FeaturedTravel StoriesΚόσμος

Μαρόκο: Στις κάσμπες και τα κσουρ των οάσεων

Υπάρχουν κάποιοι τόποι μαγευτικοί. Αν και κλεισμένοι στην ερημιά και την σιωπή εκπέμπουν  ένα διαφορετικό φως,  μια μυστηριακή ατμόσφαιρα, μια  αόρατη δύναμη, που σε καθηλώνει.

Ένας τέτοιος τόπος είναι η κοιλάδα Ντράα. Τόπος ευλογημένος, σαν να’ χει ραντιστεί με αγίασμα.  Καθώς τη διαβαίνεις έχεις την αίσθηση πως αιωρείται ανάμεσα στο βίωμα και τη μυθολογία, το όνειρο και την πραγματικότητα, την αρμονία που εκπέμπει το κελάρυσμα του νερού της όασης και την καυτή ανάσα της ερήμου.

Ζωοδότης αυτής της απέραντης κοιλάδας στο μαροκινό νότο, είναι ο ομώνυμος ποταμός Ντράα. Πηγάζει από τον Άτλαντα και διατρέχοντας μια διαδρομή 1100 χλμ εκβάλλει στον Ατλαντικό.

Στις όχθες του εκατοντάδες κάσμπες και κσούρ μοιάζουν σαν να εκτινάσσονται από τον μύθο. Το γήινο των πλίνθινων τειχισμένων οικισμών και επάλξεων εναλλάσσεται με το πράσινο από τα αμέτρητα φοινικόδεντρα. Όπου το νερό συναντά ελάχιστο χώμα ξεπροβάλλει και μια όαση. Οι φοινικιές ρουφούν την ευλογία του εδάφους, το ζεστό μαροκινό φως και καθώς πληθύνονται και ψηλώνουν μετατρέπουν τον ρου του ποταμού Ντράα σε μια απέραντη θάλασσα. Μια πράσινη θάλασσα που απλώνει το δίχτυ της και σε αλιεύει.

Λένε πως αν δεν σταθείς στις νότιες οάσεις, στο δρόμο με τις «χίλιες κάσμπα», δεν έχεις νιώσει την πραγματική  ψυχή του Μαρόκου. Και πράγματι αυτός ο απόκοσμος, μυθώδης τόπος, έχει πολλά να σου διηγηθεί, αρκεί να ανοίξεις μάτια κι αυτιά και να σκύψεις να τον ακούσεις…

Με ξεναγό τον μικρό Αχμέτ

Βρισκόμαστε σε μια ξωτική και μυστήρια χώρα, στις παρυφές της Σαχάρα. Περπατάμε σε μονοπάτια λιγότερο τουριστικά και καθώς λοξοδρομούμε στους μύθους, εμφανίζεται  εμπρός μας ο Αχμέτ. Ένα μελαχρινό 11χρονο αγόρι.  Πουλάει χουρμάδες στους περαστικούς της κοιλάδας Ντράα και προσφέρεται να μας ξεναγήσει στην κάσμπα Ουλάντ Οτχμάν.

Η κάσμπα ανήκει στην οικογένειά του κι είναι ένα από τα εντυπωσιακότερα κτίσματα της περιοχής. Χτίστηκε τον 17ου αιώνα από λάσπη και άχυρο και στην εποχή της στέγαζε περισσότερους από 100 κατοίκους. Ο Αχμέτ μας οδηγεί στα στενά δωμάτια, θαυμάζουμε τις πανύψηλες ξύλινες οροφές, αλλά και την θέα που προσφέρει στην ευρύτερη περιοχή της Ντράα.  Εικόνες και φως που δεν φυλακίζονται σε κανένα κάδρο.

Οι κάσμπες, τα λεγόμενα Τιγκρέμτ στα βερβερικά, έπαιζαν το ρόλο οχυρωμένου κάστρου, όπου κατέφευγαν άνθρωποι και ζώα για να γλιτώσουν από τις επιθέσεις, το κρύο και άλλες απειλές για την ασφάλειά τους. Χτισμένη με χωμάτινες πλίνθους και μερικές φορές με ψιλοκομμένα άχυρα, η κάσμπα ήταν η αρχοντική κατοικία μιας οικογένειας.  Ένα επιβλητικό κτίριο με ορθογώνιο σχέδιο, πύργους και στηθαία στις τέσσερις γωνίες του που εξέχουν πάνω από τα τείχη. Από τα στενά καφασωτά του παράθυρα με τις σιδερένιες γρίλιες μπορούσαν οι ένοικοί του να βλέπουν τον εξωτερικό χώρο, χωρίς να φαίνονται. Οι ξύλινες πόρτες του άνοιγαν μόνον από μέσα. Οι κάσμπες στις ορεινές κοιλάδες έχουν χοντρούς τοίχους, ενώ στις νότιες οάσεις το περίγραμμά τους είναι πιο λεπτό και ψηλό.

