όταν πέσει ο ήλιος – ένα ελαφρύ μπουφάν, παπούτσια αθλητικά ή ορειβατικά, καπέλο.

Πώς καταλάβαμε ότι υπερβάλλαμε: 1) Όταν είδαμε τους ξένους με σορτσάκια, σαγιονάρες και ένα σακίδιο ο καθένας. 2) Όταν ο ένας από τους οδηγούς μας, αγκομαχώντας να χωρέσει τις βαλίτσες μας στα τζιπ, μας ρώτησε μεταξύ αστείου και σοβαρού αν σκοπεύουμε να μείνουμε για πάντα στην Αφρική!

Καρίμπου (καλωσήλθατε) στην Τανζανία!

Μετά από μία πολυτελέστατη πτήση με την Qatar Airways, 19ωρη με την ενδιάμεση στάση στο χολυγουντιανό αεροδρόμιο της Ντόχα… το όνειρο έγινε πραγματικότητα. Πατήσαμε το πόδι μας στη «Μαύρη Ήπειρο». Προσγειωθήκαμε στο ταπεινό αεροδρόμιο Κιλιμάντζαρο, πύλη για τους επίδοξες κατακτητές του θρυλικού όρους, κι από εκεί πήραμε το δρόμο για την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, την Αρούσα.

Η Τανζανία, στο κέντρο περίπου της ηπείρου, στην ανατολική της πλευρά, αγγίζει τον Ινδικό Ωκεανό και η πρωτεύουσά της, η Ντοντόμα, είναι προφανώς πολύ πιο «μεγαλούπολη». Μπαίνοντας στην Αρούσα όμως αντικρίσαμε αυτό που περιμένει κανείς να δει στην Αφρική. Χαμόσπιτα και λασπερούς δρόμους, πεδίο δράσης για ξυπόλητα πιτσιρίκια, σκελετωμένα σκυλιά και κακομοιριασμένες κότες. Ένας κεντρικός δρόμος με άσφαλτο, το βράδυ χωρίς φωτισμό. Όσο για ίντερνετ, το ξαναείδαμε στην επιστροφή! Πάντως, αν και δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, η πόλη διαθέτει αγαθά «δυτικού τύπου», ανερχόμενη αστική τάξη αλλά και μία πάμπλουτη ελίτ που ζει με όλες τις ανέσεις.

 Εισαγωγή στο σαφάρι

%cf%84anzania-24

Την επομένη, μετά από μια παράξενη παραμονή Πρωτοχρονιάς (η μισή παρέα κοιμήθηκε ξεθεωμένη μετά το δείπνο, η άλλη μισή ξύπνησε τα μεσάνυχτα από τα πυροτεχνήματα και γλέντησε πίνοντας σαμπάνια και χορεύοντας αφρικάνικους χορούς με το προσωπικό του ξενοδοχείου) ξεκινήσαμε για το πάρκο της λίμνης Μανυάρα. Οι πρώτες εικόνες της αφρικανικής υπαίθρου άρχισαν να ξεδιπλώνονται μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας: από γιγάντιες τερμιτοφωλιές μέχρι ανήλικους βοσκούς της φυλής των Μασάι.

Η έναρξη του σαφάρι μας επιφύλαξε μία ακόμη έκπληξη. Οι περισσότεροι νομίζαμε ότι τα ζώα τα βλέπεις πίσω από τα κλειστά τζάμια του τζιπ. Όχι! Οι οροφές ανοίγουν τόσο ώστε να στέκεσαι όρθιος και να γίνεσαι ένα σχεδόν με την άγρια φύση. Τριγυρνώντας μέσα στην πυκνή βλάστηση δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ τι θα συνέβαινε αν ένα από τα «λιοντάρια που σκαρφαλώνουν στα δέντρα» αποφάσιζε να γνωριστούμε καλύτερα. Τελικά, τα λιοντάρια-ακροβάτες τα είδαμε μόνο στην αφίσα, αυτή όμως ήταν και η μόνη μας απογοήτευση όσον αφορά τη θέαση άγριων ζώων στην Τανζανία.%cf%84anzania-2

Η λίμνη Μανυάρα ήταν μια υπέροχη εισαγωγή στα πάρκα της Τανζανίας. Είδαμε απειράριθμα πουλιά, αντιλόπες, μπαμπουίνους, μπλε κερκοπίθηκους, ζέβρες, ενώ ήταν το μόνο μέρος όπου μας άφησαν να βγούμε από τα τζιπ και να ρεμβάσουμε σε στυλ «Πέρα από την Αφρική» – στο Σερενγκέτι απαγορεύεται διά ροπάλου!

