FeaturedTravel StoriesΕλλάδα

Αντίπαρος: Όσο μικρή, τόσο μεγάλη…

Αξημέρωτα στην Πειραιώς, κάτω από έναν κατάμαυρο ουρανό, απειλητικά φορτωμένο με σύννεφα καταιγίδας, που μοιάζει να εμποδίζει το χάραμα να σηκώσει αυλαία, με τα φορτηγά και τ’ απορριμματοφόρα, να πηγαινοέρχονται βιαστικά και το βοριαδάκι να διαπερνά ενοχλητικά το τζιν μπουφάν.

Η αίσθηση του ταξιδιού που ξεκινούσε, έδινε νότα χαράς σε αυτό το σκοτεινιασμένο, φθινοπωρινό πρωινό. Προορισμός, Αντίπαρος!

Το πλοίο στη θέση του, η επιβίβαση έχει ξεκινήσει, κι ενώ θα περίμενε κανείς πως η σειρά των επιβατών θα ήταν σχετικά μικρή, μιας που η περίοδος του φθινοπώρου είναι εκτός τουριστικής έξαρσης, ο κόσμος που περιμένει, αρκετός.

Είναι βλέπεις και το δρομολόγιο που δικαιολογεί τούτη την πολυκοσμία : Πάρος – Νάξος – Σαντορίνη, οι δημοφιλέστεροι κυκλαδίτικοι προορισμοί της χώρας. Κι ενώ η μουντάδα του πρωινού δε λέει ν’ αφήσει τον ήλιο να φανεί να μας ζεστάνει, ο μπαρίστας σε ένα από τα καταστρώματα του πλοίου, έχει σηκώσει τα ρολά και φτιάχνει καφεδάκια.

-«Είναι αλήθεια ότι το πλοίο μπορεί να μεταφέρει έως 2.500 επιβάτες;»

-«Α! Μπα! Ψέμα! Για την ακρίβεια μπορούμε να φιλοξενήσουμε έως 2.400 άτομα. Σήμερα το ταξίδι το κάνουμε άδειοι, είμαστε 400 άτομα πάνω στο καράβι κι υπολόγισε ότι οι 100 είμαστε πλήρωμα».

Ο Πειραιάς γοητευτικός, με τα κτίρια ακόμη φωτισμένα, μες το βουητό, της αυξημένης πια, κίνησης ανθρώπων κι αυτοκινήτων, αρχίζει να μακραίνει, ενώ τα μάτια ψάχνουν να βρουν στην αυγή, τις πρώτες αχτίδες που απλώνουν την λάμψη τους στην Σαλαμίνα και την Αίγινα, ενώ συνεχίζουν το παιχνίδισμα με τα σύννεφα.

-«Το πλοίο ακολουθεί το παλιό δρομολόγιο Σοφία! Να η Τζιά, θα περάσουμε ανατολικά της Κύθνου, και στις 11.00 θα δούμε τις πόρτες της Πάρου», λέει ο κύριος που κάθεται απέναντι, στην συνταξιδιώτισσα του.

Στο λιμάνι της Πάρου, απαστράπτοντα βανάκια με κουστουμαρισμένους οδηγούς, που μιλούν αγγλικά κι έχουν ανά χείρας πλαστικοποιημένα ταμπελάκια, ανοίγουν τις πόρτες τους και παραλαμβάνουν τους περισσότερους που αποβιβάστηκαν, κυρίως ξένους. Σκέφτομαι πως έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που έχω να επισκεφτώ ένα τόσο τουριστικό νησί και πως σ’ αυτά τα χρόνια άλλαξαν πολλά, μιας που οι πολύχρωμες ταμπέλες «ρουμς του λετ», που ξεφύτρωναν κάποτε στην προκυμαία, με τους ντελάληδες να φωνάζουν «Come! Come!» είναι εικόνα μιας άλλης δεκαετίας, του περασμένου αιώνα.


Από το λιμάνι της Πάρου, την Παροικιά, έχει καραβάκι που φθάνει σε τριάντα λεπτά στην Αντίπαρο, αλλά δεν παίρνει οχήματα. Όμως από την Πούντα, γνωστό κι αγαπημένο μέρος όσων ασχολούνται με θαλάσσια σπορ, κι η γεωγραφική εγγύτητα των δυο

νησιών, που ήταν ενωμένα στους ιστορικούς χρόνους, όπως μαρτυρούν υποθαλάσσιες ανασκαφές, αγγίζει το ένα ναυτικό μίλι, το Ferry, «η παντόφλα», αναχωρεί ανά μισή ώρα. Κι έτσι, σε «ούτε ένα τσιγάρο δρόμο», πατάς το πόδι στην Χώρα της Αντίπαρου.

