FeaturedTravel StoriesΚόσμος

Μάλτα: Των ιπποτών και των περαστικών

Τo νησί διατηρεί όλα τα ονόματα του παρελθόντος του. Όπως ακόμη, τη μνήμη από τους παλιούς κτήτορες, τους περαστικούς πολιορκητές, τους ανήσυχους ανθρώπους της Μεσογείου όπου εδώ έβρισκαν –και μάλλον εξακολουθούν ν’ αναζητούν– ένα απάγκιο της πελαγίσιας διαδρομής τους στις δύο λεκάνες της κλειστής θάλασσας.

Δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαία η γαλαζωπή αλμύρα στο νερό, ούτε και ο ήλιος που κρύβει την όποια δυνατότητα στο μάτι να «διασχίσει» τον ορίζοντα για να φθάσει είτε προς τα νότια της Σικελίας είτε τη Λιβύη και την Τυνησία είτε, πιο ανατολικά, τις ακτές της Πελοποννήσου. Το νησί βρίσκεται, χωροχρονικά ακίνητο, στη μέση του παλιού αυτού κόσμου και πασχίζει, νωχελικά μάλλον, να έρθει πιο κοντά στον αυριανό μιας κάπως ενωμένης και γυαλιστερής Ευρώπης… Κοινός παρονομαστής σε κάθε μία από αυτές τις πραγματικότητες, η Ιστορία και τα πωρολίθινα σημάδια της σε κάθε σημείο.

Η Μελίτη των αρχαίων Ελλήνων έγινε Melita για τους Λατίνους της Ρώμης και αργότερα προσαρμόστηκε στο σημερινό όνομα της Μάλτας. Είναι μια ελάχιστη ένδειξη των ήχων, των γλωσσών, που έχουν περάσει από τα στόματα των κατοίκων διαμέσου των αιώνων. Τα πρόσωπά τους είναι μελαψά, καμένα από τη συνεχή ηλιοφάνεια και τη «γειτνίαση» με την αφρικανική ζέστη. Η γλώσσα, τα μαλτέζικα, μιλιούνται από το μισό εκατομμύριο ανθρώπους του νησιού˙ είναι σημιτική γλώσσα, δηλαδή εντάσσεται στον φωνολογικό χάρτη των αραβικών διαλέκτων, με στοιχεία ανάμεικτα από τα ιταλικά της κοντινής Σικελίας.

Οι Μαλτέζοι δεν κοιτάζουν ποτέ στα μάτια τους επισκέπτες. Σκέφτομαι μήπως αυτή η λεπτή υποτακτικότητα παραμένει σημάδι απέναντι στους πιο πρόσφατους «προστάτες» τους, τους Άγγλους. Μόλις το 1979, ύστερα από εκατό εβδομήντα εννέα χρόνια, απαλλάχθηκαν από το αποικιακό σφίξιμο της βρετανικής πολιτικής. Μιλούν τα αγγλικά, ως δεύτερη επίσημη γλώσσα, διατηρούν τα κόκκινα τηλεφωνικά κουβούκλια στα πεζοδρόμια και οδηγούν «ανάποδα» στους δρόμους, ωστόσο.

Αυτό που κυρίως προσέχει κανείς είναι η διαρκής ζωντάνια, το χαμόγελο, η αυθορμησία τους. Μερικές φορές γίνονται φασαριόζοι, ειδικά σε πανηγύρια και γιορτές της καθολικής εκκλησίας. Είναι γνήσιοι απόγονοι του μεσογειακού πολιτισμού, αναπνέουν την αύρα της baħar Mediterran (=Μεσογείου θάλασσας) και κατέχουν γονιδιακά την ακατάσχετη γνώση μιας μακράς κληρονομιάς, για να επιβεβαιώσουν όλα όσα υποστηρίζει με σθένος κι ενθουσιασμό ο Fernard Braudel στα βιβλία του. Αυτά τα «παλιά πράγματα», όπως λέει ο Γάλλος ανθρωπολόγος, δίχως συμπλέγματα, ματαιοδοξίες ή αλαζονεία παραμένουν ανέπαφα στο νησί και στις νησίδες που το περιβάλλουν (το Γκότζο, το Κομίνο, το Κομινότο, η Φίλφλα και οι βραχονησίδες του Αγίου Παύλου)…

Παντού ο τουρισμός έχει εισβάλει, όμως πρέπει να σημειωθεί ότι οι Μαλτέζοι δεν «αποδίδουν τιμές» στο αλισβερίσι των ξένων, δεν συγκινούνται κατά βάθος από την παρουσία τους.

Έτσι συμβαίνει στην αξεπέραστης διατηρημένης ομορφιάς M’dina, όπου όταν αποχωρούν οι τουρίστες οι κάτοικοι ησυχάζουν και τίποτε δεν φαίνεται να διαταράσσει το σκηνικό της μεσαιωνικής ηρεμίας που de facto αποπνέει η πόλη.

Έτσι και στο ψαροχώρι Marsaxlokk, στα νότια, όπου οι ντόπιοι ζουν κυριολεκτικά «στον κόσμο τους»˙ ξεχασμένοι λιγάκι από την τουριστική ανάπτυξη, βολεμένοι στη νωχέλειά τους (θυμίζοντας αρκετά τους κατοίκους νησιών της ελληνικής άγονης γραμμής στη δεκαετία του ’80).

Έτσι και στο Birgu και στην αντικρινή Isla ή Senglea, όπου και ο συναγωνισμός για το ποια πόλη από τις δύο θα κάνει τον μεγαλύτερο σαματά με μπάντες, χορούς, κρασιά, τεράστια λάβαρα κρεμασμένα στα στενά και συνεχείς ομοβροντίες από ναπολεόντεια κανόνια, όταν γιορτάζουν οι πολιούχοι τους San Duminku (Άγιος Δομίνικος) και Knisja Maria Bambina (Γενέθλιο Παναγίας) αντίστοιχα.

