Τα έρμα τ΄Αναφιώτικα

Προφανώς ο ξυλουργός Γιώργος Δαμίγος και ο χτίστης Μάρκος Σιγάλας, δεν μπορούσαν να φανταστούν τι θα συνέβαινε στο απώτερο μέλλον, όταν έχτιζαν τα όμορα αυθαίρετα σπιτάκια τους στη Βορειοανατολική πλευρά του βράχου της Ακρόπολης. Και πως να το φανταστούν βέβαια αυτοί οι δυο κάτοικοι της ταπεινής κυκλαδίτικης Ανάφης που είχαν έρθει στην Αθήνα να βγάλουν μεροκάματο;
Ο Γιώργος και ο Μάρκος (ας μου επιτραπεί η οικειότητα) έδωσαν γραμμή και σ’ άλλους πατριώτες τους, που αυθαιρετούντες και αυτοί έχτισαν τα λιλιπούτεια σπίτια τους με ότι υλικό βρήκαν επί τόπου, αρχαία πέτρα ή μάρμαρο. Τα έχτισαν όπως τα γνώριζαν απ’ το νησί τους, για να μην κουράζονται δε οι νοικοκυρές να διασχίζουν φαρδιές ρούγες (“μου τέλειωσε το σέλινο” ή “μου έσπασαν τη μύτη οι κεφτέδες σου”) τα ανηφορικά σοκάκια ανάμεσα στα σπίτια έγιναν στενότατα, ν’ ανοίγεις τα χέρια και να πιάνεις τους αντικριστούς τοίχους, να τα κλείνεις και ν’ αγκαλιάζεις την ομορφιά.
Κι έτσι έγιναν τα Αναφιώτικα, πάνω από την Πλάκα, που κάτι μου λέει πως δεν γνωρίζουν όλοι οι Αθηναίοι, μαζί κι οι δυο τους Άγιοι, ο Συμεών στην οδό Θεωρίας και ο Γεώργιος των Βράχων στη Στάτωνος. Σαράντα πέντε από αυτά επιζούν ως σήμερα, διατηρητέα τα θέλει ο νόμος και ως διατηρητέα ερειπώνονται.
Παρά ταύτα, μεσημεράκι Σαββάτου, όταν ο ήλιος που έπαιζε κρυφτούλι με τα σύννεφα, κέρδιζε το παιχνίδι, έλαμπαν οι ώχρες, ο ασβέστης το κόκκινο του σκοτωμένου αίματος και το μπλε του κοβαλτίου.
Και τεμπέλιαζαν υπέροχα οι γάτες στις επίπεδες στέγες, πλήθος από δαύτες, βασίλισσες αδιαμφισβήτητες της περιοχής, όπου στα σίγουρα βρίσκουν να κυνηγήσουν. Μια λευκή τριανταφυλλιά ήταν κατάφορτη αλλά τον τόνο έδιναν οι τενεκέδες με τα φτωχά γεράνια.
Κρεμασμένες σε κάποιες αυλές ή και στα σοκάκια επάνω οι μπουγάδες κι αίφνης δυο μυρουδιές, “πατάτες τηγανίζουν”, είπαμε και λίγο πιο κάτω “τσιγαρίζουν σκόρδο”. Βγαίνοντας προς την Πλάκα θαυμάσαμε τη γιγάντια δάφνη στο Παλιό Πανεπιστήμιο, ικανή να νοστιμίσει όλες τις κατσαρόλες με φακές των Αθηναίων κι ύστερα βιαστικοί και πεινασμένοι διασχίσαμε την πλατεία Μοναστηρακίου, όπου ένα λευκό κοριτσάκι, όχι πάνω από έξι χρόνων, ακολουθούσε με άνεση τον ρυθμό ενός τύμπανου που έπαιζε ένας μαύρος, ωραία απάντηση στους ηλιθίους με τις σβάστικες.
Αφήσαμε τον οβολό μας κι ύστερα μπήκαμε στου Ψυρρή για μεσημεριανό.