FeaturedTravel StoriesΚόσμος

Πόντος, ένας τόπος φορτωμένος με μνήμες και ιστορία

Η θάλασσα όντες βοά και κρούει ’ς ση θαλασσάκρε
΄ς σο νου μ’ όνερα έρχουνταν ’ς σ’ ομάτε μ’ μαύρα δάκρε.

(Η θάλασσα όταν βοά και χτυπάει στην παραλία,
στο νου μου έρχονται όνειρα, στα μάτια μου μαύρα δάκρυα.)

Η Άξενη θάλασσα που έγινε Εύξεινος Πόντος και σήμερα Karadeniz δηλαδή “μαύρη θάλασσα”. Για πολλούς συμπατριώτες μας ένα οδοιπορικό στα παράλια του Εύξεινου Πόντου αποτελεί ένα σεργιάνι μνήμης σε πατρίδες που μπορεί να είναι πια σβησμένες από τους χάρτες, αλλά παραμένουν ζωντανές στις καρδιές τους. Τα βάθη της Τουρκίας αποτελούσαν ανέκαθεν για τους Έλληνες μια περιοχή τόσο φιλική και γνώριμη όσο κι οι ακτές της αχανούς αυτής χώρας στη Μεσόγειο.

Είχα ήδη επισκεφτεί τη Τουρκία 5-6 φορές, αυτό όμως το ταξίδι ήταν ιδιαίτερο. Το σφίξιμο που υπάρχει νομίζω σε όλους μας όταν επισκεπτόμαστε τους γείτονες για πρώτη φορά το είχα ξεπεράσει από τις προηγούμενα ταξίδια μου. Ιδίως σε αυτό το ταξίδι ήρθαμε σε επαφή με απλό κόσμο. Μορφές γνώριμες των παιδικών μου αναμνήσεων από τη Θεσσαλική επαρχία βρισκόντουσαν συνέχεια μπροστά μου και ήταν φιλικές και εξυπηρετικότατες.

Οι άνθρωποι

Από τη πτήση μέχρι την επιστροφή μας, οικείες φάτσες και χειρονομίες και εκφράσεις… Αν έκλεινα τα αυτιά μου θα μπορούσα να πω ότι βρισκόμουν σε ελληνικό περιβάλλον. «Γιουνανιστάν» απαντούσαμε σε οποιαδήποτε ερώτηση και τους έβλεπες να χαμογελούν, να δίνουν το χέρι, να αρχίζουν την κουβέντα στη γλώσσα τους, λες και θα καταλαβαίναμε… Καθίσαμε πλάι τους, φωτογραφήσαμε τους ίδιους, τα είπαμε μαζί στη γλώσσα την πανανθρώπινη της ειρήνης και της συμφιλίωσης, όλο χαμόγελο και χειρονομία. Οικογένειες παντού, πιτσιρίκια να τρέχουν και μανάδες να φωνάζουν. Αυτό το ταξίδι έδωσε πολλές απαντήσεις αλλά δημιούργησε και πολλά καινούρια ερωτηματικά…

Η ιστορία

Ο Πόντος στην Ελληνική μυθολογία ήταν γιός της Γαίας, θεός της θάλασσας. Υπήρξε πατέρας των πολλών θαλάσσιων θεοτήτων. Αργότερα στην κλασσική αρχαιότητα επισκιάστηκε από άλλες θεότητες όπως ο Ποσειδώνας και η Αμφιτρίτη.

Η παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή του Πόντου χρονολογείται από την αρχαιότητα. Αφού εξερεύνησαν πρώτα διεξοδικά το Αιγαίο, οι Έλληνες θαλασσοπόροι ξεκίνησαν να κατακτήσουν την αφιλόξενη και γεμάτη τρομερούς κινδύνους θάλασσα του «Άξενου» Πόντου. Και κατάφεραν τελικά να δαμάσουν την κλειστή υδάτινη λεκάνη του Πόντου, που έγινε μια θάλασσα φιλόξενη, «Εύξεινος» και ελληνική. Από τον μύθο του Φρίξου και της Έλλης, τους άθλους του Ηρακλή, τον μύθο του Προμηθέα, τις Αμαζόνες και την Αργοναυτική εκστρατεία, συμπεραίνουμε ότι η λεκάνη του Εύξεινου Πόντου από αρχαιοτάτων χρόνων είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον των Ελλήνων.