Η βόλτα στο νησί ξεκινά με σουλάτσο στον κεντρικό, πλακόστρωτο δρόμο, που συνδέει το λιμάνι, με την πλευρά του νησιού, που αντικρίζει την Σίφνο. Δρόμος γεμάτος ζωή, με το όμορφο δημοτικό σχολείο και τα αμέτρητα, καλόγουστα καταστήματα, ρούχων, παπουτσιών, δώρων, με μπαράκια, καφενεδάκια, φούρνους, ζαχαροπλαστεία, παγωτατζίδικα, ταβέρνες, μεζεδοπωλεία. Εξαιρετική είναι η παρέμβαση του πολιτιστικού συλλόγου «Εν Πλω» της Αντίπαρου, που έχει στολίσει αρκετά σημεία με υπαίθριες ταμπέλες ποιημάτων.

Αισθάνεσαι πως περπατάς μέσα σε ένα τρισδιάστατο βιβλίο και ξεφυλλίζεις τις σελίδες μιας ποιητικής συλλογής, που περιλαμβάνει στίχους παραδοσιακούς, ρίμες από τον Όμηρο ως τον Αναγνωστάκη, κι από τον Ρίτσο και τον Καβάφη ως τον Λειβαδίτη.

Βουητό παιδιών και ποδηλατάδες, υπέροχες μπουκαμβίλιες που προσδίδουν με την πορφυρή πινελιά τους, ζωντάνια στα λευκά σοκάκια κι αγκαλιάζουν τα ανακαινισμένα και καλοδιατηρημένα οικήματα. Στα μισά του δρόμου βρίσκεσαι στην πανέμορφη γειτονιά του Αγίου Νικολάου και του Κάστρου. Κι ενώ στα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων τα κάστρα είχαν χαρακτήρα οχυρωματικό και δεσπόζουν σε ψηλά σημεία, στην Αντίπαρο, το κάστρο, μεσαιωνικής εποχής, ήταν το «σπίτι του Άρχοντα», του Ενετού Τζιοβάννι Λορεντάνο. Η Αντίπαρος ήταν η προίκα της γυναίκας του Μαρίας Σομαρρίπα.

Στο Κάστρο κάθε βράδυ, όσο ο καιρός το επιτρέπει, γίνονται προβολές ταινιών. Εκεί συναντήσαμε τον άνθρωπο που τα τελευταία είκοσι χρόνια λειτουργούσε τον κινηματογράφο στο νησί. Οι προβολές σταμάτησαν στην αρχή της πανδημίας, ενώ τα τελευταία χρόνια η είσοδος ήταν δωρεάν και κάποια από τα έξοδα λειτουργίας έβγαιναν από το «καπέλο» που κυκλοφορούσε. Φυσικά ο κινηματογράφος δεν μπορούσε να έχει άλλο, παρά το όνομα της περίφημης ελληνικής ταινίας «Μανταλένα»! Αντιπαριώτης ο Γιώργος Ρούσσος, θέλοντας να αναδείξει το νησί, φτιάχνει το 1961, μαζί με τη γυναίκα του, Καίτη Λαμπροπούλου, το ασπρόμαυρο φιλμ, που φέρει την υπογραφή του Φίνου και γυρίζεται στο άγνωστο, την εποχή εκείνη, νησί της Αντίπαρου με τα καταγάλανα νερά. Οι θρύλοι του ελληνικού κινηματογράφου της εποχής, Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ, Διανέλλος, Βέγγος, Καλογήρου, φτάνουν την ταινία ως το φεστιβάλ Καννών, με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκη να την ντύνει αριστουργηματικά.

Η βόλτα που συνεχίζεται ως το τέλος του κεντρικού δρόμου, καταλήγει στον Σιφνέικο γιαλό, την πανέμορφη παραλία, με την απαλή, χρυσαφένια άμμο, που τα απογεύματα λούζεται στα χρώματα της Δύσης.

Κι ενώ ο ήλιος αγκαλιάζει την Σίφνο, κάνοντας την Αντίπαρο να κοκκινίζει, το φεγγάρι στο λιμάνι, ξεπροβάλει πάνω από την Πάρο, για να κάνει τη βόλτα του στο θαλάσσιο στενό που χωρίζει τα δυο νησιά.

