FeaturedTravel StoriesΚόσμος

Γιβραλτάρ: Στο Βράχο που “ενώνει” δύο ηπείρους

Φωτογραφίες: Εβίτα Ταμπάκη

Από παιδί μαγευόμουν ακούγοντας γι αυτόν τον περίφημο Βράχο. Είχα φτιάξει ολόκληρα παραμύθια στο μυαλό μου για τη γωνιά όπου ενώνονται οι δύο μεγάλες θάλασσες και οι δυο ήπειροι, η Ευρώπη κι η Αφρική κοιτάζονται αντικριστά.

Ουσιαστικά πρόκειται για ένα ασβεστολιθικό βράχο ύψους 425 μ. που καταλαμβάνει το νότιο άκρο της Ιβηρικής Χερσονήσου. Έχει μήκος 5 χιλιόμετρα, πλάτος 500 μέτρα και συνδέεται με την Ισπανία με ένα χαμηλό αμμώδη ισθμό μήκους 1600 μέτρων.

Στην πραγματικότητα το Γιβραλτάρ είναι μια μικρή βραχώδης χερσόνησος έκτασης 6,8 τετραγωνικών χιλιομέτρων στο νότιο μέρος της Ανδαλουσίας και αποτελεί Βρετανικό Υπερπόντιο Έδαφος. Στο σημείο εκείνο, γνωστό και ως Στενό του Γιβραλτάρ, ενώνονται η Μεσόγειος Θάλασσα με τον Ατλαντικό ωκεανό.

Το Γιβραλτάρ ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες ως Κάλπη και μαζί με το απέναντι βράχο της Θέουτα (αρχαία Αβίλη) στην αφρικανική ακτή σχηματίζουν τις Ηράκλειες Στήλες, τις οποίες, σύμφωνα με τη μυθολογία, έχτισε ο Ηρακλής επιστρέφοντας από τον κήπο των Εσπερίδων.

dsc_0039

Το Γιβραλτάρ ήταν η πρώτη περιοχή που κατέλαβαν οι μουσουλμάνοι, κατά την προέλασή τους στην Ιβηρική Χερσόνησο (30 Απριλίου 711) και από τότε απέκτησε τη σπουδαιότητα του προνομιούχου λιμανιού. Το 1309 οι Ισπανοί ανακατέλαβαν και πάλι το Γιβραλτάρ για να το καταλάβουν ξανά οι μουσουλμάνοι το 1333. Το 1462 επανήλθε στην κυριαρχία της Ισπανίας.
Το 1704, κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής, οι Άγγλοι το κατέλαβαν μετά από έφοδο. Η Συνθήκη της Ουτρέχτης (1713) αναγνώρισε την κυριαρχία τους, την οποία διατηρούν μέχρι σήμερα, παρά τις απόπειρες ανακατάληψής του από τους Ισπανούς.

Αυτά για την ιστορία του τόπου, γιατί αναφορικά με το δικό μας ταξίδι, η προσέγγιση του Βράχου αποδείχτηκε τεράστια υπόθεση.

Δυο μέρες προσπαθούσαμε να φτάσουμε κι όλο κάτι τύχαινε. Τελικά με τα πολλά και μέσα από μια υπέροχη διαδρομή από την Via del Mediterraneo, έχοντας την χειμωνιάτικη Μεσόγειο πάντα στα δεξιά μας, επιτέλους προσεγγίσαμε.

Μέσα στο αυτοκίνητο τα συναισθήματα ανάμεικτα. Η Εβίτα οδηγούσε επιτέλους χαλαρή κι εγώ απολάμβανα στο μπροστινό κάθισμα, ενώ στο πίσω τα δυο κορίτσια η Μαρία-Ολια και η Αλίθια που μόλις είχε χάσει τον παππού της, μας υπέμεναν στωικά, χωρίς να συμμερίζονται ιδιαίτερα τη διάθεση μας.

Και τότε τον είδαμε, τον Βράχο, Κυριακή μεσημέρι, λουσμένο σε έναν υπέρλαμπρο ήλιο με λίγα σύννεφα να ζωγραφίζουν πιο έντονα το περίγραμμα του.

Ένα μέρος εντελώς κοσμοπολίτικο, σε πλήρη αντίθεση με το λευκό και ήσυχο χωριό Vejer de la Frontera, κοντά στο Κάδιθ που ήταν η προηγούμενη στάση μας.

Μια εμπειρία δε που είχαμε ξεχάσει εντελώς στην Ευρώπη ήταν το πέρασμα των συνόρων κανονικά και με αυστηρότητα από πλευράς των Βρετανών Αποίκων που μας εξανάγκασαν σε ουρά εκατοντάδων μέτρων για να ελέγξουν ταυτότητες και διαβατήρια.

Εγώ σαν πιο περίεργη κατέβηκα για να περάσω στη βρετανική κτήση με τα πόδια για να ζήσω και αυτή την εμπειρία.

Τελικά από 4 μείναμε 3 αφού η Αλίθια δεν πέρασε ποτέ τα σύνορα λόγω έλλειψης ταυτότητας (τόσο άτεγκτοι για ακόμη μία φορά οι αποικιοκράτες) κι εμείς συνεχίσαμε για να καταλάβουμε τον Βράχο αλά ελληνικά.

Σε απλή γλώσσα: η Εβίτα κι εγώ ψάχναμε τις διαδρομές για τον οδικό γύρο και η Μαρία Ολια έψαχνε τρόπους να μας αποτρέψει ώστε να γυρίσουμε μια ώρα αρχύτερα στη φίλη της που είχε μείνει πίσω.

