FeaturedTravel StoriesΕλλάδα

Σίφνος: Στο νησί των γεύσεων και της ανεμελιάς


Ξημερώματα στον Πειραιά…

Λιγοστή κίνηση, ένας προορισμός: το λιμάνι! Αγουροξυπνημένος, φορτωμένος σαν το μουλάρι (μην παίρνετε ποτέ πια σε διακοπές σάκους, τρόλεϊ να παίρνετε), ψάχνω την αποβάθρα από την οποία φεύγει το καταμαράν μου για Σίφνο. Μου δείχνουν προς ένα δεμένο σκάφος στο βάθος, στην Ε8. Φτάνω εκεί και το πλοίο λέει άλλο όνομα από αυτό που αναγράφεται στο εισιτήριό μου. Με τα πολλά μπαίνω μέσα, μου λένε που κάθομαι, είναι στριμωχτά, έχω και μια κολόνα δίπλα μου λες και μόλις αρχίσει το ταξίδι θα επιδοθώ σε ανελέητο… πολ ντάνσινγκ!

Στις 07.00 νταν το καταμαράν σαλπάρει φουριόζικο για τις Κυκλάδες. Εχω ακούσει νωρίτερα τον καμαρότο – λοστρόμο – ταξιθέτη ορ σάμθινγκ να λέει σε κάτι Ελληνες πως μετά τον απόπλου μπορούν να αλλάξουν θέση καθώς το σκάφος δεν είναι γεμάτο. Δεν προλαβαίνουμε καλά – καλά να βγούμε από το λιμάνι και είμαι ήδη πίσω, στην τελευταία σειρά σε κάτι άνετες θέσεις με κενό και μια παραθυράρα να! Ζωάρα ρε φίλε!

Λίγο αργότερα μεταξύ ζάλης, νύστας, ύπνου και ξύπνιου χαζεύω το απέραντο γαλάζιο μας που δεν είναι καθόλου μια κοινότοπη έκφραση είναι η περιγραφή της πραγματικότητας. Το καταμαράν σκίζει τη θάλασσα, τα κύματα σκάνε στο τζάμι, εγώ έχω αρχίσει να μπαίνω σε μουντ διακοπών και πριν καλά – καλά το καταλάβω ο κάπτεν κάνει την αναγγελία ότι φτάνουμε Σίφνο.

Συγκίνηση, χαρά, αγωνία, συναισθήματα ανάμικτα. Είναι όμορφες οι διακοπές, δεν μπορείς να περιγράψεις τι καλό σου προσφέρουν στην ψυχή. Αλλάζεις παραστάσεις, ξεφεύγεις από την καθημερινότητα, απαρνιέσαι μέρος της ζωής σου… Και κάπου εκεί ανάμεσα στο καταμαράν και την προβλήτα του λιμανιού της Σίφνου χαζεύω την ελληνική σημαία που κυματίζει, πατάω πόδι στο νησί και ξεκινάω τις διακοπές μου…

Με το σακίδιο στον ώμο περπατώ από το λιμάνι της Σίφνου μέχρι το σπίτι. Ούτε 200 μ. απόσταση! Ανεβαίνω τα σκαλιά, αφήνω τα πράγματα, βάζω το μαγιό μου, κατεβαίνω, διασχίζω τον δρόμο, κάνω 10-20 βήματα και είμαι πάνω στην αμμουδιά που ασημίζει. Αυτό είναι καλοκαίρι. Σπίτι – θάλασσα 1 λεπτό απόσταση. Να μπορείς να κάνεις μπάνιο όποτε θες, να μην χάνεις χρόνο, να ξεκουράζεσαι, να τρως, να κάνεις πάλι βουτιές μέχρι να δύσει ο ήλιος.

Φέτος το καλοκαίρι στη Σίφνο έγινα πάλι παιδί. Από την ώρα που θα ξυπνούσα, μέχρι την ώρα που θα έπεφτα για ύπνο με ενδιέφερε μόνο το πότε θα πάω για μπάνιο, πότε θα πιω καφέ, πόσα παγωτά θα δοκιμάσω, που θα κάνω βόλτες, που θα φάω και πάλι από την αρχή. Σε αυτό βέβαια βοήθησαν και τα διδυμάκια μου, τα ανιψάκια μου, η Μαριλένη και ο Γιώργος που ξύπνησαν το παιδί μέσα μου!