Οι εκπλήξεις συνεχίζονται, καθώς πηγαίνουμε προς την καρδιά του νησιού, στις παρυφές του όρους του Αϊ Γιάννη, που βρίσκεται το Σπήλαιο, το «καταφύγι» που λεν οι ντόπιοι, το μοναδικό κατακόρυφο σπήλαιο στην Ελλάδα, χωρίς νερό στο εσωτερικό του. Την είσοδό του στολίζει το εκκλησάκι του Αϊ Γιάννη του Σπηλιώτη, που έχει στο πλάι του άλλο ένα μικρότερο, που δεν φαίνεται, εκείνο της Ζωοδόχου Πηγής. Κατεβαίνοντας τα 400 σκαλοπάτια, νιώθεις δέος μπροστά στους τεράστιους σταλακτίτες και σταλαγμίτες, κι η μακραίωνη ιστορία του, φέρνει στο νου το μύθο που θέλει τον Πολύφημο Κύκλωπα, γιο του Ποσειδώνα, να κατοικεί σε αυτό το απόκοσμο μέρος, και τον Οδυσσέα, έναν από τους πρώτους θνητούς που το επισκέπτονται. Επίσης, Άγγλους στρατιώτες που το χρησιμοποιούν ως κρησφύγετο στο Β΄Παγκόσμιο πόλεμο κι ίσως τους συνωμότες κατά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που λέγεται πως είχαν βρει εδώ καταφύγιο.

Επιγραφές κι υπογραφές στα απολιθώματα και τους σταλακτίτες, μαρτυρούν πόσοι και ποιοι, ανώνυμοι κι επώνυμοι, πέρασαν από αυτό το ζωντανό μνημείο-μουσείο φυσικής ιστορίας, άλλοτε μελετώντας κι άλλοτε λεηλατώντας το θησαυρό και τον πλούτο του.
Η θέα από κει ψηλά, εκπληκτική, κι ο νότος με τις όμορφες παραλίες, εμπρός μας.

Ο Σωρός, η μεγάλη παραλία, με ξαπλώστρες και καφέ, μαγνητίζει και μαγεύει.

Παίρνεις ανάσα πριν συνεχίσεις τον σχετικά καλό χωματόδρομο, που οδηγεί στον Σώστη, την όμορφη παραλία με τα γαλαζοπράσινα νερά και τα θαλασσόκεδρα. Ακολουθώντας τον ίδιο χωματόδρομο, ως το τέλος του, σε οδηγεί στους γεώτοπους Tafoni, έκταση που ανήκει στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000.

Η επιγραφή μπροστά από αυτό το συναρπαστικό τοπίο, που είναι τόσο ασυνήθιστο κι ίσως για αυτό τόσο γοητευτικό, εξηγεί τον μηχανισμό δημιουργίας του οικοσυστήματος : Οι γεώτοποι Tafoni σχηματίζονται από την έντονη αιολική και χημική αποσάθρωση. Το αλάτι εισέρχεται διαλυμένο στο νερό σε μικρορωγμές του βράχου. Με την εξάτμιση του νερού σχηματίζονται κρύσταλλοι άλατος που γεμίζουν τους κενούς χώρους και ασκούν τάσεις στο εσωτερικό των βράχων, με αποτέλεσμα ποσότητα του πετρώματος να αποσπάται, και με το πέρασμα του χρόνου οι κοιλότητες που δημιουργούνται να παίρνουν όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις.

Η παραλία που βρίσκεται εκεί κι έχει πάρει τ’ όνομα της, από το εκκλησάκι της Παναγιάς της Φανερωμένης, είναι αμμουδερή κι απάνεμη, όπως και η διπλανή της, αυτή του Γαρμπή, με τα μεγάλα βότσαλα. Ήσυχες, μικρές, φιλόξενες , οάσεις!

Η περιήγηση συνεχίζεται στη δυτική πλευρά του νησιού και τον όρμο του Αϊ Γιώργη, που σχηματίζεται ανάμεσα στο νησί Δεσποτικό ή Επισκοπή, την Πρεπέσινθο της αρχαιότητας, με την Αντίπαρο. Η περιοχή αποτελούσε ναύσταθμο των αρχαίων χρόνων, αγκυροβόλιο λόγω της περίοπτης (προστατευμένη από τους βοριάδες) φυσικής θέσης.