Είδαμε επίσης τους πρώτους εκπρόσωπους των λεγόμενων “big five”, των πέντε μεγάλων άγριων ζώων της Αφρικής: βούβαλους και μία γηραιά, μοναχική ελεφαντίνα που απολάμβανε το μεσημεριανό της μασουλώντας κλαδιά στο πλάι του δρόμου. Όσον αφορά τους πρώτους μην σας ξεγελάει η αθώα μουσούδα, η χωμένη στη «βαλτόσουπα». Αντίθετα από τα αιλουροειδή, που θα επιτεθούν μόνο αν πεινάνε, ο βούβαλος χαμηλώνει τα θανατηφόρα κέρατα κι ορμά απλά και μόνο γιατί φοβήθηκε.

 Ξυλουργοί και μπανανόμπυρες%cf%84anzania-4

Το απογευματινό πρόγραμμα περιλάμβανε μια πρώτη γνωριμία με τις 125 περίπου εθνικές ομάδες που αποτελούν τον πληθυσμό της Τανζανίας. Κάποιες έχουν μεταναστεύσει από άλλες χώρες της Αφρικής, όπως η φυλή αυτή των ξυλουργών από τη Μοζαμβίκη.

Eίδαμε τους επιδέξιους τεχνίτες να εργάζονται κι ακούσαμε όσα είχαν να μας πουν για τον έβενο και τα άλλα ξύλα που χρησιμοποιούν και τις ιδιότητές τους, κοιτάζοντας παράλληλα με λαίμαργο μάτι, ως σωστοί δυτικοί τουρίστες, τα ξύλινα και οστέινα τεχνουργήματά τους. Φύγαμε με τσάντες γεμάτες ξύλινα ζώα, ειδώλια, οστέινα χαϊμαλιά και κάτι καταπληκτικά πινακάκια από φύλλα μπανάνας, για να μεταφέρουμε λίγη από τη μαγεία της Αφρικής στην πατρίδα – αλλά και για να εντυπωσιάσουμε φίλους και συγγενείς με τα εξωτικά δώρα μας!

Φορτωμένοι εικόνες και ενθύμια, χωθήκαμε στη γειτονική μπανανοφυτεία. Δυο ντόπιοι νεαροί, πολύ καλοβαλμένοι και με καλά αγγλικά, ανέλαβαν να μας ξεναγήσουν στον κόσμο της μπανάνας.

Μετά το θεωρητικό μάθημα, επισκεφθήκαμε το τοπικό μπαρ, όπου σερβίρεται ένα είδος μπύρας φτιαγμένο από μπανάνα. Μέχρι εδώ καλά, το ζήτημα ήταν ότι μας πρόσφεραν, ευγενέστατα δεν λέω, τον κουβά από όπου έπιναν όλοι, από κοινού, τη μπανανόμπυρά τους. Όσο κι αν είχα πάει αποφασισμένη να μην πω όχι σε καμία εμπειρία, δεν το τόλμησα… ούτε κανείς άλλος από την παρέα, εδώ που τα λέμε.

Αφού αποχαιρετήσαμε τους φιλόξενους μπανανοπότες, κάναμε μία βόλτα στην αγορά του χωριού, που μας εντυπωσίασε με τον πρωτόγονο χαρακτήρα της. Περιδιαβαίνοντας με ενθουσιασμό ανάμικτο με ένα ψήγμα λύπησης για την έλλειψη βασικών αγαθών, όπως οι μεταλλαγμένες ντομάτες μέσα στο χειμώνα, ανακαλύψαμε κάτι παράξενες «κοντόχοντρες» κόκκινες μπανάνες, με έντονη μπανανίσια γεύση και τις καταβροχθίσαμε με ζήλο.

Προτού αναχωρήσουμε, ενισχύσαμε με μπόλικα δολάρια τους πλανόδιους πωλητές χαϊμαλιών και αυθεντικών (;) σούκα της φυλής των Μασάι.

 Η φυλή των σιδηρουργών

%cf%84anzania-3

Σύμφωνα με το πρόγραμμα, η τρίτη μέρα της περιήγησής μας ήταν αφιερωμένη στις φυλές που ζουν στην περιοχή της λίμνης Εγιάσι. Ξεκινήσαμε, όχι πολύ πρωί, με μία επίσκεψη σε μια φυλή σιδηρουργών. Επρόκειτο ουσιαστικά για μία πολυμελή οικογένεια, που ζει σε μία ευρύχωρη αλλά χαμηλοτάβανη καλύβα, φτιαγμένη από λάσπη και περιττώματα – η δεύτερη είχε πρόσφατα γκρεμιστεί από τη… βροχή.

Η οικογένεια βγάζει τα προς το ζην κατασκευάζοντας αιχμές βελών και απλά κοσμήματα, από μέταλλα που προμηθεύονται από τα γύρω συνεργεία αυτοκινήτων. Μια χαρά ανακύκλωση δηλαδή. Σύμφωνα με τις οδηγίες της Μαίρης, δώσαμε στα πιτσιρίκια καραμέλες και σοκολάτες που είχαμε φέρει από την Ελλάδα, καθώς και μικρά παιχνιδάκια. Οι παρενέργειες του καταναλωτισμού φάνηκαν άμεσα. Τα δύο μικρότερα παιδιά, κουκλιά τα ίδια, άρχισαν να τσακώνονται για ένα ροζ κουκλάκι. Τελικά, με την επέμβαση των μαμάδων τα βρήκαν.

