FeaturedTravel StoriesΕλλάδα

Σίκινος: Στη γιορτή του “ιαματικού” Αγίου

Έγραψα το όνομά μου στο τετράδιο που σημειώναμε ποιοι θα είμαστε εκείνη την εβδομάδα του Ιουλίου, στις γιορτές Σικίνου και για πόσες μέρες. Πιο πολύ γιατί ο δάσκαλός μας, των παραδοσιακών χορών, έβαλε τις φωνές, «γραφτείτε λουλούδια μου στον κατάλογο, να ξέρω πάνω – κάτω πόσοι θα είμαστε, μη δηλώνω 30 άτομα και σκάσετε μύτη 100 και το βουλιάξουμε το νησί».

Ο Δήμος της Σικίνου, μας παραχωρούσε για τις γιορτές, το σχολείο για φιλοξενία, ενώ για τους πιο τολμηρούς, η παραλία στο Διαλισκάρι, ήταν διαθέσιμη, με την άδεια των αρχών, να κατασκηνώσουν ελεύθερα.

Δεν ήμουν σίγουρη αν θα τα κατάφερνα, γιατί για Σίκινο τα δρομολόγια ήταν και είναι πολύ συγκεκριμένα και περιορισμένα, αλλά το σημείωσα τ΄όνομα στο τεφτέρι.

Θα έμπαινα στον «Αδαμάντιο Κοραή», έστω και μεσοβδόμαδα, κι έπειτα από μια κρουαζιέρα σε Κύθνο, Σέριφο, Σίφνο, Φολέγανδρο, αξημέρωτα θα ήταν, όταν θα πατούσα πόδι  στο νησί, την ώρα που σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, το γλέντι θα ήταν στο τσακίρ κέφι, πάνω στη Χώρα.

Η Σίκινος είναι μικρή κι η τουριστική υποδομή, εξαιρετική μεν, αλλά με λίγες κλίνες, οι περισσότερες να βρίσκονται στο λιμάνι, την Αλοπρόνοια. Αλς και πρόνοια – θάλασσα και πρόνοια, στ΄ αλήθεια νομίζω δεν υπάρχει πιο ταιριαστό όνομα για λιμάνι. Ανάμεσα στην Ίο και την κοσμοπολίτικη πια στις μέρες μας, Φολέγανδρο, η Σίκινος στέκει αγέρωχη, ονειρική, διατηρώντας την αυθεντική, παραδοσιακή φρεσκάδα της κυκλαδίτικης ομορφιάς, παραμένοντας άγνωστη, ίσως και περιφρονημένη από πολλούς τουρίστες.

Όταν ξημέρωσε τη μέρα ο Θεός, κι ανοίξαμε το μάτι μας, αντικρίσαμε την αμμουδερή, γαλήνια παραλία του λιμανιού. Λαχτάρα μεγάλη να βουτήξουμε στα ήσυχα νερά, το θέλγητρο της γαλαζοπράσινης έκανε την αντίσταση μας μηδαμινή. Οι Αθηναίοι βλέπεις, που το σκάσαν από το κλεινόν άστυ, κι αφού ταξίδεψαν ώρες ατελείωτες στην κοιλιά του κύτους, ξημερώθηκαν στον παράδεισο, μες  την απόλυτη ησυχία, κι ηρεμία. Μοναδικός θόρυβος αυτός από τα τριζόνια και τα τζιτζίκια που έσκαγαν στις υψηλές θερμοκρασίες του Νότιου Αιγαίου. Θες  η άπνοια λόγω εποχής, αφού τα μελτέμια πιάνουν Αύγουστο στις Κυκλάδες, θες η φυσική θέση του κόλπου του λιμανιού, που δεν το πιάνει αέρας, το μπάνιο στα δροσερά νερά της Αλοπρόνοιας, με τη χρυσαφένια άμμο, ξεκούρασε τα σώματα, αναπτέρωσε τα  πνεύματα και κινήσαμε όσοι βρεθήκαμε εκείνο το πρωί στο λιμάνι, όλοι μαζί, να βρούμε τους υπόλοιπους της παρέας, στον Αη-Γιώργη, την άλλη προσβάσιμη παραλία του νησιού.  

Η ανατριχίλα της θάλασσας ελάχιστη και στον Αη Γιώργη, έτσι όπως  το ανεπαίσθητο αεράκι χάιδευε την επιφάνειά της, κάνοντας την να μοιάζει ακόμη πιο απέραντη κι ελκυστική. Τα αλμυρίκια καταδεκτικά να μας φιλοξενήσουν, να μας δροσίσουν κι αυτά, στη λάβα του μεσημεριού, ενώ το στοίχημα της παρέας ήταν ποιος θα φτάσει ως τους απέναντι βράχους κι οι αγώνες ξεκίνησαν. Κι ενώ λίγοι έφεραν σε πέρας την αποστολή, οι περισσότεροι τερμάτισαν στην ταβέρνα, στην άκρη της παραλίας σβήνοντας τη δίψα τους με παγωμένη μπύρα, με συνοδεία ολόφρεσκων ψαρικών, δίπλα στο κατάλευκο εκκλησάκι του Αϊ Γιώργη, που είναι το στολίδι της ακρογιαλιάς και χρονολογείται τον 16ου αιώνα.

