FeaturedTravel StoriesΚόσμος

Ουζμπεκιστάν: Στο δρόμο του μεταξιού

Το Ουζμπεκιστάν, είναι ένα από τα λίκνα του ανθρώπινου πολιτισμού στην καρδιά της κεντρικής Ασίας. Μια χώρα πανάρχαια, μεσόγεια, περίκλειστη χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα, πλούσια σε φυσικές ομορφιές και γεωλογικά αποθέματα.


Κομβικός σταθμός στο «Δρόμο του Μεταξιού», με τις μυθικές πόλεις της Χίβα, Μπουχάρα και Σαμαρκάνδη, η χώρα απέκτησε πλούτο και δύναμη και ανέδειξε τον ισλαμικό πολιτισμό με σπάνιας ομορφιάς, περίλαμπρα αρχιτεκτονικά μνημεία.


Ίχνη αυτού του παρελθόντος βλέπεις παντού σήμερα, περιδιαβαίνοντας τις μεσαιωνικές πόλεις της. Επιβλητικά πανύψηλα κάστρα με καμπυλωτούς πυργίσκους και πριονωτές κορυφές, τεμένη με σκαλιστούς κίονες και περίτεχνα αραβουργήματα, μεντρέσες με λαμπερούς θόλους, δαντελωτά μιχράμπ και πανέμορφες διακοσμήσεις, ψιλόλιγνους μιναρέδες, αλλά και καραβάν- σεράγια και σκεπαστές αγορές όπου αναμειγνύονται γλυκά ήχοι από πολύβουα καραβάνια φορτωμένα με προϊόντα, χρυσοκέντητα και βαμβακερά υφάσματα, χειροποίητα χαλιά και μετάξια, χρώματα και μεθυστικά αρώματα.

Αρώματα Ανατολής σε ένα σκηνικό που παραπέμπει σε παραμύθι. Κι ανάμεσα σε όλα αυτά ένας λαός χαμογελαστός και φιλόξενος που ανοίγει την αγκαλιά του στον επισκέπτη.

Το Ουζμπεκιστάν είναι μια μεγάλη σε έκταση χώρα(447.400 km2). Ωστόσο το μεγαλύτερο τμήμα της καλύπτεται από έρημο και μόνον το 11% είναι καλλιεργήσιμο έδαφος. Με πληθυσμό 35.000.000 εκατ. κατοίκους είναι ανεξάρτητη δημοκρατία από το 1991, ύστερα από την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, στην οποία είχε ενταχθεί το 1924 ως Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν.


Για να την γνωρίσουμε ξεκινήσαμε από την πρωτεύουσα Τασκένδη στην Ανατολή, «πετάξαμε» έως την δύση στην Αυτόνομη Δημοκρατία του Καρακαλπακστάν και επιστρέψαμε οδικώς στην Ανατολή, ακολουθώντας τον ρου του ποταμού Ώξου, του σημερινού Αμού Ντάρια που διατρέχει την έρημο Κιζίλ Κουμ, την «κόκκινη έρημο». Στο νότο ο Ώξος και στο βορρά ο Υαξάρτης, ο Συρ Ντάρια, οι δύο μεγάλοι ποταμοί που κυλούν στα σπλάχνα του Ουζμπεκιστάν από τα πανάρχαια χρόνια.


Περπατήσαμε σε αρχαίους οικισμούς και πλίνθινα κάστρα. Πατήσαμε στη μυθική Μαρακάνδα, στην Σογδιανή και την Υπερωξιανή. Περιπλανηθήκαμε σε μεσαιωνικές πόλεις και μικρούς οικισμούς, σε χωμάτινους δρόμους και φαρδιές λεωφόρους, σκιερές πλατείες και καταπράσινα πάρκα, σε σκεπαστές αγορές με τρούλους, σε πλακόστρωτα και στενά σοκάκια. Γαλάζιο, τυρκουάζ, μπλέ, βαθύ πράσινο και σμαραγδί. Πώς να μην μαγευτείς από τις αποχρώσεις των αιώνων;


ΜΠΟΥΧΑΡΑ: ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΤΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ


Μεσημέρι στην Μπουχάρα. Την πόλη όνειρο κάθε ταξιδευτή, εμπόρου, καλλιτέχνη, αλλά και κατακτητή. Καταστράφηκε αρκετές φορές, δεν άλλαξε ποτέ θέση και σήμερα διατηρεί ανέπαφο το μεσαιωνικό χαρακτήρα της. Μια όαση μέσα στην έρημο που απλώνει μπροστά μας την αύρα της, τους λαμπερούς τρούλους της, τους ψιλόλιγνους μιναρέδες, τα σκεπαστά παζάρια και τα χαμόγελα των εμπόρων της. Το ανατολίτικο όνειρο έφτασε στο απόγειο της δόξας του μεταξύ 12ου και 16ου αιώνα, όταν εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς σταθμούς πάνω στο «Δρόμο του Μεταξιού». Τότε που τα βαρυφορτωμένα καραβάνια με τους σκονισμένους εμπόρους διέσχιζαν τις πύλες της υπέρλαμπρης πόλης. Και δεν ήταν μόνον οι έμποροι που στάθμευαν εδώ. Ο Δρόμος εκτός από τα εμπορεύματα, μετέφερε προσκυνητές και πρωτοπόρους ταξιδευτές, ιδέες και τέχνες και πολιτισμό ανάμεσα σε ανατολή και δύση. Από το πολύχρωμο αλισβερίσι, δεν έλειπαν οι νομάδες της στέπας που πρόσφεραν χειροποίητα υφαντά και αντικείμενα για λίγη ζάχαρη και το απαραίτητο αλάτι.


Προσπερνάμε λουτρά, μεντρεσέδες, σκεπαστές αγορές και τρούλους και με οδηγό τον ψηλότερο μιναρέ, φθάνουμε στην πλατεία Πόι Καλυάν. Στο δεξί μας χέρι το μεγάλο τζαμί της Παρασκευής χτίστηκε το 1514, στα ερείπια προγενέστερου τζαμιού του 12ου αιώνα. Δεν μέτρησα τους μικρούς θόλους του, γιατί οι «άπιστοι» δεν επιτρέπεται να εισέρχονται όλες τις ώρες, όμως ο βασικός τρούλος του με το λαμπερό τυρκουάζ φώτιζε όλο το τόπο.

Δίπλα του ο μεγαλόπρεπος μιναρές Καλυάν επιβάλλεται με το ύψος του σε ολόκληρη την πόλη. Ανεγέρθηκε το 1127 από τον Αρσλάν Χαν, το ύψος του φθάνει τα 45,6 μέτρα, η διάμετρος της βάσης τα 9 και της κορυφής 6 μέτρα. Ο μιναρές ονομάζεται και «Πύργος του θανάτου» καθώς χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν, ως τόπος των εκτελέσεων. Από την κορυφή του γκρέμιζαν τους καταδικασμένους. Το αποτρόπαιο θέαμα έλαβε τέλος το 1884.


Αντικριστά από το μιναρέ καμαρώνει πάνω σε ένα υπερυψωμένο επίπεδο η Μίρι Αράμπ. Μία από τις μεγαλύτερες και εντυπωσιακότερες μεντρέσες στον ισλαμικό κόσμο. Θεαματική η πύλη και οι θόλοι που την περιβάλλουν. Η κατασκευή του κτιρίου κράτησε περίπου 15 χρόνια. Λέγεται πως ολοκληρώθηκε το 1536 από την πώληση τριών χιλιάδων αιχμαλώτων.


Βγαίνουμε πάλι στο δρόμο. Το πλακόστρωτο μας βγάζει σε μια μεγάλη πλατεία. Μικροπωλητές και οδοκαθαριστές σαρώνουν τα πάντα. Δοκιμάζουμε τις πίτες και το υπέροχο ψωμί της Μπουχάρα. Μπροστά μας ορθώνεται η Ακρόπολη Ark με την μνημειακή πύλη της, την πήλινη οχύρωση και τους καμπυλωτούς πύργους της. Εδώ ήταν το παλαιό παλάτι των εμίρηδων και διοικητικό κέντρο της εξουσίας με τζαμιά φυλακές και μια πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη.

Καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από τον κόκκινο στρατό το 1920, όταν ο τελευταίος εμίρης της Μπουχάρα Σαγίντ Αλή Χαν αρνήθηκε να παραδοθεί στους Σοβιετικούς. Τα μετέπειτα χρόνια τα τείχη αποκαταστάθηκαν. Ιστορικό σημείο της πόλης , φιλοξενεί σήμερα στους χώρους του, το εθνολογικό ιστορικό μουσείο, το μουσείο φυσικής ιστορίας καθώς και πάγκους μικροπωλητών με αναμνηστικά αντικείμενα για τους τουρίστες.


Απέναντι από την Ακρόπολη στα νερά μιας μικρής λίμνης καθρεπτίζεται το τέμενος Μπόλο Χάουζ. Χτίστηκε το 1712 και λειτουργούσε ως τζαμί της Παρασκευής μέχρι τη δεκαετία του 1920. Το σκεπαστό υπόστεγο με την ξύλινη οροφή στην ανατολική πλευρά του τζαμιού υποστηρίζεται από λεπτές ξύλινες κολώνες με υπέροχες ανάγλυφες διακοσμήσεις.


Κάπου είχα διαβάσει ότι η Μπουχάρα υπήρξε πρωτεύουσα του Ζωροαστρισμού. Το θυμήθηκα, καθώς περιεργάζομαι το ζωροαστρικό σύμβολο με τον ηλιακό δίσκο πάνω στην τοιχοποιία του παμπάλαιου Μαυσωλείου Σαμάνι.

Ένα μικρό κτίσμα σε σχήμα κύβου, που κυριαρχεί στην καρδιά ενός καταπράσινου πάρκου λίγα μέτρα βορειότερα. Χτίστηκε μεταξύ 9ου και 10ου αιώνα ως κοιμητήριο του Ισμαήλ Σαμάν, ιδρυτή της Δυναστείας των Σαμανιδών, της τελευταίας περσικής δυναστείας που εξουσίαζε την Κεντρική Ασία.

Το κτίριο καλύπτεται μέσα κι έξω από περίτεχνα διακοσμητικά τούβλα που ενώθηκαν μεταξύ τους και φτιάχνουν καφασωτά παράθυρα, ροζέτες και δίσκους. Στο εσωτερικό ο μεγάλος θόλος του μαυσωλείου, υποστηρίζεται από τέσσερις μικρότερους θόλους και καμάρες στους τοίχους και τις γωνίες του. Σαράντα κυψελωτά ανοίγματα δίνουν φως στο εσωτερικό του μνημείου. Ένα θαύμα της αρχιτεκτονικής, που συνδυάζει ζωροαστρικά και ισλαμικά μοτίβα, από τα παλαιότερα μνημεία στην περιοχή της Μπουχάρα. Την εποχή της εισβολής του Τζένγκις Χαν στη Μπουχάρα, το ιερό είχε θαφτεί στη λάσπη από τις πλημμύρες. Έτσι όταν οι Μογγόλοι έφθασαν στη Μπουχάρα, γλίτωσε από την καταστροφή.


Δίπλα στο μαυσωλείο Chashma Ayub, ο Ιώβ χτυπά το βράχο και αναβλύζει θαυματουργό νερό σε μια περίοδο μεγάλης ξηρασίας.

Εμείς τρέχουμε να προλάβουμε να τα δούμε όλα. Το θερινό παλάτι Sit Oraiy του τελευταίου εμίρη, το μεντρεσέ του Ούλουγκ Μπέγκ και του Αμντούλ Ασίζ Χαν, το μικροσκοπικό τζαμί Τσόρ Μινόρ με τους τυρκουάζ πύργους του.

Το ιδιαίτερο αυτό τζαμί χτίστηκε το 1807 από έναν πλούσιο έμπορο με καταγωγή από το Τουρκμενιστάν. Κάθε ένας από τους τέσσερις πύργους του φέρει διαφορετικά διακοσμητικά μοτίβα που παραπέμπουν σε ζωροαστρικά και ισλαμικά σύμβολα, καθώς και σύμβολα άλλων θρησκειών.

Λόγω της καλής του ακουστικής ο χώρος επιλέγεται για τις τελετές των Σούφι.
Μέσα από τα στενά φιδίσια σοκάκια επιστρέφουμε στο κέντρο της παλιάς πόλης. Σεργιανίζουμε ανάμεσα σε αργαλειούς που υφαίνουν χειροποίητα χαλιά και υφάσματα Ικάτ, που είναι τα παραδοσιακά μεταξωτά της Μπουχάρα. Κι ύστερα στα μικρομάγαζα κάτω από τις σκιές των πανύψηλων θόλων θα θαυμάσουμε τα χειροποίητα κεντήματα, τα περίφημα σουζάνι, και τα χρυσοκεντημένα καλπάκια.

Μια αγορά πλούσια με κάθε λογής χειροποίητα αντικείμενα, μουσικά όργανα, κεραμικά, χάλκινα σκεύη, κοσμήματα, ρούχα, χαλιά και κιλίμια με οδηγό τη χιλιόχρονη παράδοση. Ένα πολύβουο παζάρι όπου οι έμποροι σήμερα κάνουν αλισβερίσι με τους τουρίστες.


Αργά το απόγευμα θα καταλήξουμε στην πλατεία Lyabi Hauz με τη δεξαμενή, που αποτελεί δημοφιλή τόπο συνάντησης για ντόπιους και ξένους. Εδώ βρίσκονται τα Τσάι-Χανέ , αλλά και ο καλοκάγαθος σοφός της Ανατολής Νασρεντίν Χότζα στέκεται σε μια γωνιά της πλατείας καβάλα στο γαϊδουράκο του.

Στο χέρι του κρατά ένα νόμισμα και μοιάζει να χαμογελά πονηρά στους τουρίστες που συνωστίζονται για να φωτογραφηθούν πλάϊ του. Πίσω του στο μεντρεσέ Nadir Divan Beghi θα απολαύσουμε το τσάϊ μας παρακολουθώντας φολκλορική παράσταση.

Η ΕΡΗΜΟΣ ΚΥΖΙΛ ΚΟΥΜ


Για να φθάσουμε στη Μπουχάρα ακολουθήσαμε μια μακρά πορεία μέσα στην έρημο. Την Κιζίλ Κούμ, την επονομαζόμενη «κόκκινη έρημο». Μια απέραντη στέπα με ενδιάμεσα κοιλώματα, οάσεις και υψίπεδα που φθάνουν έως και τα 300 μέτρα. Αχανής, αλμυρή και απόκοσμη, σε εκπλήσσει όταν ανακαλύπτεις πως κρύβει μες στους κόρφους της ένα μουσείο γεμάτο χρώματα. Διπρόσωπη, στο βορά στα σύνορα με το Καζακστάν καταπίνει με τρομακτική ταχύτητα το αλμυρό νερό της λίμνης Αράλη που διαρκώς συρρικνώνεται και στα νοτιοδυτικά αντανακλά τις γήινες αποχρώσεις της στην ανατολίτικη, μεσαιωνική πόλη της Χίβα, προσδίδοντάς της μια ατμόσφαιρα γαλήνης και ανάτασης. Κι κάπου εκεί σε μια από τις οάσεις της την αρχέγονη Χορεσμία διακρίνεις ακόμη τα ίχνη από τα μυθικά ζωροαστρικά βασίλεια της. Αδιάψευστοι μάρτυρες τα τεράστια πλίνθινα κάστρα που ξεπροβάλλουν ανάμεσα στους αμμόλοφους.

Τοπράκ Καλά, Αγιάζ Καλά και Κιζίλ Καλά είναι τρία από τα 50 κάστρα της Χορεσμίας που περιλαμβάνονται στον προσωρινό κατάλογο με τα Μνημεία της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

Φρούρια και ανακτορικές πόλεις, κατασκευασμένα από μεγάλα τούβλα λάσπης, όπως το Τοπράκ Καλά, το οποίο στο απόγειο της δόξας του έφθασε να φιλοξενεί έως 3.000 κατοίκους. Πρωτεύουσα της Χορεσμίας κατά τον 2ο και 3ο μ. Χ. αιώνα ανακαλύφθηκε από τους αρχαιολόγους το 1938. Εντυπωσιακές τοιχογραφίες κι αγάλματα στόλιζαν τις αίθουσες του ανακτόρου του. Οι τοίχοι του φρουρίου του έφθαναν σε ύψος τα 20 μέτρα, ενώ το πάχος τους άγγιζε τα 12 μέτρα. Όλα τα ευρήματα από τις ανασκαφές εκτίθενται στο μουσείο της Χίβα.