Στο εσωτερικό της καλύβας, μία γυναίκα μαγείρευε πόριτζ σε συνθήκες ασφυξίας. Ο Αρούσα, ο ξεναγός μας στις φυλές της λίμνης, μας εξήγησε διάφορα για τον τρόπο ζωής τους και στη συνέχεια οι άντρες μάς έδειξαν τον πρωτόγονο τρόπο με τον οποίο επεξεργάζονται τα μέταλλα.

Για να φτάσουμε στην επόμενη φυλή, έπρεπε να περπατήσουμε κανένα μισάωρο, στη μέση του πουθενά. Ευτυχώς, η παρέα δεν πτοήθηκε. Φορτωθήκαμε σακίδια, φορέσαμε καπέλα και ξεκινήσαμε, κάτω από τον καυτό αφρικάνικο ήλιο.

Ντατόγκα εναντίον Μασάι

%cf%84anzania-16

Το πέρας της πεζοπορίας μάς αντάμειψε με νέες μοναδικές εμπειρίες. Άλλη μία λασποκαλύβα και ξύλινα μαντριά, περιτριγυρισμένα από άφθονα κατσίκια.

Οι Ντατόγκα είναι βοσκοί, με καταγωγή από το Σουδάν, μάς είπε ο Αρούσα. Μας εξήγησε επίσης πώς η ζωή τους επηρεάστηκε από την ιστορία της χώρας.

Η Τανζανία, πρώην Ταγκανίκα, είχε υπάρξει, όπως όλη η Αφρική, θύμα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, πρώτα των Γερμανών, έπειτα των Βρετανών – εξού και οι βρετανικές επιρροές στην τοπική κουζίνα (σούπες, πόρριτζ, βραστά λαχανικά). Το 1962 όμως απαλλάχθηκε από τους Άγγλους και έγινε προεδρευομένη δημοκρατία.

Ο πρόεδρος Νιερέρε, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει εθνική ταυτότητα, καθιέρωσε μία κοινή γλώσσα, τα σουαχίλι, δεν περιόρισε τις φυλές σε συγκεκριμένες περιοχές και απαγόρευσε με ποινή φυλάκισης τις αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ τους. Έτσι οι Ντατόγκα και οι Μασάι, φυλές βοσκών-πολεμιστών και οι δύο, έπαψαν να αλληλοσφάζονται. Μοναδικός απόηχος της αφρικάνικης «βεντέτας», η φρίκη που καταλαμβάνει τα μέλη των δύο φυλών, στη σκέψη και μόνο της σύναψης γάμου μεταξύ των μελών τους.

Και μια και μιλάμε για γάμους, οι άνδρες των Ντατόγκα, των Μασάι και άλλων εθνικών ομάδων της Τανζανίας είναι πολυγαμικοί. Έτσι, ένα χωριό μπορεί να αποτελείται από έναν άνδρα, τις γυναίκες του και τα δεκάδες παιδιά τους. Αντίστοιχη ήταν η περίπτωση της οικογένειας Ντατόγκα που μας φιλοξενούσε.

Την ώρα που οι γυναίκες έδειχναν στα παιδιά πώς αλέθουν το καλαμποκάλευρο στις μυλόπετρες, μία από όλες άρχισε να μας ρωτάει, με νοήματα και με τη βοήθεια του Αρούσα, ποιος είναι παντρεμένος με ποια και ποια είναι τα παιδιά μας. Όταν της έδειξα, υψώνοντας το δείκτη του ενός χεριού, πόσα παιδιά έχω, γούρλωσε τα μάτια κι έπειτα ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Προφανώς, δεν είχε ακούσει για την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα…

Κι όμως δεν είναι τουριστική «ατραξιόν»

%cf%84anzania-5

Αποχαιρετίσαμε τις πανέμορφες Ντατόγκα και τα παιδιά τους βγάζοντας μπόλικες αναμνηστικές φωτογραφίες, φάγαμε το κολατσιό μας στη σκιά ενός μπαομπάμπ και φύγαμε για τα lodges, στις όχθες της Εγιάσι, όπου θα καταλύαμε το βράδυ. Η ξαφνική μπόρα δεν πτόησε τα κορίτσια που έριξαν μια αναζωογονητική βουτιά στην πισίνα.

Μετά από μια σύντομη ξεκούραση, ξαναβάλαμε τα εξερευνητικά μας ρούχα και ξεκινήσαμε για τους Χατζάμπε.