Πρώτη Ελληνική αποικία αναφέρεται η Σινώπη από την οποία κατάγεται ο φιλόσοφος Διογένης. Μετά ήρθαν οι Πέρσες ο Κύρος και ο Δαρείος. Η Κάθοδος των Μυρίων και η «Κύρου Ανάβασις» του Ξενοφώντα.  Η κοσμοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου, το ελληνιστικό βασίλειο του Πόντου με δημιουργό το Μιθριδάτη, και στη συνέχεια η ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η αυτοκρατορική δυναστεία των Κομνηνών, που ίδρυσαν στην περιοχή του Πόντου ανεξάρτητο βασίλειο, γνωστό και ως «Αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών» και τέλος η οθωμανική κυριαρχία. Μετά μια αρκετά μεγάλη δραστήρια και ακμάζουσα ελληνική κοινότητα που σταμάτησε να υπάρχει μετά το 1922. Το 1914 αποτέλεσε την αφετηρία για την εξολόθρευση του ποντιακού Ελληνισμού. Χιλιάδες Έλληνες-χριστιανοί, που υποχρεώθηκαν να στελεχώσουν τα διαβόητα τάγματα εργασίας, εκτοπίστηκαν στα βάθη της Ανατολής, όπου και πέθαναν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες αιχμαλωσίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν (1916-1918), η ίδια τύχη περίμενε το σύνολο σχεδόν του χριστιανικού πληθυσμού. Η αποβίβαση του Κεμάλ Ατατούρκ στη Σαμψούντα (19/5/1919) σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τον Ελληνισμό του Πόντου. Η γενοκτονία των Ποντίων αναγνωρίστηκε ομόφωνα από τη Βουλή των Ελλήνων -με 70 χρόνια καθυστέρησης- το 1994 και η 19η Μαΐου καθιερώθηκε ως Ημέρα Μνήμης.

Η Γκιουλμπαχάρ δηλαδή το “Ρόδο της Άνοιξης”

Η Γκιουλμπαχάρ Χατούν 1453-1510 καταγόταν από ένα χωριό της Τραπεζούντας, υπήρξε σύζυγος του Σουλτάνου Βαγιαζίτ Β΄. Ήταν κόρη του ιερέα του χωριού και την έλεγαν Μαρία. Ήταν ελληνικής καταγωγής. Ο Σουλτάνος την έκανε σύζυγό του και την ονόμασε Γκιουλμπαχάρ δηλαδή το “Ρόδο της Άνοιξης” την οποία και κράτησε επί μακρόν στα ανάκτορά του. Αργότερα όταν αντελήφθη ότι είχε επισύρει το φθόνο των άλλων γυναικών του χαρεμιού του, την έστειλε στην πατρίδα της με τον γιο της. Εκεί παρέμεινε μέχρι το θάνατό της. Το μαυσωλείο της Ελληνίδας σουλτάνας βρίσκεται στην Τραπεζούντα. Πονόψυχη και δραστήρια, έκανε πλήθος αγαθοεργίες υπέρ των χριστιανών αλλά βοήθησε και τους Τούρκους της περιοχής για χάρη των οποίων έκτισε το “Ιμαρέτ” που λειτουργούσε ως θεολογική σχολή μουσουλμάνων. Σ΄ αυτό δε το τέμενος θάφτηκε η Μαρία το 1510 και επί του μαυσωλείου της υπάρχει επιγραφή στην αραβική και περσική, στην οποία αποκαλείται “Ρωμαία Δέσποινα”. Το όνομα “Γκιουλμπαχάρ” έγινε περισσότερο γνωστό στους νεοέλληνες από το ομώνυμο ρεμπέτικο τραγούδι που έγραψε ο Βασίλης Τσιτσάνης το 1950 και που το ερμήνευσε η μεγάλη ρεμπέτισσα της εποχής Ρένα Ντάλια σε αργό ανατολίτικο ρυθμό.