Ένας δρόμος χωρίζει την Κάσμπα Ουλάντ Οτχμάν από την όαση Τανζίκ. Ακολουθώντας τον Αχμέτ, διασχίζουμε τον δρόμο και φθάνουμε στην όαση.

Στην σκιά των πανύψηλων φοινικόδεντρων αναπτύσσονται λαχανικά, σιτηρά, αλλά και δέντρα, όπως αμυγδαλιές, συκιές, βερικοκιές και ελιές. Η άρδευση γίνεται μέσω των χετάρα, των υπόγειων καναλιών. Τα νερά αντλούνται από πηγάδια ή ανεβαίνουν μόνα τους στην επιφάνεια.  Η ακριβής ποσότητα του νερού που χρειάζεται κάθε καλλιέργεια καθορίζεται από επιφανειακά κανάλια, τα λεγόμενα σεγκία.

Οι οάσεις αποτελούν εύθραυστα οικοσυστήματα που επιζούν χάρη στην αδιάκοπη ανθρώπινη παρέμβαση.

Ο Αχμέτ  σκαρφαλώνει σαν αίλουρος στο φοινικόδεντρο για να μας δείξει πως γίνεται η συγκομιδή των καρπών. Η φιγούρα του μικρού αγοριού ζωντανεύει τις παιδικές μνήμες μέσα μου. Βλέπω ξανά τις χουρμαδιές που πλαισίωναν τις παραδοσιακές πέτρινες βρύσες του χωριού, στον κόλπο της  μεσσηνιακής γης, να λυγίζουν από τα τσαμπιά με τους χρυσοκίτρινους καρπούς. Κι εμείς ένα τσούρμο παιδιά, τα κοιτάζουμε, τα λιμπιζόμαστε, μα ο φόβος μας συγκρατεί, δεν σκαρφαλώνουμε. Ώσπου  τα αγόρια βάζουν στο σημάδι τις χουρμαδιές. Πολλά τα πετραδάκια, λιγοστή η συγκομιδή, αλλά η γεύση εκείνων των χουρμάδων αξέχαστη!

Ο Αχμέτ τελειώνει ικανοποιημένος την επίδειξη και εμείς ξέρουμε πλέον έστω κι αργά, πως γίνεται η συγκομιδή των καρπών από τις χουρμαδιές.

Ιστορία και πολιτισμός

Η Κοιλάδα Ντράα κατοικείται από τους προϊστορικούς χρόνους, όπως αποδεικνύεται και από τις βραχογραφίες της περιοχής. Λέγεται πως ο ποταμός Ντράα ήταν κάποτε γεμάτος κροκόδειλους και η γη που διέσχιζε πολύ εύφορη. Τώρα σε αρκετά χιλιόμετρα χάνεται κάτω από το έδαφος.

Αμμωνίτες απολιθώματα και μαύρα ορυκτά συναντώνται στην κοιλάδα του Ταφιλάλτ νότια της Ελ Ρασίντια στην περιοχή του Ερφούντ. Τα απολιθώματα χρονολογούνται πριν από 360  εκατομμύρια χρόνια, όταν η περιοχή ήταν Ωκεανός. Σήμερα στερεοποιημένα σε μεγάλες πλάκες, τα επεξεργάζονται με ειδικό τρόπο και τα μετατρέπουν  σε διακοσμητικά αντικείμενα, συντριβάνια, τραπεζάκια, νιπτήρες.

Η ευρύτερη περιοχή των οάσεων ξεκινά από το νότιο και ανατολικό άκρο του Μεγάλου Άτλαντα, εκεί όπου η οροσειρά χαμηλώνει και συναντά την έρημο. Ντράα και Ταφιλάλτ αποτελούν τις δύο βασικές διόδους προς την Σαχάρα.