Ο «άπιστος Θωμάς» της παρέας μουρμούρισε πως κάπου εκεί γύρω θα είναι κρυμμένα τα σπίτια και τα αυτοκίνητά τους. Εγώ, όμως, όταν βρέθηκα σκαρφαλωμένη στον βράχο όπου οι Χατζάμπε, ντυμένοι με δέρματα ζώων, σκάλιζαν τη φωτιά και συζητούσαν με τα «κλικ-κλικ» της γλώσσας των βουσμάνων όχι απλώς ένιωσα πως πρόκειται για την απόλυτα αυθεντική αφρικάνικη εμπειρία, σχεδόν φοβήθηκα.

%cf%84anzania-6

Οι «άγριοι» κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες πάντως, αντίθετα από όσα σκέφτηκε ο «άπιστος Θωμάς», ζουν πράγματι στην ύπαιθρο, κάτω από το ιερό τους δέντρο, το μπαομπάμπ, που το «στολίζουν» με τόξα και υπολείμματα θηραμάτων, και σε σχισμές βράχων.

Αντίθετα επίσης από ό,τι θα περίμενε κανείς, αποδείχθηκαν απίθανα φιλικοί και κοινωνικοί. Μάθαμε, με τη βοήθεια του Αρούσα πάντα, τους μύθους και τα έθιμά τους κι εκείνοι μάς έδειξαν πώς να ανάβουμε φωτιές τρίβοντας ξύλα, να τοξεύουμε με τα τόξα τους – οι Χατζάμπε κυνηγούν άγρια ζώα χρησιμοποιώντας τέσσερις διαφορετικές αιχμές βελών, μία εκ των οποίων είναι βουτηγμένη σε δηλητήριο! – και τελικά χορέψαμε όλοι μαζί τον υπέροχα ρυθμικό κυκλικό χορό τους.

tanzania

Σύμφωνα με το πρόγραμμα που είχαμε συμφωνήσει με τη Μαίρη, θα μέναμε ως αργά με τους Χατζάμπε, για να βγούμε μαζί τους για κυνήγι στη σαβάνα. Όταν όμως οι υπόλοιποι της παρέας συνειδητοποίησαν πως το κυνήγι θα ήταν αληθινό και όχι προσομοίωση, αντέδρασαν σαν να τους είχαν ρίξει νέφτι. Με καταδίκασαν ως ψευτο-φιλόζωη και απαίτησαν να ακυρώσουμε τη «βάρβαρη» δραστηριότητα.

Εγώ, όπως προείπα, ήθελα να ζήσω κάθε δυνατή αφρικανική εμπειρία, δεν ήμουν όμως σίγουρη για το πώς θα ένιωθα όταν θα έβλεπα τον αιμόφυρτο μπαμπουίνο, έστω κι αν ήξερα πως οι Χατζάμπε τον χρειάζονται για να ταίσουν τα παιδιά τους. Έτσι, αν και κάπως απρόθυμα, υποχώρησα. Την αδιαφορία και την άγνοια της φυλής για τις ευκολίες του «πολιτισμού», την εμπεδώσαμε όταν ένας από τους συμπαθέστατους κυνηγούς της φυλής, αυτός με το δέρμα της γαζέλας, κοίταξε έντρομος τα δολάρια που του δώσαμε – χωρίς να τα ζητήσει – κι έπειτα παρακάλεσε τον Αρούσα να του τα αλλάξει με τανζανικά σελίνια, για να αγοράσει αιχμές βελών από τη φυλή των σιδηρουργών.

Το βράδυ κοιμηθήκαμε για πρώτη φορά με τους ήχους της αφρικανικής σαβάνας στ’ αυτιά μας: οι ύαινες δεν έπαψαν στιγμή να ουρλιάζουν.

 Στην «ατέλειωτη πεδιάδα»

%cf%84anzania-21

Τέταρτη μέρα και βάλαμε εμπρός για το επτάωρο ταξίδι μέχρι το εθνικό πάρκο του Σερενγκέτι, την «ατέλειωτη πεδιάδα» στη γλώσσα των Μασάι. Ήμασταν άρρωστοι όλοι, πιθανώς παρενέργεια από τα χάπια της μαλάριας. Παρ’ όλα αυτά δεν πτοηθήκαμε. Σωριαστήκαμε στα τζιπ, με μπόλικα χαρτιά υγείας στις αποσκευές μας, και απολαύσαμε τον ατέλειωτο, μοναχικό χωματόδρομο – διασταυρωθήκαμε μόνο με μερικά τζιπ και ένα-δυο λεωφορεία της γραμμής, σαράβαλα, βαρυφορτωμένα, σαν κι αυτά που βλέπουμε στις ταινίες.

Στην είσοδο του Σερενγκέτι εντυπωσιαστήκαμε από τη χρονοβόρα, είναι η αλήθεια, αλλά τυπικότατη διαδικασία εισόδου στον προστατευόμενο βιότοπο. Στη πορεία θαυμάσαμε, ακόμα περισσότερο, και ζηλέψαμε τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα με την οποία αντιμετωπίζουν οι Τανζανοί τον φυσικό τους πλούτο.