Είχε πλάκα από τη μια να βλέπεις παντού βρετανικές σημαίες, pub, ακόμη και τους περιβόητους κόκκινους τηλεφωνικούς θαλάμους χαρακτηριστικούς παντού στην Αγγλία και από την άλλη κανείς στο δρόμο να μην μιλάει Αγγλικά. Ισπανό-Βρετανοί υπήκοοι που αρνούνται να μάθουν τη γλώσσα της “μαμάς πατρίδας” τους.

Αφού χαθήκαμε κάνα δυο φορές, κυρίως λόγω της υπόκρουσης γκρίνιας από το πίσω κάθισμα -για τους λόγους που έχω ήδη προαναφέρει- βρεθήκαμε από την πίσω πλευρά του Βράχου κι αφού σκάσαμε πάνω σε ένα ιδιαίτερο τζαμί, είδαμε απέναντι στο πέλαγος να λαμποκοπά η Αφρική.

Μέσα από διάφορα τούνελ και μια διαδρομή από ένα θεόστενο φιδογυριστό δρόμο, πέσαμε πάνω στα τελεφερίκ που θα μας οδηγούσαν στην κορυφή. Κι εκεί που όλοι μας έλεγαν και καταλαβαίναμε με τα τα γνωστά εσπεράντο ισπανικά μας πως το αυτοκίνητο δεν πάει ψηλά, η δημοσιογραφική μου ιδιότητα και η μπότα που φάνηκε για πρώτη φορά χρήσιμη, μας άνοιξαν το δρόμο. Με την κάρτα μου press, άνοιξε ο δρόμος προς την κορυφή.

Κι αυτό γιατί σε ένα από τα φυλάκια που ο Βρετανός ήταν όνομα και πράγμα, συνομιλήσαμε σε άπταιστα αγγλικά και με προφορά και μας άφησε να ανεβούμε στο λόφο με το αυτοκίνητο ώστε να απολαύσουμε την θεσπέσια θέα από ψηλά.

Κόσμος και ντουνιάς, ανάμεσα τους κι ΄Ελληνες ανέβαιναν με τα πόδια προς τα διάφορα παρατηρητήρια. Μαγική εμπειρία να κοιτάς ταυτόχρονα την Ευρώπη και την Αφρική, τη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό από ψηλά. Ακόμη κι η μουρμούρα είχε κοπάσει.

Ελα όμως που δεν βλέπαμε πουθενά τους διαβόητους “κατοίκους” της περιοχής.

Οι μακάκοι είναι γένος μαϊμούδων του Παλαιού Κόσμου. Εκτός από τον άνθρωπο οι μακάκοι είναι το γένος με τη μεγαλύτερη εξάπλωση, καθώς ζουν από τη βόρεια Αφρική έως και την Ιαπωνία, ενώ μια τεράστια αποικία τους υπάρχει στην Ευρώπη, εδώ που επιτέλους έχουμε ανέβει, στο Βράχο του Γιβραλτάρ.

Έχουν κατηγορηθεί για πολλά. Από ντου σε περίτεχνες κομμώσεις και αρπαγές τροφών κι αντικειμένων των τουριστών, μέχρι ασέλγειες σε Βρετανές υπηκόους (τυχαίο;). Από την άλλη τι να κάνουν κι αυτoί οι δόλιοι με τις καθημερινές εισβολές περίεργων που επιμένουν να τους φωτογραφίζουν στο “σπίτι” τους.

Και δεν εξαιρώ κι εμάς που όταν τους είδαμε όταν πήραμε το δρόμο της επιστροφής παρατήσαμε στη μέση του δρόμου το αυτοκίνητο και πιάσαμε τις μηχανές.

Και πρώτη και καλύτερη η Μαρία Ολια η οποία ξαφνικά αντιλήφθηκε τη χαρά του σκαρφαλώματος στο Βράχο.

Ο Μακάκος την κοίταξε βέβαια με μισό μάτι χωρίς να αποφασίσει αν θα τη συμπαθήσει ή όχι, η γνωριμία πάντως έγινε και η εμπειρία ήταν μοναδική.

Η “επιστροφή” στην Ισπανία ήταν σύντομη. Πλέον τα σύνορα ήταν ανοιχτά. Βρήκαμε την Αλίθια που μας περίμενε στην ανδαλουσιανή πλευρά και ξεκινήσαμε για την Αλμερία που η Εβίτα κι εγώ επιθυμούσαμε να γνωρίσουμε από τις 31 Αυγούστου, τη μέρα δηλαδή που ταξίδεψε για εκεί η Μαρία Ολια.

Ντορίτα Λουκίσσα

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966 και σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 άρχισε να εργάζεται σε έντυπα, αρχικά καλύπτοντας το διεθνές ρεπορτάζ. Σύντομα πέρασε στον χώρο των media και ασχολήθηκε με τον θαυμαστό τότε και ελπιδοφόρο ακόμη χώρο της τηλεόρασης, για λογαριασμό εφημερίδων και περιοδικών. Από άποψη δεν εργάστηκε ποτέ στην τηλεόραση, αλλά μόνο στο ραδιόφωνο και συγκεκριμένα του ΣΚΑΙ, την εποχή της άνοιξης της ιδιωτικής ραδιοφωνίας. Με το κλείσιμο της Ελευθεροτυπίας -τελευταία εφημερίδα στην οποία εργάστηκε- αποφάσισε να στραφεί στο διαδίκτυο και να ανακαλύψει την αδιάκοπη δραστηριότητα του ίντερνετ, συνεργαζόμενη με διάφορες ιστοσελίδες. Παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο των multimedia.

Σχετικά Άρθρα

Back to top button