Ενδεχομένως παλαιότερα να ενώνονταν με τη νησίδα Τσιμηντήρι κι έτσι ο όρμος να ήταν ακόμη μεγαλύτερος. Σαμποτέρ, πράκτορες και κατάσκοποι, είχαν ορμητήριο, κρησφύγετο, ετούτο εδώ το μέρος, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που ήταν υποβρυχιακή, μυστική, συμμαχική βάση και σημείο ανεφοδιασμού αντάρτικων ομάδων.

Ο «Σαργός», το μικρό καραβάκι που ξεκινάει από τον Αϊ Γιώργη, θα μας πάει απέναντι στο Δεσποτικό.

-«Ακολουθήστε τον φύλακα» μας λέει ο καπετάνιος, για να σας πει την ιστορία. Με σεβασμό στους ξένους επισκέπτες , ακούμε την ιστορία του νησιού πρώτα στ’ αγγλικά κι έπειτα στη γλώσσα μας.

-«Σε εσάς θα πω περισσότερα» λέει ο φύλακας χαμογελώντας. Σχεδόν στο κέντρο του κυκλικού Αιγαιοπελαγίτικου συμπλέγματος, τα ευρήματα από την Πρωτοκυκλαδική και Γεωμετρική εποχή μαρτυρούν, πως το νησί κατοικούνταν από τότε. Ακατοίκητο σήμερα, με τελευταίο κάτοικο, ένα βοσκό, που ζούσε εκεί, ώσπου άρχισαν οι ανασκαφές στις αρχές της χιλιετίας, όταν το νησί επισκέφτηκε η Ντόλλη Γουλανδρή (Ιδρύτρια του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης).

Ο δωρικός ναός, αφιερωμένος στον Απόλλωνα και την Άρτεμη, χρονολογείται γύρω στο 500 π.χ. και ήταν δημιούργημα των Παριανών που ήθελαν να προσελκύσουν προσκυνητές από όλον τον κόσμο και να ανταγωνιστούν το ιερό που είχαν φτιάξει οι Αθηναίοι στην Δήλο, θέλοντας έτσι να ενισχύσουν την παρουσία τους και να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στη θάλασσα και το εμπόριο. Ήταν φτιαγμένος από το περίφημο παριανό μάρμαρο, που εμπορεύονταν οι Παριανοί, το μάρμαρο με την απίστευτη λαμπρότητα, που η διαφάνειά του, κάποιες φορές μπορεί να φθάσει έως κι επτά εκατοστά από την επιφάνεια του. Ο ναός και τα υπόλοιπα κτίσματα, εστιατόριο, βωμοί και αγωγός διαχείρισης υδάτων που ήρθαν στο φως, αναστηλώνονται σήμερα με εργασίες, στις οποίες συμμετέχουν φοιτητές ελληνικών και ξένων πανεπιστημίων, με χορηγίες ιδρυμάτων, ιδιωτών, εφοπλιστών και του Δήμου Αντίπαρου.

Ο «Σαργός» συνεχίζει το ταξίδι του και μας πηγαίνει στο Λιβάδι, τη μεγάλη παραλία του Δεσποτικού για να κολυμπήσουμε. Αφήνοντας πίσω το Δεσποτικό, ο καπετάνιος προσεγγίζει την σπηλιά του Επιταφίου στα νότια της Αντίπαρου, με τα υπέροχα γαλαζοπράσινα νερά και τα λευκά, κατακόρυφα βράχια, τους επιβλητικούς μονόλιθους, για να μείνουμε λίγη ώρα και να ρίξουμε τη βουτιά μας, πριν επιστρέψουμε στον Αϊ Γιώργη.

Ήταν στη δεκαετία του ’70 όταν ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός Χρυσοχόων – Αργυροχόων και Ωρολογοποιών Αθηνών και Προαστίων αγοράζει μια μεγάλη έκταση γύρω στα 1.500-1.800 στρέμματα, στη νοτιοδυτική πλευρά της Αντιπάρου, τη χωρίζει σε οικόπεδα και ξεκινά το χτίσιμο του παραθεριστικού οικισμού του Αϊ Γιώργη. Παρά την άρτια ρυμοτομία της, μας ξενίζει κάπως η εικόνα της περιοχής, με τα διώροφα και τριώροφα κτίρια που είναι νεόκτιστες παραθεριστικές κι ενοικιαζόμενες κατοικίες. Δεν ξέρω πως θα είναι η όψη της σε πέντε – δέκα χρόνια, αλλά αν η αυξανόμενη δόμηση συνεχιστεί με αυτούς τους ρυθμούς, σίγουρα θα μειώσει τη γοητεία του κυκλαδίτικου τοπίου. Στο λιμανάκι του Αϊ Γιώργη, οι ψαροταβέρνες είναι γεμάτες από ντόπιους και ξένους επισκέπτες που απολαμβάνουν θαλασσινούς μεζέδες και την υπέροχη γούνα, το σκουμπρί που έχει λιαστεί στον Αιγαιοπελαγίτικο ήλιο και ψηθεί στα κάρβουνα.