Η ιστορία του Μαρόκου είναι στενά συνδεδεμένη με αυτή την περιοχή καθώς αποτελεί την γενέτειρα των μεγάλων μαροκινών δυναστειών.  Από τον νότο ξεκίνησαν Αλμοραβίδες και Σααδίνοι τον 11ο και 16ο αιώνα αντίστοιχα για να κατακτήσουν το Μαρόκο και να επεκτείνουν τις δυναστείες τους. Όσο για τους Αλαουίτες την δυναστεία  που κυβερνά σήμερα την χώρα, εγκαταστάθηκαν στο οροπέδιο του Ταφιλάλτ τον 13ο αιώνα.

Οι ντόπιοι πληθυσμοί ανακατεύτηκαν χάρη στο εμπόριο χρυσού, ελεφαντόδοντου, αλατιού, μπαχαρικών και σκλάβων ανάμεσα στην υποσαχάρια Αφρική και το Μαρόκο κι έτσι οι Άραβες, οι Βέρβεροι και οι Χαρατίνοι (απόγονοι των μαύρων) έμαθαν να ζουν ο ένας δίπλα στον άλλο.

Οι Βέρβεροι των οάσεων

Στην ευρύτερη περιοχή των οάσεων συναντάται η Βερβέρικη φυλή Εσένια. Οι άντρες έχουν  σκουρόχρωμο δέρμα, φοράνε κελεμπίες και τουρμπάνια, αφήνοντας ακάλυπτα μόνο τα μάτια, για να προστατεύονται από τις αμμοθύελλες. Πολλοί ήταν νομάδες και έμποροι, σήμερα απασχολούνται με την κτηνοτροφία, την καλλιέργεια της γης, τον τουρισμό ή εργάζονται σε μικρές βιοτεχνίες.  Οι γυναίκες ως επί το πλείστον είναι μαυροντυμένες, αντιδρούν βίαια σε κάθε τι που μπορεί να εισχωρήσει απρόσκλητα και να διαταράξει τον κόσμο τους, την δική τους κλειστή κοινότητα. Μια κοινότητα  με θρησκευτικό φανατισμό που θυμίζει μεσαίωνα.

Οι Βέρβεροι των οάσεων πορεύονται με την δική τους αλήθεια. Έμαθαν να ζουν στις παρυφές της ερήμου, να αγαπούν αυτόν τον απέραντο γυμνό τόπο, τις πέτρες και την σκόνη του, καταλαβαίνουν τα σημάδια του και γνωρίζουν κάθε μια από τις αμέτρητες χουρμαδιές του.

Τους συναντήσαμε λίγο νωρίτερα στο κσάρ του Μαντίντ, έναν μικρό οικισμό κοντά στο Ερφούντ.

Κάποιοι κάθονται σιωπηλοί κατά γης πάνω στην άμμο, εκεί όπου ανήκουν παντοτινά, άλλοι κινούνται βιαστικοί στα στενά σοκάκια. Οι γυναίκες   σπεύδουν να εξαφανιστούν μόλις αντικρίζουν την κάμερα, άλλες δείχνουν ενοχλημένες από την απροσδόκητη επίσκεψη.

Μόνον μια από αυτές προσφέρθηκε να φωτογραφηθεί μαζί με τον γιο της. Αντίστοιχες εικόνες συναντούμε και στο Ρισσάνι.

Ρισσάνι: Το λίκνο της δυναστείας που κυβερνά το Μαρόκο

Το Ρισσάνι, η μικρή κωμόπολη στην άκρη της Σαχάρας, είναι χτισμένη στα ερείπια της Σιζιλμάσα της παλιάς πρωτεύουσας του Ταφιλάλτ. Θεωρείται λίκνο της δυναστείας των Αλαουϊτών καθώς  σε μικρή απόσταση από την πόλη βρίσκεται το Μαυσωλείο του ιδρυτή της Μουλάϊ Αλί Σερίφ.

Πίσω από το μαυσωλείο  βρίσκονται τα ερείπια του κσάρ Αμπάρ, όπου ζούσαν οι εξόριστοι Αλαουίτες πρίγκιπες και οι χήρες των σουλτάνων.  Σε απόσταση 2 χλμ από το μαυσωλείο συναντούμε το κσάρ Ουλάντ Αμπντελχαλίμ.

Χτίστηκε το 1900 για τον μεγαλύτερο αδελφό του σουλτάνου Μουλάι Χασάν, ο οποίος διορίστηκε κυβερνήτης του Ταφιλάλτ. Η μνημειώδης πύλη του με την περίτεχνη διακόσμηση στην κορυφή, μας οδηγεί σε ένα λαβύρινθο από στενά δωμάτια. Σε δύο από αυτά σώζονται ακόμη τα ζωγραφισμένα ταβάνια τους.