ΧΙΒΑ: ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΑΝΟΙΧΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ


Χίβα, η πανάρχαια τειχισμένη πόλη στην καρδιά της Χορεσμίας. Ο ήλιος γέρνει προς τη δύση και καθώς απλώνει τις χρυσές ανταύγειες του πάνω από τα τείχη, περνάμε την νότια πύλη του Ιτσάν Καλά. Είναι η πρώτη γνωριμία με την πόλη-κόσμημα της Ανατολής, ένα υπαίθριο ανοιχτό μουσείο. Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς προστατευόμενο από την UNESCO, πίσω από τα ογκώδη καμπυλωτά τείχη της με τους πυργίσκους και τις δαντελωτές κορυφές, η Χίβα διατηρείται σχεδόν ανέπαφη τροφοδοτώντας με το μύθο της την φαντασία του επισκέπτη.

Το εσωτερικό τείχος, το Ιτσάν Καλά χτίστηκε μεταξύ 5ου και 4ου αιώνα, επιδιορθώθηκε πολλές φορές και πήρε τη τελική του μορφή τον 18ο αιώνα. Το μήκος του είναι 2,5 χιλιόμετρα κι έχει τέσσερις μνημειώδεις πύλες. Μια ευθεία ενώνει την δυτική, που είναι η κεντρική πύλη, με την ανατολική, την αποκαλούμενη «πύλη των ηρώων πολεμιστών» που οδηγούσε στον ποταμό Αμού Ντάρια. Στην πλατεία μπροστά από αυτή την πύλη ανακοινώνονταν οι νόμοι και οι διαταγές του Χαν και τιμωρούνταν οι παραβάτες, γι αυτό και ήταν γνωστή και ως «πύλη των εκτελέσεων».

Το Ντιτσάν Καλά, το εξωτερικό τείχος χτίστηκε το 1842 από τον Allah Kulli Khan σε μια έκταση έξι χιλιομέτρων. Είχε δέκα πύλες από τις οποίες σήμερα σώζονται μόνον οι τρεις. Πάνω από αυτό έχει χτιστεί η νέα πόλη.

Σημαντικό παρακλάδι στο δρόμο του Μεταξιού η Χίβα συγκέντρωνε πολλά καραβάνια που μετέφεραν μετάξι κι άλλα πολύτιμα εμπορεύματα. Κι όμως όσο κι αν μοιάζει απίστευτο, αυτή η παραμυθένια πόλη με τα εκλεπτυσμένα τείχη και τα αμέτρητα εντυπωσιακά μνημεία, υπήρξε το μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο της κεντρικής Ασίας. Από εδώ ολόκληρη η κεντρική Ασία, επί τρεις και πλέον αιώνες, αγόραζε σκλάβους και παλλακίδες για τα χαρέμια της, ώσπου η επέλαση των Ρώσων τον 19ο αιώνα έβαλε τέλος στη βαρβαρότητα.

Η πόλη αναφέρεται ως μεγάλο οχυρό και κέντρο εμπορίου από τον 8ο μ.Χ. αιώνα, ωστόσο το άστρο της έλαμψε τον 16ο αιώνα, οπότε η δυναστεία των Ουζμπέκων Σεϊμπανίδων την ανακήρυξε πρωτεύουσα του Χανάτου της Χορεσμίας.

Η παλιά πόλη διατηρεί σήμερα περισσότερα από 50 ιστορικά μνημεία και 250 παλιά σπίτια. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ένας μιναρές. Το ύψος του φθάνει τα 56 μέτρα κι είναι ο υψηλότερος στο Ουζμπεκιστάν. Με το ύψος του και το εκλεπτυσμένο σχήμα του ο μιναρές του Ισλάμ Χότζα επιβάλλεται σε όλα τα διπλανά κτίσματα.