Η περιήγηση

Με μια διπλή πτήση βρεθήκαμε στη Τραπεζούντα (Trabzon), επισκεφτήκαμε το ναό της Αγίας Σοφίας, τον ναό της Θεοτόκου της Χρυσοκεφάλου, το Ελληνικόν Φροντιστήριον Τραπεζούντος, τον ναό του Αγ. Ευγενίου και τον λόφο Κρυονέρι με τη νεοκλασική έπαυλη του τραπεζίτη Καπαγιαννίδη γνωστή σήμερα ως το αρχοντικό του Ατατούρκ. Μετά τη μαγευτική κοιλάδα του ποταμού Φουρτούνα (Firtina) επίσκεψη στην τοπική αγορά του Τσαμλίχεμσιν (Çamlıhemsin) ένα τυπικό χωριό των Λαζών. Από εκεί φύγαμε για τη γέφυρα των Κομνηνών και μετά πεζοπορώντας στο χωριό Çatköy. Σε μικρή απόσταση περάσαμε από το κάστρο Ζίλ καλε (Zilkale) σκαρφαλωμένο στις απότομες πλαγιές του Εθνικού Πάρκου Kaçkar Daği. Επιστροφή για χαμάμ και διανυκτέρευση στο Ayder. Μετά το παραθαλάσσιο Fındıklı επίσκεψη στο ορεινό χωριό Cağlayan γνωστό για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του και μετά επίσκεψη στις απότομες και καταπράσινες περιοχές νότια του Ριζέ (Rize) όπου καλλιεργείται το καλύτερης ποιότητας τσάϊ της Τουρκίας. Άφιξη στις λίμνες και πορεία στο μαγευτικό τοπίο Uzungöl. Το πρωί αναχώρηση για Σαμψούντα περνώντας όλον σχεδόν τον παράλιο Πόντο. Περάσαμε από την Κερασούντα (Giresun) που οφείλει το όνομά της στην άφθονη παραγωγή κερασιών (από εδώ ξεκίνησε η εισαγωγή στην Ευρώπη από το Ρωμαίο στρατηγό Λούκουλο!!), τα Κοτύωρα (Οrdu) Ψωμιάδειος Σχολή και Μητροπολιτικός ναός της Υπαπαντής. Φτάσαμε το απόγευμα στην Σαμψούντα (Samsun αρχαία ελληνικά: Αμισός). Βόλτα στην πόλη, πλατεία των ρολογιών και ελληνικά νεοκλασικά.

Το φαγητό

Ένα ταξίδι στη γείτονες γίνεται ακόμα πιο σημαντικό γιατί η κουζίνα τους οδηγεί τον ουρανίσκο μας στο παράδεισο. Και τι δε δοκιμάσαμε… Ας ξεκινήσω από φαγητό… Παστουρμά (pastirma) που σημαίνει πιεσμένο κρέας στα τουρκικά, εξαιτίας της συνήθειας των τουρκικών φύλων να έχουν μαζί τους παστό κρέας μέσα σε ειδικές τσέπες της σέλας τους, οι οποίες βρισκόταν κάτω ακριβώς από τους μηρούς του ιππέα.

Ντονέρ κεμπάπ (döner kebap) που σημαίνει «σούβλα που γυρίζει», στο οποίο χρησιμοποιείται συνήθως αρνίσιο κρέας, ραντίζεται με καυτή σάλτσα ντομάτας πάνω από τα κομμάτια της πίτας, με λιωμένο βούτυρο πρόβειο και γιαούρτι.

Χουνκιάρ μπεγεντί (hünkâr beğendi) το οποίο γίνεται με αρνίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας και πουρέ από μελιτζάνες. Το όνομα του φαγητού στην τουρκική γλώσσα σημαίνει “όπως αρέσει στο Σουλτάνο”, υποδηλώνοντας τη νοστιμιά. Το κρέας ψήνεται στο γκριλ ή γίνεται κοκκινιστό στην κατσαρόλα. Κόβεται σε κύβους και προστίθενται κρεμμύδι, σκόρδο, πιπεριές, προαιρετικά ντομάτα και μπαχαρικά (ρίγανη, θυμάρι, τριμμένο κόλιαντρο, φύλλα δάφνης, πάπρικα, πιπέρι, κανέλα, μπαχάρι).Ο πουρές μελιτζάνας γίνεται με τηγανητές ή ψητές μελιτζάνες και βούτυρο. Στη συνέχεια αποκτά άσπρο χρώμα είτε με την προσθήκη γάλακτος ή κρέμας γάλακτος. Ο πουρές αρωματίζεται με τριμμένο μοσχοκάρυδο και πιπέρι.