Τα κσούρ (στον ενικό κσάρ) είναι πλίνθινες τειχισμένες πόλεις και μικροί οικισμοί.   Δημιουργήθηκαν αρχικά ως κοινοτικά οχυρά, για να προστατεύουν τους κατοίκους από τις επιθέσεις των ληστών και των νομαδικών φυλών που έκαναν επιδρομές στις οάσεις. Στην πρώιμη μορφή τους δεν ήταν παρά μια κεντρική αλέα με σπίτια στις δύο πλευρές της. Με το πέρασμα του χρόνου εξελίχθηκαν σε χωριά με τζαμί, μεντρεσέ και σιταποθήκες. Κάθε κσάρ είναι χτισμένο με πλίνθους και χωμάτινα τούβλα και φέρει την ξεχωριστή σφραγίδα των οικοδόμων του, οι  οποίοι το κοσμούσαν με περίτεχνα, εγχάρακτα  γεωμετρικά σχέδια.  Για να διατηρηθούν χρειάζονται συνεχή συντήρηση, γι’ αυτό πολλά από αυτά έχουν εγκαταλειφθεί, με συνέπεια ο χρόνος και η βροχή να τα μετατρέπουν σε σκόνη.

Στο δρόμο των καραβανιών

Από το Ρισσάνι παίρνουμε το δρόμο που ακολουθούσαν τα καραβάνια και η Λεγεώνα των Ξένων.

Η πινακίδα στην Ζαγκόρα το λέει καθαρά: « Τιμπουκτού, 52 ημέρες με την καμήλα». Εμείς βεβαίως δεν θα διασχίσουμε την έρημο με το καραβάνι για να φθάσουμε στο Τιμπουκτού, το σημερινό Μάλι, μετά  από 52 ημέρες. Θα περιοριστούμε ως το Ταμεγκρούτ, εκεί όπου τελειώνει ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος.

Στο Ταμεγκρούτ θα περιηγηθούμε στο κσάρ, και θα επισκεφθούμε μια ζαουϊγια, το περίφημο κέντρο Ισλαμικών σπουδών και την κορανική βιβλιοθήκη. Η συλλογή περιλαμβάνει ανεκτίμητα χειρόγραφα, μεταξύ αυτών ένα κοράνι του 11ου αιώνα με κάλυμμα από δέρμα γαζέλας, βιβλία ζωγραφισμένα με χρυσόσκονη και ζαφορά καθώς και πραγματείες περί Άλγεβρας, αστρονομίας και Αραβικής λογοτεχνίας.

Στο κσάρ στεγάζεται και το εργαστήρι αγγειοπλαστικής της περιοχής, στο οποίο κατασκευάζονται τα παραδοσιακά σκεύη με το πράσινο στίλβωμα, χαρακτηριστικό των κεραμικών του Ταμεγκρούτ.

Αφήνοντας πίσω μας το Ταμεγκρούτ, επιστρέφουμε στην κοιλάδα  Ντράα και μετά από σύντομη στάση στην Άγκτζ,  φθάνουμε στην Ουαρζαζάτ.

Ο δρόμος από την Άγκτζ έως την Ουαρζαζάτ διασχίζει το ερημικό οροπέδιο του Τζέμπελ Τιφερνίν. Οι λόφοι με τους μαύρους βράχους καταλήγουν σε απότομα φαράγγια και ο δρόμος ανεβαίνει σε υψόμετρο 1600 μέτρων. Στα βόρεια διακρίνονται οι πρόποδες του Μεγάλου Άτλαντα και στα ανατολικά το Τζέμπελ Σάρο.

Μια μεγάλη  αφιλόξενη περιοχή με απότομους βράχους και βαθιά φαράγγια που δεν περιλαμβάνεται στις τουριστικές διαδρομές. Είναι η επικράτεια της φυλής Άιτ Άτα, μια νομαδική φυλή που δεν υπέκυψε ποτέ στους σουλτάνους και αντιστάθηκε στους Γάλλους μέχρι και την μάχη του Μπου Γκάφερ το 1933. Ζουν σε κσάρ, αλλά όταν οδηγούν τα κοπάδια τους στα εποχικά βοσκοτόπια κατοικούν σε σκηνές.

