
Πέρασαν πέντε χρόνια φίλε.
έντε χρόνια προσπαθώ να γράψω μερικές αράδες για εκείνον, μα δεν τα καταφέρνω.
Ήμουν δεν ήμουν 23-24 χρόνων. Ήταν τότε που οι εφημερίδες είχαν αξία, τηλεόραση δεν υπήρχε, πέραν της ΕΡΤ, που και εκείνη σαν να μην υπήρχε ήταν. Εκκολαπτόμενος φωτορεπόρτερ εγώ, «μαγεμένος» από την αύρα της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία». Το μόνο όνειρο μου τότε να εργαστώ σε αυτή την εφημερίδα. Όχι πως ήξερα τι ακριβώς συνέβαινε, μα τότε σε εκείνη την εφημερίδα πέρα από τα «βαριά» χαρτιά της σύγχρονης ελληνικής δημοσιογραφίας, υπήρχαν και τρεις «βαρεμένοι» τύποι, που δούλευαν στα μεγάλα θέματα σαν ομάδα και τότε υπήρχαν πραγματικά μεγάλα θέματα.
Και τι δεν θα έδινα να δούλευα με αυτούς. Οικονομέας, Κανελάκης, Γεωργιάδης, το «Τρίο Μπελκάντο΄΄ ένα πράγμα. Αδυναμία ιδιαίτερη είχα στον έναν από τους τρεις, τον Γιώργο Γεωργιάδη. Και ως διά μαγείας, το θαύμα έγινε, μα την ημέρα που εγώ προσλήφθηκα στην «Ελευθεροτυπία», ήταν η μέρα που ο Γεωργιάδης έφευγε…
Εγώ έμεινα κοντά τριάντα χρόνια στην «Ελευθεροτυπία», παράλληλο δρόμο ο Γιώργος, στα ΝΕΑ, στην ΠΡΩΤΗ και μετά ήρθαν οι μέρες της ιδιωτικής τηλεόρασης. Ο Γιώργος πήγε στο MEGA από την πρώτη μέρα. Τομέας του οι …αποστολές.
Σε αυτό το πρώτο διάστημα, είχαμε γνωριστεί στα ρεπορτάζ, στον δρόμο και είχαμε ψηλoδέσει, δηλαδή, μιλάγαμε πίναμε κάνα καφέ, τσακωνόμαστε για τα πολιτικά, μας ένωνε όμως ο Παναθηναϊκός. Με τον Γιώργο τριάντα χρόνια στα περισσότερα θέματα μαζί, αλλά δεν δουλέψαμε ποτέ στο ίδιο “μαγαζί”. Το παράπονο μας. Καλύπταμε από ταραχές, φωτιές, μέχρι πολέμους. Πολλούς πολέμους.
Μπερδεύονται οι εικόνες από την Αθήνα, τη Βαγδάτη, το Σεράγεβο, το Γιοχάνεσμπουργκ, με εκείνες από τις βόλτες που κάναμε στις Βρυξέλλες, τα πειράγματα με τις τρίλιτρες μπίρες, καθαρή την είχαμε βγάλει εκείνο το βράδυ ε;
Για έναν περίεργο λόγο, πάντα την βγάζαμε καθαρή. Στραβοπλακώνονταν οι νύχτες στα χαλάσματα , μα εμείς εκεί. Η ζωή μας για κάμποσα φεγγάρια, μεταξύ Αθηνών και άλλων κόσμων.
Γυρνάγαμε από της μέρας το «ξεπάτωμα» να κοιμηθούμε σε ασφαλές μέρος, ας πούμε, κάνα τρίωρο και εμείς καθόμασταν με ένα μπουκάλι ουίσκι και ένα ποτήρι και μετράγαμε γιατί ήμασταν φίλοι αφού ο ένας αντιπαθούσε τα γούστα του άλλου.
Του άρεσαν τα γρήγορα αυτοκίνητα, μου άρεσαν τα τζιπ. Διασκέδαζε στα μαγαζιά της παραλιακής, εγώ στα μπαράκια. Του άρεσαν τα αεροπλάνα, λάτρευα τα τρένα. Τα καλοκαίρια αυτός στο νησί του στη Ζάκυνθο, εγώ στα βουνά. Αυτός χωρισμένος με παιδί, εγώ παντρεμένος με παιδί. Αλλά ο Παναθηναϊκός, η ισορροπία μας, σχεδόν… Γιατί αυτός μπάσκετ, εγώ ποδόσφαιρο.
Με εκείνα και με τ΄άλλα, έχει έρθει η κρίση στον Τύπο ο Γιώργος αλλάζει κανάλια, μετά το ΜEGA, στο STAR, στο ALTER, μέχρι που τα βροντάει όλα και φεύγει για τη Ζάκυνθο.