Ιμάμ μπαιλντί, το όνομά του σημαίνει «ο Ιμάμης μπαΐλντισε (λιποθύμησε)» επειδή, σύμφωνα με το μύθο, ένας ιμάμης που το δοκίμασε για πρώτη φορά, έχασε τις αισθήσεις του. Το βασικό συστατικό του ιμάμ μπαϊλντί είναι οι μελιτζάνες. Κατά την προετοιμασία, κόβονται κατά μήκος και αφού τηγανιστούν, γεμίζονται με διάφορα ζαρζαβατικά  όπως ντομάτα, κρεμμύδι ή μαϊντανό.  Έπειτα ψήνονται σε φούρνο.

Στο τραπέζι συνήθως υπήρχε σος ροδιού (nar ekşili) για τις σαλάτες. Το ρόφημα Αϊράνι (Ayran) είναι ξυνόγαλα με νερό και γιαούρτι και αλάτι και συνοδεύει το φαγητό. Άλλα ροφήματα, καφές (Kahve), τσάι (çay) και σαλέπι (salep) το οποίο φτιάχνεται από τις ρίζες ενός φυτού. Το θερμαντικό  αφέψημα  παρασκευάζεται όταν οι ξηροί κόνδυλοι (ρίζες) αλέθονται και η σκόνη τους βράζεται με ζάχαρη ή μέλι με κανελλογαρύφαλα, γάλα, και τζίντζερ.

Όταν μετακινήθηκαμε στα γλυκά, υογράψαμε αιώνια ειρήνη με τους γείτονες… Γλυκό του κουταλιού κάστανο (Kestane Şekeri), σάμαλι (şamali) σιροπιαστό γλύκισμα του ταψιού, χαλβάς (Helva)… Πρώτες ύλες για το χαλβά είναι κάποια λιπαρή ουσία (βούτυρο, ελαιόλαδο, ηλιέλαιο, ταχίνι), άμυλο νισεστές, σιμιγδάλι, ταχίνι και γλυκαντικές ουσίες (ζάχαρη, μέλι, πετιμέζι, χαρουπόμελο), ενώ σαν “διακόσμηση” προστίθενται συνήθως διάφοροι ξηροί καρποί.  Έπίσης Ασουρέ (Aşure)  ή βαρβάρα είναι ένα γλυκό, γνωστό στους Τούρκους και ως το γλυκό του Νώε, το οποίο παραδοσιακά υπάρχει στην Ελλάδα. Το γλυκό εμφανίζεται στην παράδοση τόσο των χριστιανών όσο και των μουσουλμάνων. Περιέχει ένα μείγμα από σπόρους, όσπρια, όπως φασόλια και ρεβίθια, σιτάρι, ξηρούς καρπούς και φρούτα, ψημένο σουσάμι, αμύγδαλα, καρύδια και γλυκαίνεται με πετιμέζι, χυμό ροδιών, χουρμάδες, σύκα ή ζάχαρη, πασπαλισμένο με κανέλα και σταφίδες.

Λουκουμάδες (Lokma) δηλαδή μπουκιά, Καζάν ντιπί (kazandibi) κρέμα με γάλα ρυζάλευρο και στήθος κοτόπουλο που ψήνεται σε λαμαρίνα που έχει πασπαλιστεί με ζάχαρη και καίγεται η βάση της, Κιουνεφέ (künefe) είδος κανταΐφι με ανθότυρο και σιρόπι και καϊμάκι.