Όπως είχαμε συζητήσει με τη Μαίρη, αυτή ήταν η ιδανική εποχή για να πάει κανείς στο νότιο Σερενγκέτι. Τα αγελαία ζώα που ακολουθούν ετησίως έναν αρχέγονο μεταναστευτικό κύκλο από το Μασάι Μάρα, της Κένυας, στο Σερενγκέτι και πάλι πίσω βρίσκονται την εποχή αυτή εδώ ακριβώς. Κι αυτό αποδείχθηκε. Μπαίνοντας στο πάρκο είδαμε μια-δυο ζέβρες και τρελαθήκαμε να τραβάμε φωτογραφίες, έπειτα… σχεδόν βαρεθήκαμε! Δεξιά κι αριστερά από το δρόμο έβλεπες μυριάδες ζώων, ζέβρες, γκνου, ιμπάλα και γαζέλες κυρίως, αλλά και βούβαλους και καμηλοπαρδάλεις.

%cf%84anzania-9

Εδώ πρέπει να κάνω μία παρένθεση για να μιλήσω για τους οδηγούς μας, τον Χασάν και τον Ίσα. Νεαροί και οι δύο, φοίτησαν σε κολέγιο στο Νταρ ες Σαλάμ, όπου έμαθαν όλα όσα χρειάζεται να ξέρει κανείς για να ξεναγεί τουρίστες στα πάρκα, από ζωολογία μέχρι αλλαγή λάστιχου –  που μας χρειάστηκε τελικά! Ευγενέστατοι, γλυκύτατοι, δεν κουράζονταν να μιλάνε για τα ζώα και να μας εξηγούν όλα όσα βλέπαμε, όπως ότι οι ζέβρες κάθονται «αγκαλιά», με το κεφάλι ακουμπισμένο η μία στην πλάτη της άλλης, για να προσέχουν μην τους τη φέρει κανένα σαρκοβόρο πισώπλατα!

Στο δρόμο για το Κάτι-Κάτι, το tent-camp όπου επρόκειτο να περάσουμε τα δύο επόμενα βράδια, συναντήσαμε και μια οικογένεια ελεφάντων που μας χάρισαν το αποκλειστικό προνόμιο να κάνουν, σε απόσταση αναπνοής από εμάς, το απογευματινό τους λασπόλουτρο. Το θέαμα του ελεφαντάκου που, προσπαθώντας να μιμηθεί τους μεγάλους, τσαλαβουτούσε στο νερόλακκο και έμπλεκε τα πόδια του στην προβοσκίδα του θα μας μείνει αξέχαστο.

 Αγκαλιά με τους βούβαλους

%cf%84anzania-10

 Ότι το Κάτι-Κάτι είναι ένα μικρό camp με 8 μόνο σκηνές και ότι δεν υπάρχει περίφραξη το ξέραμε ήδη. Βέβαια, από την ασφάλεια του αθηναϊκού καναπέ μας η ιδέα μάς φαινόταν συναρπαστική. Όταν όμως φτάσαμε και άρχισαν να μας εξηγούν με έμφαση τι έπρεπε και τι δεν έπρεπε να κάνουμε με έλουσε κρύος ιδρώτας. Για κάθε μετακίνηση μετά τη δύση του ήλιου έπρεπε να μας συνοδεύουν οι αρμόδιοι Μασάι, πηγαίνοντας στις σκηνές μας έπρεπε να πατάμε μέσα από το μονοπάτι γιατί εκατοστά πιο έξω κυκλοφορούσαν φίδια, τα κάθε είδους τρόφιμα απαγορεύονταν αυστηρά στη σκηνή γιατί υπήρχε φόβος να τη ροκανίσουν ποντίκια και από την τρύπα να εισβάλλει οποιοδήποτε άγριο ζώο. «Θα επιβιώσουμε;» ρώτησα όταν ο υπεύθυνος του camp ολοκλήρωσε την ενημέρωση.

Τελικά όχι απλά επιβιώσαμε, ζήσαμε μια εμπειρία συγκλονιστική. Το ποτό γύρω από τη φωτιά, ο μαύρος νυχτερινός ουρανός με τα τρισεκατομμύρια αστέρια, το υπέροχο φαγητό με τον γύπα να σε κοιτάζει από το κλαδί, το ουρλιαχτό της λέαινας που σου τρυπάει τον χωρίς όνειρα ύπνο… Τη στενή επαφή με την άγρια πανίδα ενέτεινε στην πλαϊνή σκηνή ένας βούβαλος που έσπρωχνε τα κρεβάτια, ξύνοντας την πλάτη του στο σκληρό ύφασμα της σκηνής!