Μας περίμενε η ανηφοριά προς τη Χώρα, που απέχει περίπου πέντε χιλιόμετρα από το λιμάνι.

Η Χώρα με τις  δυο συνοικίες της, το Κάστρο και το Χωριό, ένα από τα ομορφότερα μπαλκόνια με δύο θέες, ρετιρέ διαμπερές ευάερο κι ευήλιο. Απογευματάκι πια, δεν ξέρεις προς τα πού να γυρίσεις το βλέμμα.

Στην μια πλευρά χάνεσαι ακολουθώντας τη δύση του ήλιου που χρωματίζει το πέλαγος, στην άλλη εκστασιάζεσαι με την ανατολή της Σελήνης που αλλάζει θέση, ανεβαίνοντας όλο και ψηλότερα στο καταγάλανο ουράνιο στερέωμα.

Στο μεταξύ ξεμυαλίζεσαι με  την ανθισμένη, άγρια κάπαρη που φυτρώνει κι απλώνεται στα ασβεστωμένα πεζούλια, τις πολύχρωμες λευκές και ροζ βουκαμβίλιες, εκείνες τις πολύχρωμες γαριφαλιές και τις τριανταφυλλιές, τις πικροδάφνες, τους ευωδιαστούς βασιλικούς και δυόσμους.

Πολύχρωμα πήλινα και χρωματιστοί τενεκέδες με γεράνια, καμπανούλες και μαστιχάκια, στολίδια φροντισμένα, στα μικρά σοκάκια. Φραγκοσυκιές και γαϊδουράγκαθα, φύση ελληνική και λατρεμένη.

Τα μπλε παραθύρια, κύριο χαρακτηριστικό του κυκλαδίτικου συμπλέγματος, άλλα καλοδιατηρημένα και άλλα ετοιμόρροπα, μάρτυρες ζωής ή εγκατάλειψης. Η καλύτερη ώρα να κάνεις επίσκεψη στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, προς το Οινοποιείο του Μάναλη και την Επισκοπή, είναι η απογευματινή, παρακολουθώντας τον ήλιο να αφήνει με τη δύση του, λάμψη χρυσοκόκκινη στα κάτασπρα ξωκλήσια.

Στο «Στέκι του Γαρμπή», στη Χώρα, που είναι το επόμενο ραντεβού μας, για να φάμε Σικινιώτικο σουβλάκι, η αμπέλοψη μπλέκεται με την κληματαριά σχηματίζοντας φυσική πέργκολα, μουσικό όργανο του ανέμου, για να φέρει στ΄ αυτιά μας τις μελωδίες του. Οι χοροί στην πλατεία έχουν ξεκινήσει, το δοξάρι γεννά αγαπημένους ήχους και τα χέρια πιάνονται ….

 «Τα πουλιά που πετούν στον αέρα
δε φοβούνται κανένα καιρό
μόνο φοβούνται μπαρούτι και σκάλια
κι ένα νέον καλό κυνηγό.

Έως πότε η ξένη ακρίδα,
έως πότε σκληρός Βαυαρός
θα γυμνώνει τη δόλια πατρίδα
εγερθείτε αδέλφια, καιρός.

Θα μας διώχνει απʼ αυτά μας τα μέρη,
θα μας διώχνει απʼ αυτή μας τη γη
φρίττουν τʼ άστρα η μέρα κι η νύχτα
φρίττει ο ήλιος, σελήνη κι αυγή»

Κι η αυγή της επόμενης, δεν άργησε να έρθει, κι η μέρα ήταν της γιορτής του «αθλοφόρου» Άγιου κι «Ιαματικού» Παντελεήμονα.

Ούτε που ξέρω πόσες φορές πήγαν κι ήρθαν οι δυο βαρκάρηδες του νησιού, έχοντας φορτωμένα τα καΐκια τους με όλους εμάς, που πήγαμε για το προσκύνημα στη χάρη του Αγίου και το γλέντι ολονυκτίας με τα όργανα, τα παραδοσιακά. Τα βαρκάκια μας άφηναν στην παραλία κι ακολουθώντας το μονοπάτι σκαρφαλώναμε στο λόφο που έστεκε το εκκλησάκι. Οι φιλόξενοι και ζεστοί Σικινιώτες, αφού μας μοίρασαν το πρόσφορο, είχαν για όλους μας κι άλλο φίλεμα, μυρωδάτο κοκκινιστό κρεατάκι με μακαρόνια, φαγητό χορταστικό της γιορτής. Γλυκιά η νύχτα απλώνει αγκάλη σε εμάς και το νησί, διώχνοντας από το κεφάλι φόβους κι ανησυχίες.

