Οι ατάσθαλες όχθες των πληγωμένων δρόμων
Να ξεδιπλώνεις φύλλα που από την βροχή έχουν διπλώσει, να κοιτάς το …πέρα ενός σκεπασμένου ουρανού, που μέρες τώρα ετοιμάζεται.
Το 4Χ4 του Τάσου μπαινοβγαίνει στα σωθικά του (ένας θεός να τον κάνει) δρόμου. Εγώ να σκέφτομαι το μποτιλιάρισμα που θα έχει αυτή την ώρα στην Κηφισίας και να χαμογελάω χαιρέκακα.
Από την μιά τα γκρέμνια, από την άλλη, κάτι ατάσθαλες όχθες να “τρώνε” τα χώματα από τις ρίζες των δένδρων που από πάνω τους ορθώνονται σαν σύγχρονα γλυπτά.
Το διαβρωμένο έδαφος γλιστράει και ξεφεύγει, έτσι τα δένδρα βγάζουν ρίζες μακριές και ψάχνονται σε πιο σίγουρα χώματα. Πολλές από αυτές αιωρούνται στο μεταίχμιο ενός ταριχευμένου χρόνου.
Πολλά χρόνια τώρα.
Από τότε που θύμωσε ο Δίας και έκανε την Ροδόπη και τον Αίμο από βασιλιάδες, βουνά.
Ο Τάσος όπως πάντα ψύχραιμος και λιγομίλητος, ξεπερνάει τους νερόλακκους, τα φαγώματα και τα χαντάκια με ξεχωριστή δεξιοτεχνία. Εγώ μαγεμένος από ότι χωράει στα μάτια μου, σε αυτό τον τόπο με την σπουδαία βιοποικιλότητα, σε τούτο το χώμα που ανθίζει μυστικά ο Κρίνος της Ροδόπης. Μένω εκστασιασμένος από τα φυλλοβόλα στην άκρη των όχθων. Βοηθάει το φόντο του ουρανού, εντυπωσιακό, απόλυτο, θυμωμένο. Για ώρες τώρα γυρίζουμε σε αυτά τα χωμάτινα ποτάμια του ορεινού όγκου της Ροδόπης και λες και δεν υπάρχει εδώ η μυρωδιά καν του ανθρώπου. Μόνο κάτι χαλάσματα, ερείπια, που συναντάμε, αφήνουν σημάδια πως κάποτε εδώ υπήρχε ανθρώπινη παρουσία.
Τα μάτια μου καρφωμένα στα δένδρα. Όσο τα παρατηρώ, τόσο μειώνεται ο σεβασμός μου στην ανθρώπινη υπόσταση. Ποιο ανθρώπινο σώμα θα άντεχε εδώ πάνω τόσα χρόνια;
Πολλά από αυτά κεραυνοβολημένα. Άλλα νεότερα, ατίθασα, τσαμπουκαλεμένα, πάνε και φυτρώνουν στην κόψη. Στέλνουν τις ρίζες τους στα πλευρά και πιάνονται και στεριώνουν.
Ποιος άνθρωπος θα συνέχιζε με ρίζες στο πουθενά του αέρα, στα χασίματα;
Το κατέβασμα στον “κόσμο” ημερεύει σιγά σιγά. Φάνηκε η γυαλάδα της Βιστωνίδας, η αγκαλιά της θάλασσας πιο πέρα και έρχονται στο νου μου οι στίχοι από το “ΔΕΝΔΡΟ” του Κώστα Καρυωτάκη:
“Με αδιάφορο το μέτωπο και πράο,
Τα δείλια, τις αυγές θα χαιρετάω.
Δένδρο θα στέκoμαι,
Όμοια να κοιτάζω την θύελλαν
Ή του ουρανού το γαλάζιο.
Είναι η ζωή, θα λέω
Το φέρετρο όπου λύπη,
Χαρά τελειώνουνε του ανθρώπου”.