Η Ουαρζαζάτ

Η Ουαρζαζάτ μια πρώην στρατιωτική βάση που ίδρυσαν οι Γάλλοι για να ελέγχουν το νότο, αποτελεί σήμερα τουριστικό κόμβο ανάμεσα στο Μαρακές και την έρημο. Χτίστηκε το 1928 σε υψόμετρο 1160 μέτρων πάνω στον κεντρικό άξονα, 200 χλμ νότια του Μαρακές,  ανάμεσα στα βουνά και την έρημο, στο σημείο όπου σμίγουν η κοιλάδα Ντράα με την Νταντές.  Η πόλη είναι περισσότερο γνωστή ως έδρα σπουδαίων κινηματογραφικών στούντιο, αλλά αυτό που της προσδίδει ιδιαίτερη πολιτιστική αξία είναι η Κάσμπα Ταουρίρτ, η μεγαλύτερη και πιο καλοδιατηρημένη κάσμπα στην χώρα. Είναι και το μοναδικό ιστορικό κτίριο που διαθέτει, καθώς κατά τα άλλα είναι μια σύγχρονη επαρχιακή πόλη με φαρδιούς δρόμους, πολλά ξενοδοχεία και δημοτικούς κήπους.

Η κάσμπα Ταουρίρτ χτίστηκε το 1930,  καλύπτει επιφάνεια 6534 τ.μ. και δίνει μια εικόνα για τον τρόπο ζωής των κατοίκων της. Κάποτε στέγαζε την πολυμελή οικογένεια Γκλαουί και τους υπηρέτες της. Μια οικογένεια που κυριαρχούσε στο νότο και ήλεγχε την πρόσβαση στον Μεγάλο Άτλαντα. Ήταν η πρώτη που συνεργάστηκε με τους Γάλλους στην επέκτασή τους στις νότιες περιοχές. Η κάσμπα πέρασε στα χέρια του δήμου το 1972 και από το 1984 αποτελεί μνημείο προστατευόμενο από την ΟΥΝΕΣΚΟ.  Η εξωτερική της εικόνα έχει αποτυπωθεί στο μαροκινό χαρτονόμισμα των 500 Ντιρχάμ.

Η πρόσοψη αποτελείται από ψηλούς, λείους πλίνθινους τοίχους, οι οποίοι έχουν διακοσμηθεί με γεωμετρικά σχέδια σε αρνητικό ανάγλυφο. Στο εσωτερικό ένας λαβύρινθος από στενές σκάλες σε όλα τα επίπεδα του κτιρίου, μας οδηγεί σε δωμάτια διαφόρων μεγεθών που φωτίζονται από χαμηλά παράθυρα. Τα μεγαλύτερα δωμάτια έχουν  διακόσμηση με άνθινα και γεωμετρικά μοτίβα από γυψομάρμαρο και ζωγραφισμένα ξύλινα ταβάνια. Κάποια μικροσκοπικά και χαμηλοτάβανα έχουν σκεπές από βούρλα, αψίδες, κόκκινα πατώματα και κατάλευκους τοίχους.

Η κάσμπα προσφέρει θέα στο κσάρ του Ταουρίρτ και στο μουσείο κινηματογράφου της πόλης.

Ακολουθώντας το δρόμο για το Μαρακές, λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη μια καλλιτεχνική επιγραφή σε σχέδιο κινηματογραφικής κλακέτας μας οδηγεί στα στούντιο Άτλας cinema και CLA cinema . Τα Άτλας είναι τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά στούντιο της περιοχής, καλύπτουν επιφάνεια 30.000 τ.μ. και περιβάλλονται από πλινθόκτιστα τείχη. Στην είσοδό τους δεσπόζουν αντίγραφα αιγυπτιακών αγαλμάτων σε χολιγουντιανό στυλ.

Εδώ κι έναν αιώνα στην περιοχή έχουν γυριστεί εκατοντάδες ταινίες, όπως «Ο Λόρενς της Αραβίας», «Ο Μονομάχος», «Βαβέλ», «Τσάι στη Σαχάρα» και άλλες.

Το κσάρ Άιτ Μπενχαντού

Πάντως το πιο ατμοσφαιρικό φυσικό σκηνικό για κινηματογραφική ταινία μας αποκαλύπτεται  λίγο βορειότερα στην επαρχία Σους Μάσα Ντράα κι αφού έχουμε θαυμάσει μια ακόμη όμορφη κάσμπα την Τιφιλτούτ. Το Άιτ Μπενχαντού  προβάλλει με φόντο ένα ροζ ασβεστολιθικό λόφο, σμιλεμένο από την φύση, στην αριστερή όχθη του ποταμού Ουαρζαζάτ. Το προσεγγίζουμε από μια γέφυρα που συνδέει το κσάρ με την νέα πόλη.