 Εκεί όπου τα ζώα μας ανέχονται

Το βράδυ ήταν δύσκολο – οι παρενέργειες από τα χάπια της Μαλάριας συνεχίζονταν, ο ύπνος αποσπασματικός. Παρ’ όλα αυτά πεταχτήκαμε από τα κρεββάτια στις 5, φάγαμε πρωινό και ξεκινήσαμε αρματωμένοι σαν αστακοί με κάμερες και φωτογραφικές μηχανές.

Το Σερενγκέτι φάνηκε γενναιόδωρο μαζί μας. Εκτός από τα φυτοφάγα, που πλέον δεν μας έκαναν εντύπωση, είδαμε λέαινες που ραχάτευαν κάτω από τα δέντρα, ένα ηλικιωμένο αρσενικό λιοντάρι, απομονωμένο πια από την αγέλη, να περιμένει τον αιώνιο ύπνο, ένα άλλο, νεαρό, που ζευγάρωνε και πρόβαλλε κάθε τόσο το περήφανο κεφάλι του από τη χαμηλή βλάστηση, κροκόδειλους, ιπποπόταμους, ύαινες, μπαμπουίνους, φακόχοιρους – συγγενείς του «Πούμπα» από την ταινία ο «Βασιλιάς των Λιονταριών»!

%cf%84anzania-30

Οι οδηγοί μας είχαν προειδοποιήσει ότι μπορεί να μη δούμε λεοπαρδάλεις. Αποτελούν σπάνιο θέαμα, γιατί δεν συνηθίζουν να πλησιάζουν τα μονοπάτια όπου κινούνται τα τζιπ των επισκεπτών. Η πραγματικότητα όμως, και η τύχη μας, τους διέψευσαν. Δεν είδαμε ένα, είδαμε τέσσερα από τα μαγευτικά αιλουροειδή, δύο εκ των οποίων μας χάρισαν απρόσμενες στιγμές.

Μία νεαρή λεοπάρδαλη μας επέτρεψε να παρακολουθήσουμε την τεχνική προσέγγισης μιας γαζέλας που έβοσκε ανέμελη, εγχείρημα αργό, προσεκτικά μελετημένο που τελικά δεν στέφθηκε με επιτυχία, η δεύτερη πέρασε με βασιλική μεγαλοπρέπεια ανάμεσα από τα τζιπ με όλους εμάς, τους χαζεμένους τουρίστες να την κοιτάζουμμε άναυδοι και να φωτογραφίζουμε.%cf%84anzania-13

Αξίζει εδώ να κάνω άλλη μία παρένθεση για να μιλήσω για τον τρόπο με τον οποίο συνεργάζονται οι οδηγοί που ξεναγούν τουρίστες στο πάρκο. Ζώα όπως οι λεοπαρδάλεις και τα τσιτάχ, ελληνιστί γατόπαρδοι, εμφανίζονται σπάνια, έτσι όποιος οδηγός εντοπίσει κάποιο ειδοποιεί όλους όσους βρίσκονται στο πάρκο, όλους, όχι μόνο του δικού του πρακτορείου, μέσω ενός συμφωνημένου κώδικα, που τους βοηθάει να καταλάβουν πού ακριβώς βρίσκεται το ζώο.

Η ζηλευτή αυτή αλληλεγγύη εκφράζεται και σε άλλες περιστάσεις, αν για παράδειγμα πάθει κανείς λάστιχο ή πέσει σε λακκούβα. Εμείς, είδαμε και μια «παράνομη» εκδοχή της. Τα τζιπ απαγορεύεται να βγαίνουν από τους χαραγμένους χωματόδρομους, για να μην ενοχλούν τα ζώα. Όταν όμως εντοπίσαμε τα τσιτάχ, λίγο πιο μέσα από το δρόμο, οι οδηγοί συνεννοήθηκαν και ξαφνικά όλα τα τζιπ ταυτόχρονα όρμησαν στον απαγορευμένο χώρο, δίνοντας μας την ευκαιρία να πλησιάσουμε, έστω και για ελάχιστα δευτερόλεπτα, τα ντροπαλά αιλουροειδή.

Η αίσθηση εκείνης, της προηγούμενης και της επόμενης ημέρας στο Σερενγκέτι ήταν ότι κινούμασταν σε μια άλλη διάσταση, σε άλλο χώρο και χρόνο, σαν σε μια γυάλινη κάψουλα που περνά απαρατήρητη από τα ζώα. Οι πεδιάδες της Αφρικής είναι δικές τους, είναι το σπίτι τους, εκεί ζουν, με τον ίδιο τρόπο, από την αρχή του κόσμου. Απλά μάς επιτρέπουν μεγαλόψυχα να τριγυρνάμε με τα τζιπ μας για να συλλέγουμε εικόνες που κινδυνεύουν να εκλείψουν από τον πλανήτη, με δική μας, των ανθρώπων, φυσικά, υπαιτιότητα.

