Travel StoriesΚόσμος

Γρανάδα: Τσιγγάνικη σονάτα στο σεληνόφως

Το πρώτο πράγμα που θα σου πει γελώντας ο ταξιτζής, από το αεροδρόμιο κιόλας, είναι πως σε αυτήν την πόλη, πας το πρωί για σκι και το απόγευμα για βουτιές στη Μεσόγειο.

Κι άδικο δεν έχει μιας και τα χιόνια της Σιέρα Νεβάδα δε λιώνουν ποτέ, έλα όμως που από τέλη Απρίλη μέχρι βαθύ φθινόπωρο, μια βουτιά τη ρίχνεις από τις playas του Μοτρίλ κι ατενίζεις απέναντι, προς Μαρόκο μεριά, την Μελίγια (ισπανική μεν, μα σε αφρικάνικο καμβά χτισμένη).

Γρανάδα, tierra soñada, γη ονειρεμένη. Σημαίνει «ρόδο» και στο χρώμα του ρόδου είναι βαμμένη ολόκληρη. Γρενάνδη, ή Ἐλιβύργη για τους αρχαίους Έλληνες, δεσπόζει στον ανδαλουσιάνικο νότο, κάτω από τη λευκή σκιά της Σιέρα Νεβάδα με τις ψηλότερες κορφές της Ανδαλουσίας. Χτισμένη ανάμεσα στα δυο ποτάμια, τον Χενίλ και τον μικρότερο μα ερωτεύσιμο Nτάρο, υψώνεται 700 μέτρα πάνω από τη θάλασσα μα σε 40 λεπτά – και ούτε – πιάνεις παραλία.

Η Γρανάδα είναι ηλιόλουστη και γεμάτη χαμόγελα. Όχι μόνο από τους τρελούς γλεντζέδες γραναδίνους μα κι από τους χιλιάδες φοιτητές που κατακλύζουν τα καφέ, τα τάπας και τις τσαγερίες, κρατώντας την φρέσκια κι ανάλαφρη. Τραπεζάκια έξω. Παντού. Στις ανηφοριές του Αλμπαϊσίν, της παλιάς πόλης που στριμώχνει τα σοκάκια της κάτω από την επιβλητική και πορφυρή Αλάμπρα -το μεγαλοπρεπές παλάτι, σήμα κατατεθέν της πόλης – αλλά και σε κάθε πλακόστρωτο, σε κάθε πλατεία: Είτε στη Bib – Rambla, εκεί που κάποτε οι ιεροεξεταστές έκαιγαν τις μάγισσες, είτε στην Plaza de Isabel la Catόlica, παρέα με το άγαλμα της Ισαβέλας και του Φερδινάνδου που δίνουν την ευχή τους στον Χριστόφορο Κολόμβο να σαλπάρει για τη Νέα Γη, είτε στην Plaza Mariana Pineda, συντροφιά με την Μαριάνα Πινέδα, την νεαρή ηρωίδα – σύμβολο ελευθερίας που κρέμασαν οι φασίστες του Φράνκο στην πόρτα του σπιτιού της και ύμνησε ο Λόρκα. Γεμάτη ιστορίες η Γρανάδα, όρεξη να’ χεις να αφουγκράζεσαι.

Κι αρχίζει η περιπλάνηση στα δεκάδες στενά με τις κόκκινες και πράσινες μαροκινές πόρτες και τις περίφημες carmen, τις ολάνθιστες και ασβεστωμένες αυλές και τους εσωτερικούς κήπους με τα περίτεχνα αραβουργήματα και τις κρεμαστές γλάστρες. Μοσχοβολούν οι πορτοκαλιές, ζωγραφίζουν τις μάντρες οι βουκαμβίλιες κι οι πικροδάφνες και οι μυρουδιές μπερδεύονται με τα τσάγια που «παντρεύουν» μέντα, δυόσμο, πορτοκάλι, κανέλα, γιασεμί κι ό,τι μπορεί να βάλει ο μαυριτάνικος νους που έκανε απόβαση στην περιοχή το 711 μ.Χ. κι έμεινε μέχρι το 1492. Τότε που οι χριστιανοί κατάφεραν να επανακαταλάβουν πλήρως την Ιβηρική, εκδιώχνοντας και τον τελευταίο σουλτάνο, τον Boabdil και γκρεμίζοντας μεδίνες και τζαμιά. Οι άραβες, ήδη κατατρεγμένοι από τη Σεβίλλη και την Κόρντοβα, είχαν βρει στην Γρανάδα φιλόξενη γη για να απογειώσουν την μοναδική τους αρχιτεκτονική, που παρά τις προσπάθειες ισοπέδωσης από τους καθολικούς βασιλείς, ακόμα σφραγίζει το ανατολίτικο χρώμα της πόλης.