Φωτογενές και ξεχωριστό, περιλαμβάνει μια ομάδα από πλινθόκτιστες κάσμπες. Όταν η ΟΥΝΕΣΚΟ το ανακήρυξε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς το 1987, κάποιες από αυτές αποκαταστάθηκαν. Οι πύργοι τους κοσμούνται από τυφλές αψίδες και γεωμετρικά σχέδια σε αρνητικά ανάγλυφα, δημιουργώντας ένα παιχνίδι με το φως και την σκιά.

Το σκηνικό του Άιτ Μπενχαντού είναι μαγευτικό, σε μεταφέρει πίσω στο χρόνο και δικαίως  το επέλεξε ο Φράνκο Τζεφιρέλι για τα γυρίσματα της σειράς του «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ». Το σκηνικό όμως είναι γνώριμο και από τα γυρίσματα άλλων ταινιών, όπως «Ο μονομάχος», «Ο Λώρενς της Αραβίας», «Το διαμάντι του Νείλου» καθώς και τηλεοπτικών σειρών, όπως το «Game of Thrones». Η φαντασμαγορική Qarth, ήταν στην πραγματικότητα το Άιτ Μπενχαντού!

Πίσω από τις κάσμπες βρίσκονται τα απλά πλινθόκτιστα σπίτια, τα περισσότερα από αυτά στεγάζουν τουριστικά μικρομάγαζα. Σήμερα στο κσάρ κατοικούν λιγότερες από δέκα οικογένειες.

Σκαρφαλώνουμε στο πιο ψηλό σημείο του κάστρου, κάνοντας ζιγκ ζαγκ στα στενά χωμάτινα δρομάκια, ανάμεσα στα καφεκόκκινα σπίτια. Η θέα με το ποτάμι, τον φοινικώνα, την νέα πόλη από την μια και τους κόκκινους βράχους  από την άλλη μας αποζημιώνει.

Γεμάτοι με αυτές τις εικόνες, παίρνουμε τον δρόμο για το Αγκαντίρ, την λουτρόπολη του Ατλαντικού, έχοντας αριστερά μας τον Αντιάτλαντα και δεξιά τα οροπέδια με τις εντυπωσιακές αργανίες,  από τις οποίες παράγεται το περίφημο αργανέλαιο του Μαρόκου.

Μέσω
Φωτογραφίες, Κείμενο: Βάσω Βασιλαδιώτη

Bάσω Βασιλαδιώτη

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Ξεκίνησε από το πολιτιστικό και ελεύθερο ρεπορτάζ στον περιοδικό Τύπο και την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», όπου εργάστηκε έως τα τέλη του 1983. Από το 1984 και για 28 χρόνια εργάστηκε στο πρώτο κανάλι της ΕΡΤ (ΕΤ1 και ΝΕΤ), καλύπτοντας τα ρεπορτάζ των υπουργείων Εσωτερικών και Δημόσιας Διοίκησης, καθώς και τον τομέα της Αυτοδιοίκησης. Εχει συνεργαστεί επίσης με τις εκδόσεις Λυμπέρη (περιοδικά Εγώ, 7Μέρες TV, Τηλεκοντρόλ), τα περιοδικά «Φαντάζιο» και «Οικογενειακός Θησαυρός», τις εφημερίδες «Πρωινή Ελευθεροτυπία», «Ελευθεροτυπία της Κυριακής», «Ειδήσεις» , «Εθνος της Κυριακής», «Εξόρμηση», «Δημοσιογράφος», «Ήχος & Hi –Fi», καθώςκαι άλλα εξειδικευμένα έντυπα στον χώρο της μουσικής και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Υπήρξε συνεργάτιδα, στο Γραφείο Τύπου, του υπουργού Γιώργου Γεννηματά. Το 2003 βραβεύτηκε από το Ίδρυμα Προαγωγής Δημοσιογραφίας Αθανασίου Βασιλείου Μπότση για «την πολύπλευρη και υπεύθυνη δραστηριότητά της στο ρεπορτάζ Τοπικής Αυτοδιοίκησης» με χορηγό τον Δήμο Αθηναίων. Τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί στο διαδίκτυο παρουσιάζοντας οδοιπορικά και θέματα που της κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Επίσης ασχολείται ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία

Σχετικά Άρθρα

Back to top button