Εκεί όπου περπάτησαν οι πρώτοι ανθρωπίδες

%cf%84anzania-27

Οι ώρες πέρναγαν ονειρικά γοργά και θέλοντας και μη αποχαιρετίσαμε το Σερενγκέτι. Στο δρόμο για τα lodges στις παρυφές του Νγκορονγκόρο περάσαμε από το εξωπραγματικό φαράγγι Ολντουβάι, όπου δύο θρυλικοί αρχαιολόγοι, ο Λούις και η Μαίρη Λίκι, ανακάλυψαν πανάρχαια κρανία δίποδων προγόνων του «Σοφού Ανθρώπου». Την σύντομη ενημέρωση από τον ξεναγό του αρχαιολογικού χώρου ακολούθησε μία εξίσου σύντομη επίσκεψη στο μικρό μουσείο, όπου εκτίθεται φωτογραφικό κυρίως υλικό, γιατί τα παιδιά δεν έβλεπαν την ώρα να φύγουμε. Άξιζε πάντως τον κόπο. Μόνο και μόνο η ιδέα ότι αντικρίσαμε το ίδιο τοπίο με αυτό που αντίκριζαν δύο εκατομμύρια χρόνια πριν οι πρώτοι δίποδοι χρήστες εργαλείων ήταν αρκετή.

Χορεύοντας με τους Μασάι

%cf%84anzania-15

Η τελευταία φυλή που θα βλέπαμε στην Τανζανία ήταν οι Μασάι. Η επίσκεψη ήταν προαιρετική, γιατί η Μαίρη θεωρούσε πως τα χωριά που βρίσκονται κοντά στα πάρκα είναι υπέρ του δέοντος τουριστικά και είχε δίκιο. Αντίθετα με τις άλλες φυλές, οι Μασάι μάς περίμεναν με το χέρι απλωμένο: 20 δολάρια το κεφάλι για να μπούμε στο χωριό τους!

Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι από εμάς το αποφασίσαμε. Πριν την είσοδο χορέψαμε μαζί τους έναν τελετουργικό χορό, που για τους άντρες και τα αγόρια περιλαμβάνει ουρανομήκη πηδήματα, και έπειτα μπήκαμε στο χωριό.

Ήταν ιδέα μας, δεν ήταν, οι καλύβες τους μας φάνηκαν πιο πνιγηρές από όσες είχαμε δει μέχρι τότε. Μία απ’ όλες έπαιζε το ρόλο του σχολείου. Ο δάσκαλος σήκωσε τον πιο καλό τον μαθητή, προφανώς, έναν λιλιπούτειο εκκολαπτόμενο Μασάι, που μας απήγγειλε με στεντόρεια φωνή τα νούμερα μέχρι το 20 στα αγγλικά.

%cf%84anzania-14

Σε κάθε βήμα ο συνοδός μας μάς παρότρυνε να τραβήξουμε φωτογραφίες, όταν επιχειρήσαμε όμως να φωτογραφίσουμε μία ομάδα αγοριών με καφέ σούκες και πρόσωπο βαμμένο με ασπρόμαυρα σχέδια μας το απαγόρευσε. Όχι γιατί ήταν «ταμπού» αλλά γιατί ήθελε κι άλλα δολάρια! Τα αγόρια, όπως ήδη ξέραμε από τον Χασάν και τον Ίσα, τους οδηγούς μας, ήταν υποψήφια ενήλικα μέλη της φυλής. Παλαιότερα, στο πλαίσιο της τελετής ενηλικίωσης έπρεπε να σκοτώσουν ένα λιοντάρι. Τώρα, φεύγουν από το χωριό, με συγκεκριμένη περιβολή και τελετουργικό βάψιμο, και περιπλανιούνται έξι μήνες με ένα χρόνο στη σαβάνα, για να μάθουν να επιβιώνουν μόνα τους.

Λίγο πριν φύγουμε, ο πατριάρχης του χωριού μάς παρακάλεσε να δούμε ένα άλλο αγόρι, μικρότερο, με μία τεράστια χαίνουσα πληγή στο μπράτσο, από ακόντιο όπως μας εξήγησε. Μας ζήτησε αντισηπτικό κι εμείς του δώσαμε ό,τι είχαμε, μεταξύ άλλων και ένα αντιβιοτικό σπρέι, εξηγήσαμε όμως πως πρέπει να πάει το παιδί στο νοσοκομείο. Ο αρχηγός ένευσε καταφατικά, χωρίς να μας πείσει για τις προθέσεις του.

Φύγαμε από το χωριό των Μασάι με μία αίσθηση «Ντίσνευλαντ», συνδυασμένη με ένα φούντωμα της «ενοχής του τουρίστα» σε χώρα του «αναπτυσσόμενου κόσμου». Όσα για τους περαστικούς επισκέπτες είναι ωραίο να παραμένουν ως έχουν, για τους μόνιμους κατοίκους συνεπάγονται δυσκολίες και προβλήματα, συχνά θανατηφόρα.