granada-5

Το 1492 λοιπόν, στα παλάτια της Αλάμπρα (της μαυριτάνικης Ακρόπολης που το 1984 κηρύχθηκε Μνημείο παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco) και με το θρόνο του Σουλτάνου ακόμα ζεστό, η Ισαβέλα της Καστίλης και ο Φερδινάνδος της Αραγονίας ευλόγησαν (και προικοδότησαν) τον Χριστόφορο Κολόμβο να πάει να βρει τη Νέα Γη. Και τη βρήκε, χτυπώντας αμερικάνικη φλέβα χρυσού που γέμισε τις τσέπες των Reyes Católicos. Και κάπως έτσι, οι ρεκονκίστας (που επανένωσαν πολιτικά την Ισπανία, εκδιώχνοντας τους άραβες) έχρισαν τον «νέο κονκισταδόρ» που άνοιξε το δρόμο για τη γενοκτονία των ινδιάνων.

Οι Μαυριτανοί ποιητές περιγράφουν την Αλάμπρα ως «μαργαριτάρι ανάμεσα στα σμαράγδια» και το πορφυρό παλάτι δικαιώνει τη φήμη του μιας και δέχεται κάθε χρόνο πάνω από 2 εκατομμύρια επισκέπτες. Θα ήθελα πάρα πολύ να χαθώ σε κάθε της γωνιά, έλα όμως που δεν το σκέφτηκα μόνο εγώ αυτό εκείνο το πρωί! Αν δεν προνοήσεις από πολύ νωρίς για τα εισιτήρια (εύκολα μέσω διαδικτύου στα τουριστικά site) οι επιλογές είναι δύο: ‘Η λιώνεις στην ουρά από το μαύρο χάραμα και ίσως τα καταφέρεις, ή απλά βολτάρεις στους κήπους της Generalife, τα συντριβάνια και τα πεζούλια και απολαμβάνεις τη θέα. Και αυτό ακριβώς έκανα. Μ’ ένα καφέ στο χέρι και μια υπέροχη λιακάδα, σκεφτόμουν τις «Ιστορίες της Αλάμπρα» (Tales of the Alhambra) του Ουάσιγκτον Ίρβινγκ, που τις έγραψε ακριβώς εδώ, τον « τελευταίο αναστεναγμό του Μαυριτανού» (The Moor’s Last Sigh) που εδώ τον «άκουσε» ο Σαλμάν Ρούσντι , μέχρι και τον Αλχημιστή του Κοέλιο, που έκανε ένα πέρασμα επίσης. Όμως το πιο μαγικό είναι που ο Ολλανδός αγαπημένος μου, ο ένας και μοναδικός Μ. Σ. Έσερ ήταν εδώ το 1922 και ρούφηξε τη μαυριτάνικη γεωμετρική συμμετρία στα πλακάκια της Αλάμπρα για να την αποτυπώσει στις ασπρόμαυρες πολυεδρικές του οφθαλμαπάτες.

«Εκεί να πας. Απέναντι. Άμα δε δεις zambra, τι ήρθες να κάνεις στη Γρανάδα;» Ο αυτόκλητος και αυστηρός «ξεναγός» που διέκοψε βίαια το διάλογό μου με τον Εσερ, αποδείχθηκε μια καλοβαλμένη ισπανίδα με τεράστιο καπέλο σε μαύρο-κόκκινο, η οποία θεώρησε χρέος της, έτσι όπως με είδε μόνη μου να λιάζομαι, να με ενημερώσει για τους gitanos, τους τσιγγάνους της Ανδαλουσίας, που ζουν στις cuevas, τις σπηλιές που «σκάβουν» το Sacro Monte, τον απέναντι λόφο. Zambra είναι το δικό τους, το μαυριτάνικο flamenco και, αν και τουριστικό, όπως μου τόνισε η φοβερή Ντολόρες που με υιοθέτησε για λίγα λεπτά, υπάρχουν πάντα αυθεντικές καταστάσεις, αρκεί να ψάξεις. Μού’κλεισε το μάτι και χάθηκε στο πλήθος. Και ποιά είμαι εγώ που θα της πω «όχι»;

