Αθήνα-Ειδομένη επί 2
Υπάρχουν ταξίδια που δεν λένε να καταλαγιάσουν μέσα σου, όσος χρόνος κι αν περάσει. Η διαδρομή πάντα ζωντανή, σαν μικρό κύτταρο που αργανασαίνει σε ένα κρυφό σημείο του εγκεφάλου. Κι οι εικόνες χαραγμένες σαν τατουάζ ανεξίτηλα, για να θυμάσαι πάντα.
Αυτό το ταξίδι έγινε δυο φορές. Ούτε για αναψυχή, ούτε για περιπέτεια.
Από μια εσωτερική ανάγκη περιήγησης και αυτοψίας στον τόπο που εδώ και δύο σχεδόν χρόνια αιμορραγεί η ιμπεριαλιστική πολιτική της διαλυμένης Ενωμένης Ευρώπης. Εκεί που ψυχορραγούν ακόμη εκατοντάδες πλάσματα, έρμαια μιας απρόσμενης μοίρας.
Όλα ξεκίνησαν ένα απόγευμα, ξαφνικά. Οn line.
-Πάμε Ειδομένη;
-Πότε;
-Αύριο.
-Πάμε.
Χωρίς πρόγραμμα, χωρίς χρήματα.
Υπήρχε όμως μέσο και προορισμός.
Μέσα στην νύχτα φορτώσαμε το αυτοκίνητο στην Κηφισίας με ότι πιο πιθανό και απίθανο. Από ρούχα, υπνόσακους και καμινέτα, μέχρι αντιασφυξιογόνες μάσκες.
Πάνω πάνω μπήκαν ευλαβικά, τα εργαλεία της δουλειάς. Οι μηχανές και τα τριπόδια του Σπύρου.
Δύο παρά 5 ακριβώς είχαμε βγει στην Εθνική Αθηνών-Λαμίας.
Εγώ ήθελα να οδηγήσω νύχτα. Με ηρεμεί, με χαλαρώνει. Όμως ποτέ πριν για τέτοιο σκοπό. Για τέτοιο προορισμό.
Στην αρχή το ταξίδι ήταν σιωπηλό. Αφουγκραζόμασταν τις ανάσες του δρόμου.
Η νύχτα ξάστερη στα πρώτα χιλιόμετρα, σύντομα άρχισε να χλωμιάζει από ομίχλη.
-Την βλέπεις τη νταλίκα, άκουγα δίπλα μου.
-Τη βλέπω.
-Τότε γιατί πας τόσο κοντά;
-Για να τη δω καλύτερα.
Φράσεις που επαναλήφθηκαν ξανά και ξανά.
Και μετά έγιναν αστείο. Όπως οι στάσεις στα διόδια.
Κάθε 30 χιλιόμετρα βάζαμε στοίχημα αν ο υπάλληλος θα ήταν άνδρας ή γυναίκα, γελαστός ή αποστασιοποιημένος, ζωντανός ή πεθαμένος στη βάρδια του.
Κι ύστερα ξύπνησαν θύμησες από παλιά ταξίδια κι ήρθαν οι εικόνες τους να ταξιδέψουν μέσα σε αυτό.
Κι ο δεινός dj δίπλα μου, άλλαζε με χειρουργική ακρίβεια τα cd για να μην νυστάξω.
Πλησίαζε 6 το πρωί, όταν σταματήσαμε για καφέ έξω από την Κατερίνη.
Είχαμε αφήσει πίσω τα περισσότερα χιλιόμετρα, αλλά είχαμε μπροστά μας τον λόγο του ταξιδιού. Κι εκεί άρχιζε πια η πραγματική αγωνία. Για όλα εκείνα που θα βρίσκαμε.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει όταν στρίψαμε, μετά το κόμβο Θεσσαλονίκης, αριστερά για Κιλκίς. Εδώ είχε βρέξει κι ο δρόμος χωρίς προστατευτικό, έκανε κούρμπες.
Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου φανέρωσαν το βενζινάδικο με τις πρώτες σκηνές του OHE. Κι αμέσως μετά ήρθε ο πρώτος κόμπος στο στομάχι.
Εκεί, στη γέφυρα του Αξιού.
Τριάντα άτομα ζαλωμένα. Άντρες, γυναικόπαιδα, ηλικιωμένοι, βαριά φορτωμένοι με ότι είχαν πάρει μαζί από την πατρίδα.
Είχε πλέον ξημερώσει για τα καλά. Σχεδόν έτρεχαν, παρά το ασήκωτο βάρος και τα μωρά που κρέμονταν από τα μπράτσα τους, προς τα σύνορα, μπας και δεν προλάβουν. Λες και το ήξεραν πως δεν θα προλάβουν.
Από ψηλά φάνηκαν οι συνοριακοί φράχτες Ειδομένης-Σκοπίων κι ο καταυλισμός. Σαν από αεροπλάνο, όλα φάνταζαν ακόμη μακρινά και πιο ανθρώπινα.
Φτάσαμε στο όριο των σκηνών και τότε καταλάβαμε πως δεν υπήρχε τίποτα «ανθρώπινο».
Εκεί, πέρα από το τελευταίο αντίσκηνο, μείναμε στο αυτοκίνητο 4 μέρες και 3 νύχτες. Κι αν περνούσε από το χέρι μας, δεν θα είχαμε φύγει ποτέ.
Όλοι με ρωτούσαν πως ήταν Εκεί. Ούτε μια φορά δεν βρήκα τα καίρια λόγια. Πάντα ήταν συγκεχυμένο στο μυαλό μου που τέλειωνε το ταξίδι και που άρχιζε η ιστορία, που σταματούσε ο πόνος και που ξεκινούσε η ελπίδα και ο αγώνας για ζωή.
Δέκα μέρες μετά ξαναπήγαμε. Και στην Ειδομένη και στους Ευζώνους και στο κοντινό χωριό Πλαγιά που είχαμε αποκτήσει φίλους που μας άνοιξαν τα σπίτια τους, αλλά και το μυαλό τους για να μάθουν από μας τι σήμαινε αυτό το «ταξίδι». Κι ας ζούσαν μια ανάσα μακριά.
Τα χιλιόμετρα πια δεν μας πτοούσαν. Ούτε τα διόδια. Ούτε οι νταλίκες. Είχαμε πλέον και κάποιους οικείους να μας περιμένουν, στο ανοίκειο μέρος.
Όμως αυτός ο προορισμός θα πονάει πάντα. Όσο ζω. Γιατί ο άνθρωπος είναι τ’ όνειρο μιας σκιάς. Κι αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ.