Σαν βγεις στον πηγαιμό για Κύμη, φτάνεις στη Χήλη!!!
Μυρωδιές από φρέσκια ρίγανη, χαμομήλι παντού, χαμογελαστοί, φιλόξενοι άνθρωποι, μια πόλη γεμάτη φως.
Είναι η Κύμη που όταν πηγαίνεις για πρώτη φορά σε ξετρελαίνει, σε μαγεύει, σε ηρεμεί. Χαλαροί ρυθμοί, ωραία μαγαζάκια με τοπικά προϊόντα, παραδοσιακά γλυκά κι οι πιο νόστιμοι και ψαγμένοι μεζέδες που μπορείς να γευτείς χωρίς καν να κουραστείς.
Επάνω στην πεζοδρομημένη κεντρική πλατεία που δεν ξεχωρίζει από το προαύλιο της εκκλησίας, κάτω από πλατάνια ο Φάνης κι ο Γιώργος έχουν καταφέρει να προσφέρουν το …Άλλο. Θα σε υποδεχτούν, θα ανοίξουν το σπίτι τους, θα σε κεράσουν τα καλούδια που έχει επιμεληθεί ο σεφ του μαγαζιού αλλά κι η γλυκιά μανούλα του Φάνη. Και όχι μόνο, θα σε ξανακαλέσουν να σε φιλοξενήσουν!
Κι όταν θα φύγεις λίγο ζαλισμένος από τα τσιπουράκια και τις μεθυστικές γεύσεις θα πέσεις πάνω στην προτομή του διάσημου γιατρού κι ερευνητή Γεώργιου Παπανικολάου, διότι για όσους δεν το γνωρίζουν είναι γέννημα θρέμμα της Κύμης. Το σπίτι του μάλιστα είναι πιο κάτω από την πλατεία σε ένα πεζοδρομημένο στενό, επιβλητικό αλλά λιτό και ταπεινό, χωρίς περίσσιο στόλισμα.
Μια βόλτα επιβάλλεται κι έξω από την πόλη της Κύμης, στο λιμάνι. Εκεί βέβαια το σκηνικό αλλάζει. Κατά μήκος του λιμανιού απλώνονται όλο ψαροταβέρνες και καφετέριες κακής ή έστω μέτριας αισθητικής με μπόλικες δόσεις πλαστικής καρέκλας, με φώτα νέον στα μπαράκια που σε καλούν να διασκεδάσεις μέχρι τέλους.
Ωστόσο, για να μην είμαστε και τόσο αυστηροί σε αποζημιώνει το απέραντο μπλε της θάλασσας. Αλλά μέχρι εκεί. ‘Επειτα από λίγο θέλεις να ξαναγυρίσεις στο κέντρο. Εκεί στην πλατεία με τα καφενεία και τους ντόπιους να συζητάνε ήρεμα. Σαν να μην συμβαίνει τίποτε κακό εκεί. Σα να έχουν ξορκίσει όλα τα στραβά κι ο χρόνος κυλά γαλήνια. Και πώς να μην είναι ήρεμοι. Έχουν μας λένε τον καλύτερο γιατρό, τον Κώστα, κι έτσι είναι ήρεμοι.
Ο Κώστας κάθεται στο τραπέζι μας και μαζί με την φίλη μας την Χαρά μας μιλάνε για την ζωή τους εκεί. Είναι δυο νέα παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αθήνα, σπούδασαν κι οι δυο στο εξωτερικό, ιατρική ο Κώστας κι αρχιτεκτονική η Χαρά, κι αποφάσισαν να γυρίσουν στο τόπο καταγωγής των γονιών τους. Χαλαροί, ευτυχισμένοι και δοτικοί, μας προσκαλούν στο σπίτι τους στο ορεινό χωριό Σέτα.
Είναι ένας ορεινός οικισμός της Εύβοιας, χτισμένος σε υψόμετρο 740 μέτρων στην νότια πλαγιά του Ξηροβουνιού κι είναι ο υψηλότερος οικισμός της Εύβοιας. Χωριό πανέμορφο, καταπράσινο, ήσυχο με λίγους αλλά καλούς κατοίκους.