granada-4
Δίνοντας λοιπόν υπόσχεση για άμεση επίσκεψη στο Ιερό Βουνό και με τις κιθάρες και τις καστανιέτες του flamenco να αντηχούν ήδη στ’ αυτιά μου, κατέβηκα από την Αλάμπρα με στόχο – τι άλλο; – ένα χαμάμ στα Baños Arabes που φύονται παντού. Βρίσκεις επιλογές για όλα τα βαλάντια, από συνδυασμούς με δυτικόφερτα σπα και χλιδάτα μασάζ μέχρι τα πιο παραδοσιακά – και πιο φθηνά. Είναι κατά κανόνα καθαρά και η αρχιτεκτονική τους είναι αυτό ακριβώς που φαντάζεσαι για να ολοκληρωθεί η αραβική πλευρά της πόλης: Χίλιες και μια νύχτες στα λουτρά της Χαλιμάς!

Περπατώντας σε μια πόλη, ένα χωριό, ένα βουνό, οπουδήποτε, ένας από τους καλύτερους «τουριστικούς οδηγούς» είναι οι ήχοι κι οι μυρωδιές . Και δε μιλώ πλέον για ανθισμένες γλάστρες, αλλά για λιωμένη σοκολάτα και κάτι που φέρνει σε λουκουμά. Και ναι, είχε έρθει η ώρα για churros, για τους παραδοσιακούς μακρόστενους «λουκουμάδες» που τους βουτάς σε ζεστή πηχτή σοκολάτα. Σε ένα χωμένο μικρό μαγαζάκι, με τζάμια και ένα μικρό πάγκο, που λες και θα ‘ρχόταν ο Βέγγος με το δίσκο να πάρει παραγγελία, βρήκα τον δικό μου Σάντσο Πάντσα. Στρουμπουλός, με χέρια βουτηγμένα στη ζύμη κι ένα τεράστιο χαμόγελο μού ‘κανε νόημα, έτοιμος για κουβέντα σε άπταιστα ισπανικά.

Γενικώς στην Γρανάδα δεν έχουν πολυσυναντηθεί με την αγγλικήν, όμως έχουν τόσο καλή διάθεση που δεν αντιμετωπίζεις κανένα πρόβλημα. Άλλωστε μιλούν τα μάτια. Και τα χέρια. Στο ζωγραφίζουν κυριολεκτικά αυτό που θέλουν να σου πουν μέχρι να σιγουρευτούν πως το κατάλαβες.

Χορτάτη κι από churros αλλά κι από κουβέντα (μέχρι και για Τσίπρα – Podemos είπαμε) έκανα ένα πέρασμα από το εμπορικό κέντρο. Μεγάλοι – πάντα πλακόστρωτοι – δρόμοι με τις γνωστές φίρμες, τα αμέτρητα Zara αλλά και διάφορα «μαμουνιάρικα» μαγαζιά, όπως το Ale –Hop, που δεν θα δυσκολεύεσαι να εντοπίσεις, καθώς έχει απ’ εξω «παρκαρισμένη» μια τεράστια αγελάδα. Και φυσικά, αμέτρητα καφέ με ακόμα πιο αμέτρητους ισπανούς να λιάζονται διαβάζοντας και ασκώντας κοινωνική κριτική στο νυφοπάζαρο των επίσης αμέτρητων τουριστών. Πιο δίπλα, γύρω από τον καθεδρικό, το γνήσιο ανατολίτικο παζάρι, απομεινάρι της μεδίνας που απλωνόταν γύρω από το μεγάλο τζαμί, πριν το γκρεμίσουν για να υψωθεί η τεράστια εκκλησία που «φιλοξενεί» και τους τάφους της Ισαβέλας και του Φερνινάνδου μέσα της.