Όταν έρχεται η στιγμή της αποχώρησης για τον επισκέπτη, ετούτα υπερκαλύπτουν τα αισθητήρια (κι αργότερα, τη μνήμη): ο λόγος για τα υπέροχα φρούρια με τις σκιές των «Ιπποτών της Μάλτας» (με συσχετισμό προς τη δωδεκανησιακή Ρόδο) όσο και για τις μοναδικές, καλοδιατηρημένες και επιβλητικές στον αστικό χώρο εκκλησίες.

Για τα μεν, μπορούν να γραφούν απέραντες περιγραφές, μ’ έκσταση ανάλογη της ιστορικής σημασίας τους στο παρελθόν του νησιού. Το σύμπλεγμα των κάστρων της Valletta, του Birgu, της Μ’dina, της Citadella στη νήσο Γκότζο –για ν’ αναφερθούν κάποια ενδεικτικά–, είναι απίστευτης γοητείας «σημάδια» μιας άλλης εποχής που καταφέρνουν να διατηρηθούν ανεξίτηλα.

Για τις δε, το ρωμαιοκαθολικό αίσθημα των Μαλτέζων παραμένει κυρίαρχο. Και δεν περιορίζεται στη θρησκευτική πίστη αλλά διακτινίζεται στην αισθητική αντίληψη, στο αίσθημα κοινωνικής βάσης και εθνοτικής ταυτότητας. Είτε μεγάλες καθεδρικές με ψηλές εντυπωσιακές προσόψεις είτε χαμηλές, μικρές με ελάχιστο διάκοσμο, οι εκκλησίες, τα ναΐδια, τα προσκυνητάρια, διαμορφώνουν τελικά την εξωστρέφεια, τον χαρακτήρα και τη διηνεκή εικόνα της Μάλτας.

Και μιλώντας για εξωστρέφεια, αξίζει μία αναφορά στην μπαρόκ κουλτούρα αρχιτεκτονικής, γλυπτικής και ζωγραφικής. Με προεξάρχουσα τη φιγούρα του Caravaggio, για τον οποίο η προσπάθεια γίνεται να εδραιωθεί στις συνειδήσεις ως κορυφαία καλλιτεχνική φιγούρα που συσχετίστηκε καθοριστικά με το νησί: έγινε ιππότης στο περίφημο θρησκευτικό τάγμα, ενώ το έργο του «Ο αποκεφαλισμός του Ιωάννη», που βρίσκεται στη μητρόπολη της Valletta, είναι εμβληματικό και συμβολίζει τη μαλτέζικη συμμετοχή στο ύστερο αναγεννησιακό γίγνεσθαι της Ευρώπης.

Στη σύγχρονη πραγματικότητα, εκείνη την άλλη πλευρά των πραγμάτων, η Μάλτα είναι η μικρότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εισάγει τα πάντα, κυριολεκτικά. Οι άνδρες εργάζονται κυρίως, κάνοντας μάλιστα δύο και τρεις δουλειές ύστερα από την έλευση του ευρώ. Τα ενοίκια είναι διπλάσια σε σύγκριση με την Αθήνα. Αλλά, τα καύσιμα είναι φθηνότερα κατά το ήμισυ. Η δε προκλητικά χαμηλή φορολογία του κράτους είναι μαγνήτης για υπεράκτιες εταιρείες. Το δέκα τοις εκατό του πληθυσμού είναι Ασιάτες ή Αφρικανοί μετανάστες και πρόσφυγες, συνεχώς αυξανόμενοι. Τελευταία έχουν εμφανιστεί οι Κινέζοι, οι οποίοι αγοράζουν γη και σπίτια σωρηδόν. Καλά το λένε οι ίδιοι οι Μαλτέζοι: η «καρδιά» της Μεσογείου πράγματι χτυπάει ακόμη δυνατά…           

Βασίλης Ρούβαλης

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, εκδότης, δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969, με σπουδές στη Βυζαντινή Φιλολογία (Πανεπιστήμιο Κρήτης) και δεύτερες σπουδές στη Δημιουργική Γραφή (μεταπτυχιακό και σ' εξέλιξη διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας). Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 «αναμείχθηκε» στο πολιτιστικό ρεπορτάζ, σε ραδιόφωνο, περιοδικά, εφημερίδες αλλά και, συνειδητά για λίγο, στηντηλεόραση. Παράλληλα ξεκίνησε η συγγραφική διαδρομή του με ποιήματα, διηγήματα, μεταφράσεις, κριτικά και δοκιμιακά κείμενα γύρω από το λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Είναι ο δημιουργός του πρώτου ελληνικού ηλεκτρονικού περιοδικού για την ποίηση, (.poema..), στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Διευθύνει τις (.poema..) εκδόσεις και συμμετέχει στις Εκδόσεις Γραφομηχανή. Η ενασχόλησή του με τη φωτογραφία αποτελεί «συνομιλία» μεταξύ λόγου και εικόνας, μια συνάρτηση προς διερεύνηση δημιουργική (και με μία ατομική έκθεση προ εξαετίας). Mέλοςτης Εταιρείας Συγγραφέων, της ΕΣΗΕΑ, της Εταιρείας Αχαϊκών Σπουδών και της Ένωσης Μεσσήνιων Συγγραφέων. Διαδικτυακή παρουσία www.rouvalis .gr & www.vassilisrouvalis.blogspot.gr & www.instagram.com/siliodaprile/

Σχετικά Άρθρα

Back to top button