Κάθε πρωί κάναμε από νωρίς μπάνιο, πριν πιάσει η ζέστη, ώστε να έχουμε όλη τη μέρα μπροστά μας. Ξέραμε τι ώρα έρχονταν τα πρωινά πλοία και τα περιμέναμε να καταπλεύσουν ώστε να παίξουμε με τα κύματα που δημιουργούσαν. Κι έπειτα βουτιές. Και μακροβούτια. Και κολύμπι μέχρι τις πορτοκαλί σημαδούρες και από κει μέχρι την απέναντι ακτή. Και το απόγευμα μπάνιο στην τρίτη σπηλιά, λίγο έξω από το λιμάνι.

Στη μικρή αυτή παραλία με τα βότσαλα είδα ένα από τα πιο όμορφα ηλιοβασιλέματα της ζωής μου. Ενα απόγευμα με καθαρό ορίζοντα ο ήλιος «έσβησε» μες στο νερό χαρίζοντάς μας υπέροχα χρώματα και μια τεράστια χαρά που είμαστε εκεί ζωντανοί για να απολαύσουμε το θέαμα. Κι έπειτα έρχονταν τα απογευματινά πλοία και πάλι παίζαμε με τα κύματα που σε αυτό το σημείο ήταν ακόμη πιο δυνατά.

Τα βράδια είχε βόλτες στο λιμάνι και φαγητά και γλυκά… Και περπατάδες μέχρι την απέναντι μεριά του κόλπου, στο Δελφίνι. Στη διαδρομή μάς «συντρόφευε» κόσμος από κάθε γωνιά της Γης που ήρθε σε αυτό το μικρό Κυκλαδονήσι για να ζήσει το όνειρο, το ελληνικό καλοκαίρι, την ανεμελιά, το «μπάνιο πρωί – μπάνιο βράδυ», να γευτεί την κουζίνα μας και να φύγει με υπέροχες αναμνήσεις και την υπόσχεση να επιστρέψει ξανά… Οπως άλλωστε κι εγώ!

Χωριά σαν σκηνικό


Ένα από τα απογεύματα στη Σίφνο, δεν φυσάει πολύ, το λες και λίγο «κολλάω στα ρούχα μου». Μετά τη μεσημβρινή σιέστα η παρέα ανασυγκροτείται και σαν ήρωες μιας παλιάς ελληνικής ταινίας κατεβαίνουμε στο λιμάνι για να πάρουμε το λεωφορείο για Αρτεμώνα! Το όχημα ξεκινά στην ώρα του και ο εισπράκτορας έρχεται για να κόψουμε εισιτήρια. Ετσι όπως καθόμαστε στη γαλαρία μου γεννάται η διάθεση να τραγουδήσω το «Ενα, δύο, τρία ωπ, το ‘ριξα στο σορολόπ», αλλά κρατιέμαι.

Μέχρι να φύγουμε από τις Καμάρες, το λιμάνι του νησιού, το λεωφορείο έχει σχεδόν γεμίσει. Σε λίγα λεπτά έχουμε φτάσει στο Κάστρο από όπου μπορώ να διακρίνω μια θάλασσα λάδι και στο βάθος την Αντίπαρο. Οχι, δεν κατεβαίνουμε εδώ. Επόμενη στάση: Αρτεμώνας!

Το λεωφορείο μάς αφήνει στην κεντρική πλατεία του χωριού. Στη σκιά μιας κάτασπρης εκκλησίας κάτι παιδιά έχουν αράξει περιμένοντας να ξεκινήσει μια μουσική εκδήλωση στο προαύλιο.

Χάνομαι μες στα σοκάκια. Θαυμάζω τα περιποιημένα σπίτια, τους καθαρούς κήπους, τις όμορφα διακοσμημένες αυλές. Περνάω από μια έπαυλη με μαρμάρινη σκάλα, στο τέλος της οποίας μια παρέα μουσικών κάνει πρόβα. Παρακάτω σε μια άλλη αυλή δύο αναλόγια περιμένουν τους μουσικούς τους.

«Κοίτα ο Αρτεμώνας που είναι μες στη μουσική», σκέφτομαι και καθώς εξερευνώ και άλλα σοκάκια (τα περισσότερα από τα οποία οδηγούν σε αδιέξοδο) ακούω έναν τελάλη να διαφημίζει το θερινό σινεμά του χωριού.