Παρόλα αυτά άλλος είναι αυτός που κλέβει όλα τα βλέμματα με την περίεργη σιλουέτα του. Ένας μιναρές που αποκαλείται κοντός ( ή μικρός) ο Κάλτα Μινόρ αν και φθάνει σε ύψος τα 29 μέτρα. Ο Κάλτα Μινόρ ο ημιτελής μιναρές ξεχωρίζει από παντού με τον όγκο του και τα πρωτότυπα διακοσμητικά μοτίβα του με επιστρώσεις πλακιδίων σε τυρκουάζ και σκούρες πράσινες αποχρώσεις. Ο ημιτελής μιναρές που αποτελεί το σύμβολο της πόλης χτίστηκε το 1851 από τον Μοχάμεντ Αμίν Χάν, αλλά ο ίδιος πέθανε και ο διάδοχός του δεν ολοκλήρωσε το έργο.

Η παλιά Ακρόπολη Kunya –ark υψώνεται στο δυτικό τοίχο του Ιτσάν Καλά. Χτίστηκε το 1686 με διαταγή του Arang Khan και πίσω από την επιβλητική πύλη της βρίσκονταν το κέντρο διοίκησης με το παλάτι και το χαρέμι του Χαν.

Χαρακτηριστικό δείγμα της ανατολίτικης αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα αποτελεί το ανακτορικό συγκρότημα Tash Khauli, που βρίσκεται κοντά στην ανατολική πύλη. Πίσω από τους ψηλό τοίχο του με τους 4 πυργίσκους βρίσκονται το παλάτι με το χαρέμι, καθώς και αυλές, αίθουσες υποδοχής και ψυχαγωγίας στολισμένες με περίτεχνες διακοσμήσεις και εντυπωσιακά σκαλίσματα στα ξύλινα μέρη τους.

Το τζαμί Τζούμα βρίσκεται στο κέντρο του Ιτσάν Καλά κι αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα, είναι η περίφημη υπόστυλη αίθουσα. Έχει διάμετρο 45Χ55 μέτρα και η οροφή της στηρίζεται πάνω σε 212 ξύλινους κίονες με εντυπωσιακές ανάγλυφες διακοσμήσεις. Είκοσι πέντε από τους κίονες χρονολογούνται από τον 10ο αιώνα όταν πρωτοχτίστηκε το τζαμί και μερικές δεκάδες από τους υπόλοιπους μεταξύ 11ου και 14ου αιώνα.

Πίσω από το τζαμί Τζούμα, μέσα σε ένα λαβύρινθο από μικρά σοκάκια ξεχωρίζει ο θόλος από το μαυσωλείο του φιλόσοφου και ποιητή Παχλαβάν Μαχμούντ.

Το μαυσωλείο είναι διακοσμημένο με κεραμικά μωσαϊκά κι έχει μετατραπεί σε ιερό τόπο προσκυνήματος για τους πιστούς του Ισλάμ.Πριν αποχαιρετίσουμε την Χίβα θα χαλαρώσουμε πίνοντας το τσάι μας στα Τσάι Χανέ της , θα παρακολουθήσουμε παράσταση με τους ακροβάτες της και θα απολαύσουμε την θέα πάνω από την αρχαία Ακρόπολη. Υπέροχες εικόνες με τους μιναρέδες να ξιφουλκούν με τα σύννεφα.

ΕΝΑ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ


Μπορεί η ζωή στην έρημο να είναι μονόχρωμη, όμως στο δυτικό άκρο της Κιζίλ Κούμ υπάρχει ένα μουσείο γεμάτο χρώματα. Το μουσείο Σαβίτσκι με τους 15.000 απαγορευμένους πίνακες της ρωσικής αβάν-γκάρντ. Βρίσκεται στο κέντρο της Νούκους που είναι η πρωτεύουσα του Καρακαλπακστάν, μιας αυτόνομης δημοκρατίας εντός του Ουζμπεκιστάν. Η Νούκους μια ευρύχωρη πόλη της Σοβιετικής εποχής με μεγάλα κτίρια και φαρδιές λεωφόρους είναι η έκτη μεγαλύτερη πόλη στο Ουζμπεκιστάν με 329.100 κατοίκους. Η απομονωμένη τοποθεσία της στην έρημο την έκανε ιδανικό μέρος για το Ινστιτούτο Χημικών Ερευνών του Κόκκινου Στρατού και σημαντικό κέντρο έρευνας και δοκιμών για χημικά όπλα.