Εγώ από την άλλη σε μια πάνω κάτω παράλληλη μοίρα. Κλείνει η “Ελευθεροτυπία” και ουσιαστικά μένουμε και οι δυο άνεργοι. Εκείνος στο Τζάντε, εγώ στην Αθήνα, η σχέση παραμένει, όμως ο χρόνος τρέχει. Οι βάρκες έρχονται στα ελληνικά νησιά κουβαλώντας πονεμένους. Μιλούσαμε κάθε μέρα, δεν μας χώραγε ο τόπος.
Ένα πρωί μου λέει στο τηλέφωνο: «Έχω 300 ευρώ», έχω και εγώ άλλα τόσα, του λέω. «Πάμε», μου λέει. Δεν μου είπε πάμε;;; Μου είπε πάμε!
Πήγαμε στην Λέσβο και κάτσαμε μια βδομάδα. Δουλεύαμε 16 ώρες το 24ωρο. Από την δεύτερη μέρα είχε μαθευτεί πως ήμασταν στο νησί, μας πήραν από το CNN να συνεργαστούμε, μας πήραν και από Ελληνικά ΜΜΕ, μια φορά κοιταχτήκαμε, το θυμάμαι σαν τώρα, «δουλεύουμε για εμάς», ήταν η κουβέντα που ξεστομίσαμε και οι δυο μαζί.
Εγώ επειδή δεν είχα που να δώσω υλικό, έκανα και φωτογραφίες και βίντεο, ο Γιώργος τότε είχε μια εκπομπή στο ΙΟΝΙΑΝ TV», με τα χίλια ζόρια πήρε υλικό για την εκπομπή του, στο τέλος μέχρι ζωντανό ρεπορτάζ στον αέρα βγάλαμε.
Η εβδομάδα πέρασε, τα χρήματα τελείωσαν, ευτυχώς είχαμε βγάλει το εισιτήριο της επιστροφής. Στο καράβι για τον Πειραιά μαζί με πρόσφυγες, το ρεπορτάζ συνεχιζόταν. Κάτσαμε να πιούμε έναν καφέ στο κατάστρωμα του …αέρα και εκεί άνοιξε μια κουβέντα, για τα ταξίδια μας, για το υλικό που έχουμε, είχαμε και λίγο αναθαρρήσει που ακόμα κάναμε καλή δουλειά και πέφτει η ιδέα. Τότε εγώ είχα ένα blog που πήγαινε αρκετά καλά από επισκεψιμότητα.
-Ρε φίλε του λέω, εγώ το κλείνω σήμερα, φτιάχνουμε ένα δικό μας; Και τα ταξίδια μας θα βάζουμε και χαμένα δεν θα πάνε και όταν έχει κάτι …μεγάλο θα βρίσκουμε τρόπο να είμαστε εκεί.
Λίγο πολύ, αυτή η κουβέντα ήταν η αρχή.
-Και ποιος θα μας το φτιάξει φίλο, ρώτησε ο Γιώργος.
Λεφτά δεν υπήρχαν, γι’ αυτό σκεφτόμασταν blog και όχι site.
-Έχω μια φίλη, του λέω, αυτή μου έφτιαξε και το δικό μου blog, την Ντορίτα Λουκίσσα, “παλιά καραβάνα” και αυτή, αύριο κιόλας που θα φτάσουμε θα της το πω, ίσως να θέλει να μας βοηθήσει.
Έτσι και έγινε, το είπαμε στην Ντορίτα, εκείνη ενθουσιάστηκε και μας απάντησε πως αφού θα άφορα ταξίδια που είναι και η δικιά της αδυναμία, θα το έφτιαχνε και μάλιστα site. Κι έτσι “γεννήθηκε” το:
Σήμερα ο Γιώργος λείπει, πέντε χρόνια τώρα, μα δεν υπάρχει μέρα που δεν θα τον μελετήσουμε.
…Αν με ακούτε, εάν με ακούτε, τώρα τα αντιαεροπορικά χτυπάν εδώ διπλά μου, γίνεται χαμός , η Βαγδάτη αυτή την στιγμή φλέγεται. Από παντού φεύγουν αντιαεροπορικά, πρέπει να κρυφτούμε γιατί είμαστε σε μια ταράτσα, η Βαγδάτη φλέγεται όπως ακούτε τα αεροπλάνα χτυπάνε και απαντάνε τα αντιαεροπορικά από κάθε γωνιά της Βαγδάτης…
Ζωντανά από Βαγδάτη
Γιώργος Γεωργιάδης