Κι ακόμη μπακλαβάδες, ρυζόγαλα, λουκούμια, σουτζούκια, κυδωνόπαστα με καϊμάκι, κανταΐφι, ψητά καλαμπόκια, γκιουζλεμέδες δηλαδή τρίγωνες ή τετράγωνες πιτούλες με γέμιση τυριού και αυγού, σούπες με το μπαχαρικό ‘’σουμάκ’’, σουσαμοπιτάκια, εξαιρετικό μέλι…

Η Παναγία  Σουμελά

Για χάρη τής Παναγίας της Αθηνιώτισσας, οι καλόγεροι Βαρνάβας και Σωφρόνιος κίνησαν από την Αθήνα τον 4ο αιώνα και σκαρφάλωσαν στους γκρεμούς του βουνού Μελά, του «Μαύρου Βουνού», στις Ποντιακές Άλπεις. Λαξευμένη σε βράχο 1300 μέτρων στο όρος Μελά, σύμβολο επί 16 αιώνες του ποντιακού ελληνισμού και μνημείο της Ουνέσκο. Για χάρη της κι εμείς, ασκώντας το καθήκον μας, θαυμάσαμε από κοντά τα θεών και ανθρώπων έργα.

Ανεβήκαμε στο ειδικά διαμορφωμένο μονοπάτι, μέσα από πολύ πυκνή βλάστηση. Η ομίχλη στη διαδρομή, αλλά και στο πρώτο αντίκρισμα της εγκαταλειμμένης πια μονής, προσέδιδε ιδιαίτερη αίσθηση στο τοπίο, που με δέος πλησιάζαμε. Λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους, άγρια βουνοπλαγιά σε υψόμετρο χιλίων πενήντα μέτρων, η μονή διέθετε πολλά επίπεδα. Κτίσματα χρηστικά γύρω από τη σπηλιά, όπου και βρέθηκε η εικόνα, όπως κελάρια, μαγειρεία, αποθήκες, λουτρά, το ένα κοντά στο άλλο, αλλά σε διαφορετικό επίπεδο, συνδέονταν με σκάλες.  Στην εγκατάλειψη του χώρου ψάχναμε με το μάτι απομεινάρια της δόξας του παρελθόντος. Οι αγιογραφίες στο καθολικό της μονής, ναός μέσα στη σπηλιά του βράχου, μαρτυρούσαν από μόνες τους την αγριότητα όχι μόνο της εμπάθειας, αλλά και του χρόνου. Έντονη φθορά, αλλά και παραμόρφωση. Τα τελευταία χρόνια έχουν ξεκινήσει εργασίες αποκατάστασης και αναστήλωσης της μονής. Η θαυματουργή εικόνα, που λέγεται ότι είναι έργο του ευαγγελιστή Λουκά, φυγαδεύτηκε στα 1922. Μετά την περιήγηση, σταθήκαμε να δούμε και να ακούσουμε ένα οργανοπαίχτη που, παίζοντας με δεξιοτεχνία τη λύρα του, τραγουδούσε ποντιακά τραγούδια στα τούρκικα.

Τα παρχάρια

Παρχάρια, ονόμαζαν οι Έλληνες του Πόντου τα οροπέδια- θερινά βοσκοτόπια- που εκτείνονταν στις ανώτατες υπώρειες και πλαγιές των Ποντιακών Άλπεων, που κυμαίνονταν σε υψόμετρα από 1500 μέχρι 3000 μέτρων. Αν και ετυμολογία της λέξης δεν έχει εξακριβωθεί, ορισμένες απόψεις θέλουν τη λέξη παρχάρι να αποτελεί παραφθορά του «παραχώρ», αφού εκεί οι Έλληνες του Πόντου μετέφεραν όλη τη δραστηριότητα των χωριών τους κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Στην κοιλάδα της Ματσούκας ήταν γνωστά τα ποντιακά χωριά και οι περιβόητοι Πόντιοι της Ματσούκας, άνθρωποι τραχείς και δυνατοί πολεμιστές οι οποίοι με τα ματσούκια τους φυλούσαν το πέρασμα της Ζύγανας, που χρόνια διέσχιζαν αναγκαστικά τα καραβάνια που έρχονταν από Κίνα, Σαμαρκάνδη με προορισμό τα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου.