granada-16

Προσπερνώντας την Bib-Rambla και πλησιάζοντας προς το Πανεπιστήμιο, εκεί που έκανε τα πρώτα του φοιτητικά ξενύχτια ο Λόρκα, τα καφέ γίνονται πιο «εναλλακτικά» και οι βιτρίνες λανσάρουν μόνο βιβλία. Δεκάδες βιβλιοπωλεία, από «τρύπες» μέχρι υπερπαραγωγές, με εξαίσιες τιμές και χορταστική ποικιλία στην ισπανική και παγκόσμια λογοτεχνία. Αυτό που μού’ κανε εντύπωση είναι πως δεν έχουν εντρυφήσει στην σύγχρονη λατιναμερικάνικη λογοτεχνία, πέραν φυσικά από τους κλασσικούς Μπόρχες, Μάρκες και Οκτάβιο Πας. Και να φανταστείς πως η Γρανάδα διοργανώνει, όπως και άλλες ισπανικές πόλεις, την περίφημη Semana Negra, φεστιβάλ βιβλίου αφιερωμένο στην αστυνομική νουάρ λογοτεχνία, είδος που οι λατινοαμερικάνοι διαπρέπουν.

Τα βράδια τα στενά αυτά «αλλάζουν ρούχα» και γεμίζουν νέους (και όχι μόνο) που πίνουν και διασκεδάζουν μέσα – αλλά και έξω!- από τα δεκάδες κλαμπάκια, live stages και art-lives spaces μέχρι να βγει ο ήλιος.

Συγκρατώντας την πελώρια λαχτάρα για ένα μεσημεριανό, δροσερό mojito, έκανα μεταβολή κι έφυγα για τη γειτονιά του Ρεαλέχο. Εκεί τo σκηνικό αλλάζει ξανά, τα σπίτια χαμηλώνουν, οι carmen πολλαπλασιάζονται, οι τουρίστες κάπως σα να εξαφανίζονται και αντικαθίστανται από βέρους γραναδίνους και πολύχρωμους φοιτητές, πολλά ποδήλατα, υπέροχα σκυλιά (όλα με τ’ αφεντικά τους) και πελώρια, εκθαμβωτικά graffiti στους τοίχους.

Διαβάζω πως η περιοχή έχει ήδη ανακηρυχθεί must see από τους απανταχού γκραφιτάδες και μια πόζα μπροστά από τον πορτοκαλί «σκεπτόμενο» του Ροντέν είναι απλά αναπόφευκτη. Μικρά μουσεία, βιβλιοπωλεία κι εδώ, καφέ και ταβέρνες με τα χαμόν να κρέμονται λαχταριστά πάνω από το κεφάλι σου εναλλάσσονται στη σωστή αναλογία. Μια στάση για μια cerveza (μπύρα) και τα απαραίτητα τάπας σε μια από τις λουλουδιασμένες placetas, τις μικρές πλατειούλες, είναι ό,τι πρέπει. Η Γρανάδα είναι ο παράδεισος των δωρεάν τάπας, ακόμη κι αν παραγγείλεις εμφιαλωμένο νερό! Με δυο μπύρες κι ένα νεράκι, έχεις χορτάσει #true_story.

Η ώρα πήγε πέντε. Πέντε η ώρα που βραδιάζει. Ο Λόρκα με καλεί. Η Huerta de San Vicente, το μικρό σπιτάκι που πέρασε τα εφηβικά του καλοκαίρια ο επαναστάτης ποιητής είναι αρκετά πιο κάτω, προς τις όχθες του ποταμού και είναι πλέον μουσείο, στην καρδιά του πάρκου Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα. Ευτυχώς είναι ανοιχτό και μ’ ένα βήμα από το κατώφλι μπαίνω στον κόσμο του. Στην καρέκλα που καθόταν κι έγραφε, στο τραπέζι που έτρωγε με τους φίλους του, στο παράθυρο που χάζευε απ’ έξω. «Η Γρανάδα μ’ έκανε αυτό που είμαι: ποιητή εκ γενετής – αναπόδραστα» έλεγε σε κάποια συνέντευξη. Η Γρανάδα που λάτρεψε, η Γρανάδα που έμελλε να τον προδώσει. Από την ίδια του την πόλη τον μάζεψαν οι φασίστες της φρανκικής φάλαγγας, ένα αυγουστιάτικο απόγευμα του 1936.
Εχει πλέον βραδιάσει και επιστρέφοντας στις ανηφοριές του Αλμπαϊσίν, με περιμένει το Paséo de los trístes, δίπλα στους λιλιπούτειους καταρράκτες που στάζουν από την Αλάμπρα, που, φωτισμένη πια, σε κοιτά αφ’ υψηλού και ακόμη πιο μυστηριακή, δίνει νέο ορισμό: Γρανάδα μάγισσα.