Ένα αυθεντικό «Τζουράσικ Παρκ»

%cf%84anzania-18

Το Νγκορονγκόρο ήταν σχεδόν μια επανάληψη του Σερενγκέτι όσον αφορά τα ζώα, μοναδικό ωστόσο ως τοπίο. Ο πελώριος ολοστρόγγυλος κρατήρας, δημιούργημα ηφαιστείου, έμοιαζε χαραγμένος με διαβήτη. Φτάσαμε ξημερώματα, την επόμενη μέρα, και απολαύσαμε το κατέβασμα στον προστατευόμενο βιότοπο. Η διαφορά του με το Σερενγκέτι είναι ότι στην περιφέρειά του επιτρέπεται να ζουν Μασάι. Παλαιότερα, είχαν την άδεια να βόσκουν τα κοπάδια τους μέσα στον κρατήρα. Αποφασίστηκε ωστόσο ότι η παρουσία τους εκεί ενοχλούσε τα ζώα – αν και οι Μασάι φημίζονται για τις καλές τους σχέσεις με τα σαρκοβόρα – και έτσι άνθρωποι σήμερα μπαίνουν στον κρατήρα μόνο ως επισκέπτες.

Όταν ο ήλιος ανέβηκε λίγο παραπάνω στον ουρανό, το τοπίο μετατράπηκε σε σκηνικό από ταινία. Τα χρώματα έγιναν έντονα, σαν ψεύτικα: ο ουρανός πιο μπλε από μπλε, το γρασίδι φωσφοριζέ σχεδόν.

%cf%84anzania-19

Απολαύσαμε ένα χαλαρό φωτογραφικό σαφάρι, εμπλουτισμένο με μία ειδυλλιακή λίμνη γεμάτη ιπποπόταμους που έβγαζαν τις αστείες κραυγές τους.

Λίγο μετά το μεσημέρι αναχωρήσαμε. Βγήκαμε απρόθυμα από τα πάρκα, σκεπτόμενοι όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις πως δεν γλιτώνεις. Όλα τα ωραία έχουν ένα τέλος. Φάγαμε το μεσημεριανό μας στην πύλη εξόδου, όπου φωτογραφίσαμε μερικούς ενδιαφέροντες φτερωτούς κατοίκους της Αφρικής, ανάμεσά τους έναν που τιτιβίζει σαν σκουριασμένος μηχανισμός τέντας!

Το ίδιο βράδυ στην Αρούσα, στο δείπνο, κάναμε τον απολογισμό μας. Το ταξίδι ήταν συγκλονιστικό. Η Αφρική έγινε για μας όχι απλά μια συλλογή από εικόνες και εμπειρίες ζωής αλλά και ένας κρίκος που θα μας ένωνε και θα μας έφερνε συνέχεια κοντά τους επόμενους μήνες στην Αθήνα.

Η αξέχαστη γνωριμία με την Τανζανία έκλεισε με ένα εξίσου αξέχαστο φινάλε. Το αεροπλάνο μας, που υψώθηκε στον ουρανό με κατεύθυνση την Κένυα, πέρασε ξυστά από την κορυφή του Κιλιμάντζαρο, που καλημέριζε τον αφρικάνικο ήλιο.

Μέσω
Φωτογραφίες, Κείμενο: Κατερίνα Σέρβη

Κατερίνα Σέρβη

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ-ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΟΣ-ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ Γεννήθηκε το 1966 στην Αθήνα και σπούδασε αρχαιολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά τις σπουδές της εργάστηκε για 1,5 χρόνο στο Υπουργείο Πολιτισμού, στο τμήμα Δημοσιευμάτων του Τ.Α.Π. Έπειτα, αποχώρησε από το δημόσιο και μπήκε στο μαγικό κόσμο της διαφήμισης, όπου εργάστηκε επί σειρά ετών ως κειμενογράφος και creative group head. Παράλληλα άρχισε να γράφει αρχαιολογικούς οδηγούς και παιδικά βιβλία. Από το 2004 δουλεύει ως ανεξάρτητη κειμενογράφος, συγγραφέας και μεταφράστρια. Από τα παιδικά της βιβλία, το graphic novel "Στη Μάχη του Μαραθώνα" απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Βιβλίου Γνώσεων 2015, ενώ τα "Μισή Μαγική Ώρα στους Δελφούς" και "Αρχαιολόγος από Κούνια" είχαν συμπεριληφθεί στις Βραχείες Λίστες για το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Βιβλίου Γνώσεων 2005 και 2014 αντιστοίχως. Εκτός από τα βιβλία, την αρχαιολογία και την ιστορία, αγαπά με πάθος τα ταξίδια και τα ζώα, οικόσιτα και άγρια.

Σχετικά Άρθρα

Back to top button