Ο Ελύτης αγάπησε πολύ την Σίκινο και την αναφέρει στα έργα του, παρόλο που λένε πως δεν επισκέφθηκε ποτέ τον τόπο αυτόν, το διάφανο, το φωτεινό.

«Άξιον εστί» να γίνεις έστω μια φορά «Μικρός Ναυτίλος» και με βαρκούλα «τα ρω του έρωτα», να ταξιδέψεις για να την συναντήσεις, την Σίκινο την όμορφη, την ήσυχη, τη μαγική!!!

Άννα Σαρρή

ΛΟΓΙΣΤΡΙΑ Γεννήθηκα τον Μάρτιο του 71 στην Αθήνα. Μεγάλωσα στην Πετρούπολη ( όχι την Αγία), αλλά την τότε νεόδμητη συνοικία της Δυτικής Αθήνας. Το πρώτο μου μεγάλο ταξίδι ήταν στην Χιλή , το 1973 , τότε που έπεσε ο Αλιέντε. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός και με είχε πάρει η μάνα μου μαζί της, γιατί για πέντε και παραπάνω μήνες ταξίδευε μαζί του. Ήμουν δυο χρονών και δεν θυμάμαι τίποτα! Το δεύτερο μεγάλο ταξίδι, στην Χίο , τον τόπο καταγωγής μου, από την πλευρά του μπαμπά μου. Ήμουν δέκα χρονών και θυμάμαι πως επειδή ταξίδευα ως ασυνόδευτη, ήμουν υπό την επιτήρηση αεροσυνοδών. Για ένα μεγάλο διάστημα ήθελα να γίνω κι εγώ αεροσυνοδός κι ονειρευόμουν να έχω δυο σπίτια, ένα στον Πειραιά κι ένα στα Καρδάμυλα της Χίου. Το τρίτο μεγάλο ταξίδι , στην Λάρισα, όπου σπούδασα Διοίκηση Επιχειρήσεων. Πολλές οι δουλειές για τα χαρτζιλίκια, παιδί για τα τρεχάματα στην τοπική εφημερίδα «ΩΡΑ» και το περιοδικό «ΣΤΙΓΜΕΣ», σερβιτόρα σε καφέ, ομαδάρχισσα τα καλοκαίρια στις κατασκηνώσεις στο Τσάγιεσι, φωτογραφίες σε αίθουσες εκδηλώσεων και κέντρα διασκέδασης. Κάποια στιγμή αποφάσισα να μείνω και να εργαστώ στην Πάτρα, αλλά δεν κατάφερα να βρω δουλειά εκεί κι έτσι μόλις τελείωσα την πρακτική μου άσκηση, επέστρεψα στην Αθήνα, προς αναζήτηση εργασίας. Εργάστηκα για 27 χρόνια ως λογίστρια στην Minos Emi (σχολείο μεγάλο η δισκογραφία).Τώρα εργάζομαι στο λογιστήριο του μη κερδοσκοπικού Οργανισμού «Κάνε μια Ευχή Ελλάδας» και δουλεύω με νεράιδες και ξωτικά που εκπληρώνουν ευχές παιδιών, που έχουν σοβαρές ασθένειες. Ζω με την οικογένειά μου στην Ακαδημία του Πλάτωνα, γειτονιά που έχω αγαπήσει ιδιαίτερα για την ιστορία και την ομορφιά της. Εκανα ραδιοφωνικές εκπομπές στο ιντερνετικό ραδιόφωνο της γειτονιάς ΡΑΔΙΟ Ιστόφωνο, παρέα με φίλους και γείτονες. Συμμετέχω στην ομάδα Παραδοσιακών χορών «Περπερούνα», είμαι μέλος της φωτογραφικής ομάδας «Φωτοδυτικά» και προσπαθώ (όταν προλαβαίνω) να βοηθάω στην ΑΝΙΜΑ, εταιρεία Προστασίας άγριας ζωής, κάνοντας τις μεταφορές τραυματισμένων ζώων που φθάνουν στα πρακτορεία, από διάφορα μέρη της Ελλάδας στον Σταθμό της στην Καλλιθέα. Οταν τα καταφέρνω, ακολουθώ την ορειβατική ομάδα «ΟRA», σε όμορφες πεζοπορικές διαδρομές.

Σχετικά Άρθρα

Back to top button