Σε ορισμένα παρχάρια, υπήρχαν παρεκκλήσια που γιόρταζαν το καλοκαίρι. Σε αυτά γίνονταν μεγάλα πανηγύρια στα οποία έπαιρναν μέρος δεκάδες χωριά και χιλιάδες επισκέπτες από κοντινές και απομακρυσμένες περιοχές που χόρευαν κυκλικούς χορούς σε τεράστιους κύκλους καλύπτοντας το οροπέδιο. Αν και είχε προβλεφθεί να παραβρεθούμε σε ένα τέτοιο πανηγύρι  δυστυχώς λόγω ραμαζανιού χάσαμε το highlight του ταξιδιού. Τα “Παρχάρια” έχουν τις ρίζες τους στη μακρόχρονη ποντιακή παράδοση. Ήταν ο εορτασμός για την υποδοχή των βοσκών από τα ορεινά βοσκοτόπια όπου έμεναν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Η υποδοχή γινόταν κυρίως από τις γυναίκες και η μεγαλύτερη σε ηλικία ήταν η παρχαρομάνα.

Η Αμάσεια

Η Αμάσεια (Amasya) είναι η πιο γοητευτική πόλη της Πόντου σε σπουδαία γεωγραφική θέση με πλούσια βλάστηση πατρίδα του αρχαίου Έλληνα γεωγράφου Στράβωνος. Ο Στράβωνας αναφέρει ότι η πόλη ιδρύθηκε από την Αμαζόνα Βασίλισσα Amasis. Υπήρξε, στην ελληνιστική περίοδο, πρωτεύουσα του βασιλείου των Μιθριδατών. Το όνομα Μιθριδάτης έχει τη ρίζα του στο θεό-ήλιο Μίθρα της ιρανικής μυθολογίας και στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα «δα»,«δίδω» – κι άρα σημαίνει «αυτός που δίδεται από το Μίθρα». Το όνομα αυτό έφεραν πολλοί βασιλείς, στρατιωτικοί και πολιτικοί της Μικράς Ασίας. Η πόλη έχει τα περισσότερα αρχαία μνημεία στον Πόντο. Τα πιο περίφημα όμως είναι οι σπηλιές λαξευμένες στα βραχώδη βουνά και πρόκειται για τους τάφους των Μιθριδατών. Το όρος Harşena και οι τάφοι των Ποντίων βασιλέων έχουν μπει στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Την πόλη διασχίζει το πράσινο ποτάμι και είναι γεμάτη μεντρεσέδες και τζαμιά ιστορικής αξίας.

Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου και του ελληνοτουρκικού πολέμου που ακολούθησε, η Αμάσεια έγινε θέατρο φοβερών διωγμών κατά του αρμενικού και ποντιακού πληθυσμού. Πολλοί Αρμένιοι και Έλληνες απαγχονίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, μεταξύ άλλων και στα “Δικαστήρια Ανεξαρτησίας”, που οργάνωσε το τουρκικό εθνικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ και κατάφερε τη μαζική θανάτωση εκπροσώπων του ποντιακού Ελληνισμού. 

Το Τσάι

Ο Πόντος έχει ιδανικό κλίμα για τη καλλιέργεια του τσαγιού. Ο Ατατούρκ όταν είδε ότι ο καφές ήταν ακριβός και μονοπώλιο των δυτικών εταιρειών επέβαλε το τσάι σαν καθημερινό αφέψημα των Τούρκων.  Στα περίχωρα της Κερασούντας, στις πλαγιές των Ποντιακών Άλπεων, επισκεφτήκαμε καλλιέργειες τσαγιού. Μα και σε όλη την πολυήμερη εξόρμησή μας στον Εύξεινο Πόντο συναντήσαμε αμέτρητες φυτείες τσαγιού με γυναίκες που μάζευαν τσάϊ, καθώς ήταν η εποχή της συγκομιδής. Μέσα στη ζέστη του μεσημεριού, να κορφολογούν το φυτό. Βαστούσαν μεγάλα ψαλίδια, που χειρίζονταν με τα δύο χέρια, ενώ στη μία από τις δυο λεπίδες τους, σε όλο το μήκος της, ήταν στερεωμένη σακούλα. Έκοβαν, και τα φυλλαράκια με τους μίσχους έπεφταν και μαζεύονταν μέσα στη σακούλα. Τα φυτά είχαν ύψος μέχρι λίγο πιο πάνω από τη μέση των ανθρώπων. Έτσι, δούλευαν όρθιοι, χωρίς να χρειάζεται να σκύβουν ή να τεντώνονται.

