Ο περήφανος θάνατος ενός θλιμμένου χαρταετού
Tον είχα δει από την προηγούμενη μέρα. Είχε σκαλώσει στα κλαριά, είχε πεισμώσει. Ακίνητος. Νεκρός σχεδόν.
Είπα: “θα αντρειέψει, θα ξεσκαλώσει, δεν μπορεί πουλί είναι…”
Η πολύχρωμη κορμοστασιά του είχε γίνει ένα με την ξεχασμένη λεύκα. Πουλί στο σχήμα, μα τι πουλί είναι ετούτο που φτερούγισμα δεν έχει;
Τριγύρω όμοιοί του όλων των ειδών, μέχρι και οπαδοί…
Ήρθε η επόμενη, Κούλουμα.
Κούλουμα στου Φιλοπάππου, για πολλοστή φορά. Το πέταγμα του αετού καλά κρατεί. Από κάθε γειτονιά της Αθήνας, εδώ κι ας είναι πια τα καλάμια από σωλήνες πλαστικούς, οι ουρές από εφημερίδες, πολύχρωμα γιορντάνια και οι κόλες, νάιλον ζωγραφιές με “παιδικούς” ήρωες και σήματα ομάδων.
Κοιτάζω τους χειριστές, πατεράδες συνήθως, λίγοι πια οι παππούδες, στα χέρια οι καλούμπες, διπλές και τριπλές. Όλοι θέλουν να πάει ψηλά, ψηλότερα ο δικός τους αετός. Αγωνία. Να φυσήξει. Να πάει ψηλά να δακρύσει. Μόνο να σηκωθεί…
Οικογένειες ανακούρκουδα στο χορτάρι, τα καλούδια που επιβάλλει η μέρα στρωμένα στο πανί. Όλα τα τάπερ στην σειρά. Ταραμάς, τουρσί, καλαμαράκια κονσέρβας, ελιές, λαγάνα. Λαγάνα!
Πάνω στο άνοιγμα ο δήμος έχει στήσει την δικιά του γιορτή, κάποιες νότες ατίθασες, γλιστράνε από τους ενισχυτές και κατηφορίζουν, να ανταμώσουν τους άλλους. Τις παρέες, τους ντόπιους και τους ξένους. Τους ανθρώπους.
Λεηλατημένες εκδοχές οι εποχές που ζούμε, σιωπούν όπως όταν τρώνε τα αγρίμια. Το ξεφύλλισμα του χρόνου μοιάζει με το σούρσιμο του θηράματος, λίγο πριν λογοδοτήσει.
Να φτάσει στα επουράνια το “χαρτί” και από εκεί στα καταχθόνια, κοπεί δεν κοπεί η κλωστή. Που μακάρι να κοπεί να το βλέπεις να στροβιλίζεται σαν μπάρκο μεθυσμένο σε κύμα ανοιχτά της Φολεγάνδρου, με όρτσα τον καιρό και μπόλικα σκασίματα στα πλαϊνά. Μα να κοπεί μόνος του και να χαθεί χαλάλι του, τι γίνεται όμως αν πάρει μαζί του κι άλλες κλωστές, κι άλλους αετούς, ξένους.
Τότε αλίμονο, η συνήθεια γίνεται γνώριμη, με σάρκα και οστά, στέκεται, αφουγκράζεται τον αέρα. Κοιτάζει μια δεξιά μια ζερβά και ορμάει σε τρικούβερτο χορό με χρώματα σε κάμπους με παιδιά. Ανέραστοι τυχαία ποιητές, στα χνάρια μιας ώρας ηλιόλουστης, που κρυφά, αγόρια και κορίτσια προσπερνά, ένα βήμα μπροστά και ζωή χαρισάμενη, αρκεί να σηκωθεί, να τεντώσει η κλωστή, να ζητάει ο αετός, σαν ποίηση στην νοηματική. Εσύ φταις…
Φτάνω στον βράχο, στην κάτω μεριά, αγάλματα οι πεταχτάρηδες. Ένα χαμόγελο στα αστέρια της Δευτέρας, της “Καθαρής”. Θαλάσσιοι Πήγασοι νωχελικά πετάνε, μα μόλις κάνει πράφ ο αέρας, αρχίζουν τα τσαλίμια και κορδώνονται, τότε είναι που χαμόγελα τρισδιάστατα υψώνονται και αυτά μαζί τους και ωριμάζουν στα ύψη. Τα χέρια ψηλά, σαν προσευχή, να σηκωθεί ο αετός να μην πέσουν τα μούτρα στα μάτια των παιδιών, μα και τούτο να μην φτάνει. Να πάει ο δικός μας πιο ψηλά, ψηλότερα από τους άλλους και όλοι στην σειρά μπροστά στον Ήλιο τον θεό. Λες και μετράνε την δύναμη με άλογα και τα στολίζουν με έβενο και φτέρες. Γωνίες με κόκκινα φώτα στο σταμάτημα και θόρυβο νοτισμένο στην κίνηση. Σαν αυτοκίνητα. Χωρίς λέξεις, μόνο κοιτάγματα και κάτι παράπονα από το στόμα των παιδιών:
– Μπαμπά, πάλι έπεσε;
-Μπαμπά γιατί δεν πετάει;
Δεν ξέρεις;
Δεν μπορείς;
Και όλα αυτά στην αυλή ενός φαρδύ ουρανού, κρυστάλλινου, σαν γαλάζιου…