«Είναι όπως η κρυστάλλινη ερωμένη των ονείρων σας. Οποιος και να την κοιτάξει , βλέπει τον αντικατοπτρισμό της, πρέπει να επιστρέψει κοντά της» έγραφε ο Σατωμπριάν. Ξελόγιασε ποιητές, μουσικούς και λογοτέχνες, έκλεψε απ’ όλους έναν στίχο, μια κουβέντα που την ανεβάζει ακόμη πιο ψηλά στο βάθρο. Την ύμνησε ο Βίκτορ Ουγκό, ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ, ο Αλέξανδρος Δουμάς ( «μόνο μια χαρά υπάρχει για όποιον φεύγει από την Γρανάδα: Να επιστρέψει») ενώ ο τρομερός Λόπε Ντε Βέγκα σχολίασε εκστασιασμένος, μάλλον σε σονέτο: «Δεν ξέρω εάν είναι ουρανός αυτό πάνω, αλλά αυτό εδώ κάτω είναι σίγουρα ο παράδεισος. Τι να’ είναι η Αλάμπρα; Ουρανός;»

granada-14

Οσο πιο ψηλά ανέβεις στα σοκάκια, τόσο πιο απόκοσμη είναι η θέα την ώρα που σουρουπώνει. Και να μη θες να φτάσεις στο περίφημο Mirador de San Nicolas, τον βιγλάτορα του λόφου, να δεις από κει τον «ουρανό» του grand Lope, σε μαγνητίζουν οι κιθάρες. Ακούς flamenco και πας. Και δεν είναι οι gitanos στις σπηλιές τους. Είναι πιτσιρικαρία, χίπιδες διόλου ξεχασμένοι, με ράστα μαλλιά και φωνές ασύλληπτες, που έχουν στήσει κονσέρτο με τις δικές τους τσιγγάνικες σονάτες στο σεληνόφως. Το φεγγάρι έχει ήδη βγει πάνω από την Αλάμπρα και στο βάθος φέγγει ακόμη πιο λευκή η πάντα χιονισμένη Σιέρα Νεβάδα.

Kι όπως είπε ο μεξικάνος ποιητής Φρανσίσκο ντε Ικάσα μπροστά σε έναν τυφλό ζητιάνο: «Δώστε του ελεημοσύνη, δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από το να είναι κανείς τυφλός στη Γρανάδα». Ισχύει.

Της σταυροπροσκυνήσεως, χορεύοντας φλαμένκο

granada-19
Κάθε χρόνο, αρχές Μαΐου, και πριν προλάβουν να συνέλθουν οι κάτοικοι από τα εορταστικά γλέντια της εργατικής Πρωτομαγιάς, έρχεται η dia de Cruz, η ημέρα του Σταυρού, μία από τις μεγαλύτερες γιορτές στην Ισπανία. Ξημερώνοντας η Τρίτη μέρα του Μάη, βρίσκει την Γρανάδα γεμάτη πελώριους κόκκινους ανθοστόλιστους σταυρούς, σε έναν ευφάνταστο ανταγωνισμό για το ποια πλατεία θα φιλοξενήσει τον πιο εντυπωσιακό. Μπάντες του δήμου και των σχολών φλαμένκο είναι στημένες παντού, καβαλάρηδες ντυμένοι με παραδοσιακές στολές γεμίζουν τα πλακόστρωτα και οι γυναίκες κάθε ηλικίας φορούν τις faldas, τις μακριές φούστες ή τα φορέματα με τα βολάν, σε εκρηκτικούς συνδυασμούς χρωμάτων, τυλίγονται με τα mantones ή τα pañoletas (το παραδοσιακό σάλι με τα κρόσια), παίρνουν τις βεντάλιες τους και χορεύουν στους δρόμους. Αυτές τις βεντάλιες που ανοιγοκλείνουν με νόημα, καθώς παλιότερα αποτελούσαν έναν ιδιότυπο «γλωσσικό» κώδικα που περιελάμβανε πάνω από 55 μηνύματα!