Πριν επιστρέψουμε στην Χώρα, διασχίζουμε τον Κάμπο, φτάνοντας στη δυτική πλευρά του νησιού και την παραλία Λιβάδια. Κόβει στα Λιβάδια ο αέρας και παρά την αγριάδα του τοπίου, το μέρος αποπνέει ηρεμία κι η θάλασσα που προστατεύεται από τον βοριά απλώνεται μεγάλη και πράσινη, ιδανική για ένα απογευματινό μπανάκι.

Έχει ακόμη κίνηση στο δρόμο από και προς το φημισμένο camping στη Χώρα της Αντίπαρου, που λειτουργεί από τη δεκαετία του ‘70. Αν και η παραλία βλέπει το βοριά, είναι προστατευμένη από τη νησίδα Διπλό που στέκεται αντίκρυ της, τοίχος στα μεγάλα κύματα του Αιγαίου.

Φρύγανα, θυμάρια, θαμνώδη κυπαρισσοειδή, καλαμιές, στη διαδρομή προς το camping, η σημερινή βλάστηση, που σίγουρα δε δικαιολογεί την αρχαία ονομασία του νησιού, Ωλίαρος, που σημαίνει δασώδης.

Τα φώτα στο λιμάνι σιγά – σιγά ανάβουν, αφού τώρα νυχτώνει νωρίς. Παρέες στα μαγαζάκια της χώρας, κάθονται στ’ απάγκιο, απολαμβάνοντας τη χαρά να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους κάτω απ’ τ’ αστέρια. Τους ντόπιους τους ξεχωρίζεις κι απ’ το ντύσιμο, μιας που τα πουλόβερ κι οι ζακέτες, βγήκαν απ’ τις ντουλάπες, ενώ οι ξένοι κυκλοφορούν ακόμη με το κοντομάνικο. Ίσως να βιάζονται να έρθει ο χειμώνας, αφού για κείνους είναι περίοδος ξεκούρασης, έπειτα από την κοπιαστική περίοδο της άνοιξης και του καλοκαιριού. Τα τελευταία δυο χρόνια λόγω καραντίνας, δεν είχαν την ευκαιρία, να κάνουν κάποιο ταξιδάκι, όπως συνήθιζαν άλλους χειμώνες και να επιστεφτούν φίλους τους στις μακρινές χώρες της Κεντρικής & Βόρειας Ευρώπης. Πέρασαν όμως καλά, έτσι μας είπαν, γιατί το νησί δεν άδειασε, όταν ήρθε το φθινόπωρο. Πολλοί παραθεριστές (Βέλγοι, Γερμανοί, Σκανδιναβοί κ.α.) έμειναν και το χειμώνα (άλλωστε είναι πολλοί εκείνοι που έχουν ιδιόκτητα σπίτια στο νησί) κι έκαναν τηλεργασία.

Όμορφη, σαγηνευτική και μυστηριώδης η Αντίπαρος, μια στενή λωρίδα στεριάς, που κουβαλά στη ράχη της, μακραίωνη κυκλαδίτικη ιστορία, αποπνέει ακόμη έντονη μυρωδιά Ελλάδας! Την αφήνουμε πίσω μας, καθώς η «παντόφλα» μας πάει καρσί κι ίσα που προλαβαίνουμε να πάρουμε μια φωτογραφία το Ρεμματονήσι (την ιδιωτική καταπράσινη νησίδα), τον άλλο κυματοθραύστη, αυτού του ταραχώδους αιγαιοπελαγίτικου περάσματος, που βρίσκεται ανάμεσα στα δύο νησιά.


