Travel StoriesΕλλάδα
‘Αλλος για τη Λάρισα;

Το κρύο βαρύ. Οι λέξεις πάγωναν πριν προλάβουν να βγουν από το στόμα. Χιονιάς!
Στο σταθμό Λαρίσης, το επιβατικό κοινό πολυπληθές, λόγω των γιορτινών ημερών. Όλος αυτός ο κόσμος, στριμωγμένος στο καφέ και στην αίθουσα αναμονής και στις αποβάθρες, ελάχιστοι θεριακλήδες.

Η φωνή από τα μεγάφωνα ήταν σαν ηλεκτρικό ρεύμα που μας χτύπησε και, ξαφνικά, ο
σταθμός γέμισε από ενέργεια που, μέχρι πριν λίγα λεπτά, δεν ήταν παρούσα. Το τρένο μπήκε
στο σταθμό, στην πρώτη γραμμή, και περίμενε την επιβίβασή μας.
Οι άνθρωποι, με τα μπαγκάζια τους, περπατούσαν κατά μήκος του συρμού, ψάχνοντας να
βρουν το βαγόνι τους για να επιβιβαστούν. Σε λίγο, η αμαξοστοιχία άρχισε να τσουλάει πάνω
στις ράγες. Οι αποχαιρετισμοί της τελευταίας στιγμής, με τα χεριά να κινούνται σαν
υαλοκαθαριστήρες, είχαν τη δική τους φόρτιση. Ματιές που έκρυβαν την επιθυμία να μην
εγκαταλείψουν τους αγαπημένους τους.
Στάθηκα τυχερός γιατί, παρά το γεγονός ότι το τρένο ήταν γεμάτο, η διπλανή μου θέση
παρέμεινε άδεια μέχρι τον τόπο προορισμού μου. Αυτό μου επέτρεψε να σηκώνομαι και να
κάθομαι όποτε θέλω, χωρίς να ενοχλώ κάποιον, και έτσι να μπορώ να φωτογραφίζω χωρίς
προσκόμματα και, φυσικά, αλλάζοντας το περιορισμένο, ούτως ή άλλως λόγω χώρου, οπτικό
μου πεδίο και πλάνο. Αυτή η τύχη με εγκατέλειψε όμως στην επιστροφή.
Το φωτογραφικό μου “οδοιπορικό” εντός του τρένου δε είχε μεγάλη διάρκεια, παρά το
τετράωρο ταξίδι. Οι φωτογραφικές “σταθερές” παρέμειναν σταθερές, χωρίς εναλλαγές που να
μπορούν να σαγηνεύσουν το μάτι και να το κρατήσουν σε φωτογραφική εγρήγορση. Το τοπίο
έξω, χιονισμένο, άλλαζε με ταχύτητα, αλλά πάντα σε λευκό φόντο.
Ευτυχώς, το βαγόνι του καφέ ήταν το αμέσως προηγούμενο κι έτσι οι βόλτες μου, τόσο για
ξεμούδιασμα, όσο για αναζήτηση διαφορετικών λήψεων, ήταν σύντομες και κοντινές. Μετά τις
φωτογραφικές μου ανησυχίες, είπα να βυθιστώ στο πέλαγος των λέξεων και των εννοιών του
βιβλίου μου, αλλά το μόνο που κατόρθωσα ήταν να βυθιστώ στην αγκαλιά του Μορφέα.
Ξύπνησα με τη φωνή να ανακοινώνει, μέσα από τα μεγάφωνα, ότι θα σταματήσουμε για λίγα
λεπτά για να αλλάξουμε μηχανή. Το τρένο, μέχρι τον Παλαιοφάρσαλο, κινείται με πετρέλαιο
και, στη συνέχεια, η μηχανή γίνεται ηλεκροκινητη. Δηλαδή, ο ηλεκτρισμός στον Ο.Σ.Ε έφτασε
και σταμάτησε λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα της θεσσαλικής πρωτεύουσας!

Μετά από τέσσερις και κάτι ώρες, το τρένο μπήκε στο σταθμό της Λάρισας, που ήταν και ο
τελικός μου προορισμός.
Θυμάμαι, από μικρό παιδί, να ταξιδεύουμε οικογενειακώς με το τρένο από Θεσσαλονίκη για
Λάρισα. Στο παιδικό μου μυαλό, αυτό το ταξίδι έπαιρνε μυθικές διαστάσεις!
Στη συνέχεια, στα χρόνια της παραμονής μου στο εξωτερικό, ήταν το αγαπημένο και το πιο
πρακτικό μέσο μεταφοράς. Είναι αλήθεια ότι η ευχαρίστηση και η ηδονή, θα έλεγα, που
εξακολουθώ να νιώθω όταν, σπάνια πλέον, ταξιδεύω με τρένο προέρχεται, κατά πάσα
πιθανότητα, από τα παιδικά μου χρονιά και την αίσθηση ελευθερίας που, έτσι κι αλλιώς, σου
δίνει το ταξίδι…