granada-23
Μπορεί το φλαμένκο να ήταν το τραγούδι των φτωχών και των εξόριστων χιτάνος και να διηγείται ιστορίες καταπίεσης και θανάτου, σήμερα όμως είναι χορός γιορτής, αν και στα πρόσωπα όσων χορεύουν βλέπεις ακόμα την ένταση και τον πόνο. Κι αν είσαι ανυποψίαστη τουρίστρια, οι ντόπιοι δε θα σ’ αφήσουν έξω από το χορό, μιας και θα σου φορέσουν τη maravillia, το παραδοσιακό κόκκινο λουλούδι στα μαλλιά και θα σε σπρώξουν μέσα στις αυτοσχέδιες πίστες να ρίξεις μια στροφή, κι ας μη φοράς τα κατάλληλα παπούτσια!

granada-21
granada-20
granada-18
granada-15
Μέσω
Φωτογραφίες, Κείμενο: Διονυσία Κωστή

Διονυσία Κωστή

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Δημοσιογράφος δε γεννιέσαι, γίνεσαι. Κι εγώ μάλλον δεν έγινα οφίσιαλ ποτέ, μιας και ποτέ δεν ονειρεύτηκα καριέρα ρεπόρτερ. H ατζέντα μου ποτέ δε φιλοξένησε τα contacts υπουργών και μεγαλοστελεχών και η είδηση έμεινε για πάντα «ερωμένη», μιας και αφιερώθηκα από νωρίς στη σύνταξη ύλης και το στήσιμο και την επιμέλεια ενθέτων, αφιερωμάτων και λοιπών . Από καραμπόλα βρέθηκα στις εφημερίδες - δεν πέρασα Γυμναστική Ακαδημία κι είπα να βγάλω μεροκάματο γράφοντας μονόστηλα. Από το 1988, τότε που πρωτομύρισα μελάνι, δεν αλλαξοπίστησα ποτέ, μα πάντα με ξελόγιαζαν τα πλοία, τα τρένα και τα’ αεροπλάνα. Κι έμαθα από νωρίς, από το πρώτο μου ταξίδι με τίτλο «τρεις 20χρονες, μόνες στο Παρίσι», πως δε θέλει φράγκα, λίγη τρέλα θέλει. Και το πιο μεγάλο μου στοίχημα έγινε με τη μία το «ένα ταξίδι το χρόνο τουλάχιστον, έχω –δεν- έχω για το νοίκι». Ένα ταξίδι έξω, πέρα από τα σύνορα. Και πάντα με μια κάμερα στο χέρι. Παλιά ήταν μια Lubitel -2, σήμερα μια Νikon που δεν λείπει από τον σάκκο, ούτε σε μονοήμερη στο Ναύπλιο. Ψάχνοντας στο χάρτη είτε για τους Δροσουλίτες, το μονοπάτι στο Καράντερε, τα μαστιχοχώρια και τον Ομαλό, είτε για το εξοχικό του Λόρκα, το πιο παλιό βιβλιοπωλείο στη Λισσαβώνα, ή το σπίτι του Λούις Αρμστρονγκ στο Κουίνς και τα κρυμμένα χωριά στη Λακαντόνα, έχεις ήδη περάσει τσιμπήσει phd και δεν το ξέρεις! Στο καλύτερο πανεπιστήμιο του κόσμου! Κι αν υπάρχει ένας βασικός λόγος να μάθω ισπανικά, πέρα από το να διαβάσω Σεπούλβεδα στο πρωτότυπο, ήταν για να τα λέμε χωρίς μεσάζοντες στην Κούβα, το Μεξικό, την Αργεντινή, τη Χιλή και την Παταγονία. Γιατί όπως θα’λεγε κι ο Κέρουακ «στο τέλος δε θα θυμάσαι τις μέρες που πέρασες στο γραφείο… Βγάλε το ρημάδι το εισητήριο»! Si quieres viajar, lee - si quieres escribir, viaja. [Εάν θες να ταξιδεύεις, διάβαζε, κι αν θες να γράφεις, ταξίδευε]

Σχετικά Άρθρα

Back to top button