Λίγο αργότερα συναντώ την παρέα στο «Κίτρινο ποδήλατο», ίσως ένα από τα πιο όμορφα γλυκάδικα του Αιγαίου. Με την όμορφη αυλή, το φοβερό ντεκόρ, την απλότητα της φούξια μπουκαμβίλιας και τα σούπερ γλυκάκια. Χορτάτοι και στο μάτι και στο στομάχι πήραμε τον δρόμο για την Απολλωνία. Τα δύο χωριά επικοινωνούν μεταξύ τους με ένα μεγάλο σοκάκι. Η διαδρομή εύκολη και ευχάριστη. Κόσμος πάει κι έρχεται, σου χαμογελάει, σε χαιρετά, εικόνα μιας άλλης εποχής. Κάθομαι και χαζεύω την κάπαρη που φυτρώνει παντού και οργιάζει!

Κάποτε φτάνουμε στην Απολλωνία, την πρωτεύουσα του νησιού. Εδώ ο αέρας είναι πιο κοσμοπολίτικος με δεκάδες μαγαζιά, εστιατόρια και καφέ. Είναι νωρίς το βράδυ. Εχει αρχίσει να σουρουπώνει. Χαζεύω το ηλιοβασίλεμα στον ορίζοντα και χαίρομαι για τη σημερινή μου βόλτα…

Ο τόπος ειναι και οι άνθρωποι του

Περπατώ στις Καμάρες, το λιμάνι της Σίφνου. Πάνω κάτω στον κεντρικό δρόμο. Μπαίνω στα στενάκια, χαμογελώ σε τουρίστες και ντόπιους, είπαμε το καλοκαίρι έχει μια άλλη διάθεση και χαλαρότητα. Κάποτε φτάνω στο Αγγειοπλαστείον του Αντώνη με τα πήλινα. Χαμός! Τα θέλω όλα! Μικρά, μεγάλα, κούπες, πιάτα, πιατέλες, διακοσμητικά, όλα σου λέω. Τα χρώματά τους με εξιτάρουν και είναι υπέροχα.

Ο Αντώνης έχει μόλις φτιάξει μερικούς φλάρους, τους διακοσμεί και έπειτα θα τους βγάλει στον ήλιο να ξεραθούν πριν τους βάλει στον φούρνο για να ψηθούν. Ο φλάρος είναι ένα μεγάλο πήλινο κιούπι στο οποίο άνοιγαν τρύπες και το τοποθετούσαν στην καμινάδα των σπιτιών στις Κυκλάδες για να φεύγει ο καπνός και επιπλέον να μην εισέρχονται τα νερά της βροχής. Τώρα τα μαγαζάκια φτιάχνουν μικρούς φλάρους στους οποίους μπορείς να βάλεις ρεσό και να φτιάξεις ατμόσφαιρα στον χώρο σου.

Βγαίνω στον δρόμο και εκεί συναντώ τον κύριο Γιάννη. Γέννημα θρέμα του νησιού. Μαζί με τη γυναίκα του και την εγγονή του Σεβαστή -που έχει έρθει να περάσει μερικές εβδομάδες με τον παππού και τη γιαγιά- κάνουν καθημερινές περπατάδες στον παραλιακό δρόμο. Ο κυρ Γιάννης μου λέει πως όταν ήταν παιδί πήγαιναν για ψάρεμα και δεν προλάβαιναν καλά καλά να βγουν από το λιμάνι και έπιαναν 3 κιλά ψάρια. Τώρα πια τα ψάρια δυστυχώς έχουν ελαττωθεί κατά πολύ…

Βασίλης Ανδριτσάνος

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Γεννήθηκα στην Αθήνα και μηνών ακόμη μετακόμισα στα νότια προάστια όπου μένω μέχρι σήμερα και δεν τα αλλάζω με τίποτα. Η δημοσιογραφία προέκυψε από το πουθενά! Άλλα ήθελα να κάνω, δεν τα τόλμησα ποτέ, ίσως σε μια άλλη ζωή, μπορεί και αργότερα σε αυτή! Από το 1996 μέχρι σήμερα εργάζομαι σε εφημερίδες και περιοδικά. Δεν υπάρχει μέρα που να μην γράψω κάτι και δεν υπάρχει μέρα που να μην εύχομαι να μην γράψω κάτι! Από το 2015 έχω το ΜΠΙΛόγκ (https://tobillog.blogspot.com/) ένα μπλογκ που είναι κάτι σαν ημερολόγιο της ζωής μου και της ζωής των άλλων μαζί μου. Μεγάλη μου αγάπη και στόχος ζωής είναι τα ταξίδια. Γι' αυτά ζω και αναπνέω. Κανονίζω το επόμενο και πριν καν πραγματοποιηθεί έχω κλείσει και το μεθεπόμενο. Θα σας δω εκεί έξω, σε κάποιο αεροπλάνο, πλοίο, τρένο...

Σχετικά Άρθρα

Back to top button