Στον Πόντο, οι καλλιέργειες ξεκινούν 30-35 χλμ. ανατολικά της Τραπεζούντας, και εκτείνονται μέχρι τα σύνορα με τη Γεωργία. Η συγκομιδή γίνεται από Μάιο μέχρι Σεπτέμβριο και συνήθως οι σοδειές είναι τρεις. Η πρώτη σοδειά, αυτή του Μαΐου, θεωρείται ότι βγάζει το καλύτερης ποιότητας τσάι. Η παραγωγή καλύπτει τη κατανάλωση όλης της χώρας.

Το Τούρκικο Σινεμά

Υπάρχει εναλλακτικό σινεμά στη γείτονα χώρα; Ναι είναι η απάντηση, αλλά θέλει ψάξιμο. Οδηγός για το ταξίδι μου ήταν οι παρακάτω 7 ταινίες.

“Ρώτα την καρδιά σου” (Yuregine Sor-2010) πραγματεύεται ένα θέμα ταμπού για την Τουρκία, τους κρυπτοχριστιανούς.

Η ταινία  “Περιμένοντας τα Σύννεφα” (Bulutlari beklerken) παραγωγής του 2004 είναι σκηνοθετημένη από την Γιεσίμ Ουστάογλου με θέμα την πολιτική καταπίεση του πρόσφατου παρελθόντος στην Τουρκία και τις συνέπειες του διωγμού των Ελλήνων Ποντίων. Η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα “ΤΑΜΑΜΑ” του Γ.Ανδρεάδη και παρουσιάζει την “Οδύσσεια” της Ελένης που έγινε Αισέ.

Το Dedemin Insanlari (Οι άνθρωποι του παππού μου 2011) έχει σαν θέμα μια οικογένεια της οποίας ο τουρκοκρητικός παππούς μετανάστευσε από την Κρήτη, στην Τουρκία μεσω της ανταλλαγής του 1922

Το Güz sancisi (Οι πληγες του φθινοπώρου 2009) από μια σκηνοθέτιδα της «νέας γενιάς», την Τομρίς Γκιριτλίγολου περιγράφει τα γεγονότα σε βάρος των Ρωμιών της Πόλης τον Σεπτέμβριο του 1955.

Και τρεις κορυφαίες δημιουργίες που γυρίστηκαν σε περιοχές του Πόντου. ‘’Το Κρύο της Τραπεζούντας’’ (Kalandar Sogugu-2014) είναι μια σπάνιας εικαστικής ομορφιάς ανθρωπολογική μελέτη. Το Bal (Μέλι-2010) του  Semih Kaplanoglu νικήτρια στο φεστιβάλ του Βερολίνου και το Φθινόπωρο (Sonbahar 2008) που διαπραγματεύεται την επιστροφή ενός πολιτικού κρατούμενου στο χωριό του στο Πόντο.

Στέφανος Χρόνης

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Εργάζεται ως μαθηματικός σε δημόσιο σχολείο. Είναι ερασιτέχνης φωτογράφος. Του αρέσει να ταξιδεύει και να φωτογραφίζει γεγονότα (λαογραφία) σε όλο τον κόσμο. Εκφράζεται μέσω της φωτογραφίας. Πιστεύει ότι η φωτογραφία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ενημερώσει και να οδηγήσει σε μεγαλύτερη κατανόηση του κόσμου. Μπορεί να φέρει τους ανθρώπους να αναρωτηθούν τι συμβαίνει γύρω τους , προκαλώντας το ενδιαφέρον για τόπους, ανθρώπους και κουλτούρες. Ζει στην Αθήνα, αλλά κυρίως του αρέσει να φωτογραφίζει σε ταξίδια σε όλο τον κόσμο. Πέντε φωτογραφίες του έχουν δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα του National Geographic.

Σχετικά Άρθρα

Back to top button