Να χαίρεστε την αγάπη σας

Επέστρεφαν, μ’ ένα από τα πρώτα αυτοκινούμενα τροχόσπιτα που είχαν βγει στην ελληνική αγορά, από ένα ταξίδι στην Πελοπόνησο.
Του το είχαν δώσει για να κάνει το test drive, αφού τότε εργαζόταν σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας. Η εταιρεία ενδιαφερόταν για τη διαφήμιση, αυτός για ένα ακόμα ταξίδι μ’ ένα κορίτσι που λάτρευε.
«Γύφτο» τον αποκαλούσε εκείνη, αφού, όπου γης και πατρίς, της έλεγε και την παρέσυρε κάθε τρεις και λίγο να αμολιούνται στους δρόμους. Με το τραπεζάκι και τις καρέκλες που δίπλωναν, κάτω από τα αρμυρίκια ή τα πεύκα, βασιλικά γεύματα ή δείπνα, να τρώνε με τα μάτια τους ο ένας τον άλλο ενώ η μυρουδιά από τις ομελέτες με κρεμμύδια και πιπεριές αναστάτωνε τα εκάστοτε κάμπινγκ.
‘Όμως στο ταξίδι με το αυτοκινούμενο δεν υπήρχαν κάμπινγκ παρά μόνο η ελευθερία του «παρκάρω όπου θέλω, κοιμάμαι όπου μου καπνίσει».
Είχαν αγοράσει μια τεράστια πατάτα από τις τσιγγάνες που τις ξέθαβαν από τα χωράφια μετά το Άργος, την έτρωγαν τηγανιτή τρεις μέρες. Πήραν τυρί και φρούτα από τα κιόσκια, μια γιαγιά τους έδωσε ζυμωτό ψωμί που είχε ψήσει. Τη σταύρωσαν να της το πληρώσουν, δεν ήθελε, «να χαίρεστε την αγάπη σας», είπε και δάκρυσε.
Στη Φοινικούντα αυτός παραλίγο να γκρεμίσει ένα χαμηλό μπαλκόνι, δεν είχε υπολογίσει καλά το ύψος του οχήματος, πάτησαν τις φωνές οι γείτονες, πήρε αλλιώς το τιμόνι.
Όμως η καλύτερη στιγμή του ταξιδιού ήρθε στην επιστροφή, δυο ανάσες πριν την Πάτρα. Είχε θυμώσει ο καιρός, περπατούσαν τα σύννεφα λίγο πιο πάνω από τα κύματα, όταν πάρκαραν με την όπισθεν πάνω από μια έρημη παραλία. Έστρωσαν να φάνε ενώ έπεφτε το δειλινό, μετά μάζεψαν και το τραπέζι που χαμήλωνε και ενωμένο με τους καναπέδες γινόταν διπλό κρεβάτι. Αγαπήθηκαν εκεί κι εκείνος μια έσκυβε το κεφάλι κι έβλεπε το πρόσωπό της και μια το σήκωνε κι έβλεπε τους αφρούς στο ανταριασμένο πέλαγος. «Θεέ μου», της είπε «τόση ευτυχία δεν αντέχεται, να πεθάνω τώρα θέλω».