Γνήσιο μέλι, χαμομήλια που τα βρίσκεις επάνω στον δρόμο σου και σκύβεις και μαζεύεις, βύσσινα που μπορείς να κόψεις από δέντρα στα μονοπάτια που διαβαίνεις.
Οι εκπλήξεις έρχονται η μια μετά την άλλη. Το σπίτι της Χαράς και του Κώστα, δεν έχει μόνο υπέροχη θέα στο βουνό, έχει κι ένα κήπο με δικά τους λαχανικά. Έτσι χωρίς να το καταλάβουμε καθόμαστε στο τραπέζι τους και αρχίζουν να έρχονται μπροστά μας πιάτα με καταπράσινες σαλάτες –πάντα από τον κήπο- μακαρονάδα με σάλτσα αλά Κώστα με αγνά υλικά πάλι από τον κήπο, ενώ τα ποτήρια μας γεμίζουν με κρασί δικό τους, από μερικά αμπέλια που έχουν. Σκέτος παράδεισος κι ένα βράδυ όχι μόνο με γεύση αλλά γεμάτος μουσική, αφού η Χαρά έχει τέλεια φωνή (κάποτε τραγουδούσε σε ένα ρεμπετάδικο στην πλατεία Εξαρχείων) κι ο Κώστας παίζει κιθάρα.
Μα αυτά τα παιδιά τα έχουν όλα; αναρωτιόμαστε αλλά την ίδια ώρα σκεφτόμαστε ότι τους αξίζουν. Γιατί είναι άνθρωποι αγνοί, γεμάτοι θετικοί ενέργεια. Κι εκεί πέφτει κι η ιδέα να πάμε στην Χηλή… όχι δεν είναι ορθογραφικό λάθος.. .Αυτή είναι η Χηλή της Κύμης Ευβοίας.
Έχοντάς του τυφλή εμπιστοσύνη ξεκινάμε για την Χηλή, ένα μικρό, γραφικό ψαροχώρι που περιβάλλεται από βράχους όπου είναι σκαμμένα τα σπίτια των ψαράδων. Είναι μοναδικό το θέαμα σαν βλέπεις τριγύρω τις βάρκες των ντόπιων να κρέμονται στην κυριολεξία από γερανούς από τα μπαλκόνια των σπιτιών τους, για να τις προστατέψουν από την κακοκαιρία, αλλά κι εξαιτίας της έλλειψης λιμανιού.
Το άλλο μυστικό που μας είπαν η Χαρά κι ο Κώστας κι εμείς φυσικά τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι, επισκεπτόμαστε το χωριό Επισκοπή. Δεν είναι απλά ένα χωριό, αισθάνεσαι ότι είσαι σε νησί. Και δεν είναι τυχαίο, αφού είναι το χωριό των καπεταναίων, όπως μας εξηγούν. Παντού άσπρο μπλε, λουσμένο στο φως, με κεραμοσκεπές, πλακόστρωτα στενά δρομάκια, μικρούς διαδρόμους με σκαλοπάτια και ανηφοριές με φόντο πάντοτε την θάλασσα.
Δεν χορταίνεις να το περπατάς, να κάνεις βόλτα, να κάθεσαι στο παγκάκια ενός αδιέξοδου και να απολαμβάνεις την θέα γλυκαίνοντας τον ουρανίσκο σου με τα γνωστά αποξηραμένα σύκα Ευβοίας. Τι άλλο πια να θέλεις ο άνθρωπος.
Καλούς φίλους, αγνή και νόστιμη τροφή και να χάνεται το βλέμμα του στον ορίζοντα. Πουθενά εμπόδια.
Λέμε αντίο στην Κύμη, αλλά παραλείπουμε να χαιρετίσουμε τους παλιούς(Κώστα και Χαρά) και νέους (Φάνη και Γιώργο) φίλους μας γιατί απλά θα τους ξαναδούμε σύντομα. Το ραντεβού μας δεν θα αργήσει…