Υ.Γ. Στο πλοίο ακούγονται οι οδηγίες για την περίπτωση που χρειαστεί να εγκαταλειφθεί από τους επιβάτες του. Η κυρία δίπλα μου, γυρίζει προς το μέρος μου και λέει: «με πιάνει μεγάλος πανικός, όταν ακούω να τα λένε αυτά». «Μην φοβάστε» της απαντώ, θέλοντας να την καθησυχάσω, «αυτά τα καράβια είναι καινούρια, δεν παθαίνουν τίποτα». «Κι όμως…» μου λέει και συνεχίζει : «ο άντρας μου χάθηκε στο ναυάγιο του «ΣΑΜΙΝΑ», το θυμάστε; Σήμερα ταξιδεύω με την εγγονή μου, που έχει την ηλικία της κόρης μου, όταν έχασε τον μπαμπά της. Οι Παριανοί το φέρουν βαρέως, κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια! Δεν το ξεχνούν και κάθε χρόνο κάνουν μνημόσυνο για τους ανθρώπους που χάθηκαν τότε. Εύχομαι καλές θάλασσες για όλο τον κόσμο κι όλοι οι άνθρωποι να ταξιδεύουν με ασφάλεια, η ζωή συνεχίζεται!!!»

Άννα Σαρρή

ΛΟΓΙΣΤΡΙΑ Γεννήθηκα τον Μάρτιο του 71 στην Αθήνα. Μεγάλωσα στην Πετρούπολη ( όχι την Αγία), αλλά την τότε νεόδμητη συνοικία της Δυτικής Αθήνας. Το πρώτο μου μεγάλο ταξίδι ήταν στην Χιλή , το 1973 , τότε που έπεσε ο Αλιέντε. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός και με είχε πάρει η μάνα μου μαζί της, γιατί για πέντε και παραπάνω μήνες ταξίδευε μαζί του. Ήμουν δυο χρονών και δεν θυμάμαι τίποτα! Το δεύτερο μεγάλο ταξίδι, στην Χίο , τον τόπο καταγωγής μου, από την πλευρά του μπαμπά μου. Ήμουν δέκα χρονών και θυμάμαι πως επειδή ταξίδευα ως ασυνόδευτη, ήμουν υπό την επιτήρηση αεροσυνοδών. Για ένα μεγάλο διάστημα ήθελα να γίνω κι εγώ αεροσυνοδός κι ονειρευόμουν να έχω δυο σπίτια, ένα στον Πειραιά κι ένα στα Καρδάμυλα της Χίου. Το τρίτο μεγάλο ταξίδι , στην Λάρισα, όπου σπούδασα Διοίκηση Επιχειρήσεων. Πολλές οι δουλειές για τα χαρτζιλίκια, παιδί για τα τρεχάματα στην τοπική εφημερίδα «ΩΡΑ» και το περιοδικό «ΣΤΙΓΜΕΣ», σερβιτόρα σε καφέ, ομαδάρχισσα τα καλοκαίρια στις κατασκηνώσεις στο Τσάγιεσι, φωτογραφίες σε αίθουσες εκδηλώσεων και κέντρα διασκέδασης. Κάποια στιγμή αποφάσισα να μείνω και να εργαστώ στην Πάτρα, αλλά δεν κατάφερα να βρω δουλειά εκεί κι έτσι μόλις τελείωσα την πρακτική μου άσκηση, επέστρεψα στην Αθήνα, προς αναζήτηση εργασίας. Εργάστηκα για 27 χρόνια ως λογίστρια στην Minos Emi (σχολείο μεγάλο η δισκογραφία).Τώρα εργάζομαι στο λογιστήριο του μη κερδοσκοπικού Οργανισμού «Κάνε μια Ευχή Ελλάδας» και δουλεύω με νεράιδες και ξωτικά που εκπληρώνουν ευχές παιδιών, που έχουν σοβαρές ασθένειες. Ζω με την οικογένειά μου στην Ακαδημία του Πλάτωνα, γειτονιά που έχω αγαπήσει ιδιαίτερα για την ιστορία και την ομορφιά της. Εκανα ραδιοφωνικές εκπομπές στο ιντερνετικό ραδιόφωνο της γειτονιάς ΡΑΔΙΟ Ιστόφωνο, παρέα με φίλους και γείτονες. Συμμετέχω στην ομάδα Παραδοσιακών χορών «Περπερούνα», είμαι μέλος της φωτογραφικής ομάδας «Φωτοδυτικά» και προσπαθώ (όταν προλαβαίνω) να βοηθάω στην ΑΝΙΜΑ, εταιρεία Προστασίας άγριας ζωής, κάνοντας τις μεταφορές τραυματισμένων ζώων που φθάνουν στα πρακτορεία, από διάφορα μέρη της Ελλάδας στον Σταθμό της στην Καλλιθέα. Οταν τα καταφέρνω, ακολουθώ την ορειβατική ομάδα «ΟRA», σε όμορφες πεζοπορικές διαδρομές.

Σχετικά Άρθρα

Back to top button