Ο Πλάτανος των Κενταύρων
Έβρεχε! Ή θερμοκρασία έπεσε στους 17! Τι Αύγουστος είναι αυτός θα μου πεις;
Κ όμως…
Aφού δεν μπορούσα να κολυμπήσω ή να πιω τα κοκτέιλ μου στο μπιτς μπαρ ή να φάω τα καλαμαράκια μου και να παίξω ρακέτες στην παραλία (όχι πως δεν τα έκανα τελικά όλα αυτά), η προσοχή μου στράφηκε προς το μέρος που ήμουν…
Κι άνοιξαν οι πύλες… Κεραμίδι Πηλίου ε;
Κεραμίδι Πηλίου λοιπόν… στο βουνό των κενταύρων…
Στην αρχή, πρόσεξα το γεφυράκι της πλατείας… παρατήρησα τις σκιές που έχουν μείνει στο λιθόστρωτο… έκανα ησυχία να ακούσω την ιστορία τους… «οι πλάτανοι», μου ψιθύρισε το γεφύρι…
“Χρόνια τώρα, ανήλιαγο, σχεδόν καταραμένο… όμως όλοι με έχουν διαβεί… ζω από τις ανάσες τους κι αυτό μου φτάνει”…
Άφησα το γεφυράκι και κατέβηκα στη θάλασσα… είχε θυμώσει… μάλωνε με τον αέρα… πετροβολούσε την παραλία, ήθελε να την χαλάσει…
«Χρόνια αυτό το βιολί», μου είπε ή παραλία πληγωμένη… άδεια σήμερα… μόνο εγώ της συμπαράσταθηκα!
Περιηγήθηκα για λίγο μέσα στο χωριό…
Κοίταξα τριγύρω μου τους ανθρώπους… όλοι γεμάτοι, χορτασμένοι!
Έπαιξα λίγο με τον πλάτανο… μέσα του είδα όλους τους κενταύρους και τους διόνυσους του βουνού…
Ή βροχή σταμάτησε… το καλοκαίρι ξαναγύρισε…
Έκανα μπάνιο, έπαιξα ρακέτες, έφαγα τα καλαμαράκια μου, όμως ο νους μου έμεινε εκεί… δεν γύρισε ποτέ πίσω … από το βουνό των κενταύρων…
Γύρισα σπίτι κι έγραψα το καλύτερο μου ποίημα!