Παρόλα αυτά η πόλη έγινε περισσότερο γνωστή για το παγκοσμίου φήμης μουσείο της, που διαθέτει τη δεύτερη μεγαλύτερη συλλογή έργων ρωσικής πρωτοπορίας στον κόσμο με έργα από το 1918 έως το 1930. Τα έργα (τα οποία κατατάσσονταν στα απαγορευμένα με βάση την σοβιετική πολιτική περί τέχνης της εποχής) συγκεντρώθηκαν από τον Ιγκόρ Σαβίτσκι, ζωγράφος και ο ίδιος, ο οποίος κατάφερε να τα διασώσει χάρις στην επιμονή και την αγάπη του για την τέχνη. Στη συλλογή περιλαμβάνονται συνολικά 82.000 εκθέματα, μεταξύ των οποίων αντικείμενα λαϊκής τέχνης και αρχαιοτήτων που σχετίζονται με την τοπική κουλτούρα και την ιστορία του Καρακαλπακστάν.

Νομάδες βοσκοί και ψαράδες οι Καρακαλπάκοι καταγράφονται για πρώτη φορά στην περιοχή τον 16ο αιώνα. Η ονομασία τους πιθανολογείται πως οφείλεται στο γούνινο μαύρο καπέλο (το ευρέως γνωστό ως astarkhan) το οποίο φτιάχνεται από το μαλλί μιας συγκεκριμένης ράτσας προβάτων των qaraqui που εκτρέφονταν συνεχώς εδώ από το 1400 π.Χ. Ευημερούσα περιοχή παλαιότερα το Καρακαλπακστάν, σήμερα κατατάσσεται στις πιο φτωχές της χώρας. Ξηρασία, ελλείψεις πόσιμου νερού και εξάρσεις των μολυσματικών ασθενειών πλήττουν την ευρύτερη περιοχή μετά από την οικολογική καταστροφή που συντελέστηκε με την αποξήρανση της λίμνης Αράλη, της τέταρτης σε έκταση αλμυρής λίμνη στον κόσμο. Η λίμνη που εκτείνονταν λίγα χιλιόμετρα βορειότερα στα σύνορα με το Καζακστάν έχει περιοριστεί σήμερα στα 2/3 της αρχικής της έκτασης λόγω της εκτροπής των ποταμών και της αλόγιστης άρδευσης για το πότισμα των απέραντων βαμβακοφυτειών.

Bάσω Βασιλαδιώτη

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Ξεκίνησε από το πολιτιστικό και ελεύθερο ρεπορτάζ στον περιοδικό Τύπο και την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», όπου εργάστηκε έως τα τέλη του 1983. Από το 1984 και για 28 χρόνια εργάστηκε στο πρώτο κανάλι της ΕΡΤ (ΕΤ1 και ΝΕΤ), καλύπτοντας τα ρεπορτάζ των υπουργείων Εσωτερικών και Δημόσιας Διοίκησης, καθώς και τον τομέα της Αυτοδιοίκησης. Εχει συνεργαστεί επίσης με τις εκδόσεις Λυμπέρη (περιοδικά Εγώ, 7Μέρες TV, Τηλεκοντρόλ), τα περιοδικά «Φαντάζιο» και «Οικογενειακός Θησαυρός», τις εφημερίδες «Πρωινή Ελευθεροτυπία», «Ελευθεροτυπία της Κυριακής», «Ειδήσεις» , «Εθνος της Κυριακής», «Εξόρμηση», «Δημοσιογράφος», «Ήχος & Hi –Fi», καθώςκαι άλλα εξειδικευμένα έντυπα στον χώρο της μουσικής και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Υπήρξε συνεργάτιδα, στο Γραφείο Τύπου, του υπουργού Γιώργου Γεννηματά. Το 2003 βραβεύτηκε από το Ίδρυμα Προαγωγής Δημοσιογραφίας Αθανασίου Βασιλείου Μπότση για «την πολύπλευρη και υπεύθυνη δραστηριότητά της στο ρεπορτάζ Τοπικής Αυτοδιοίκησης» με χορηγό τον Δήμο Αθηναίων. Τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί στο διαδίκτυο παρουσιάζοντας οδοιπορικά και θέματα που της κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Επίσης ασχολείται ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία

Σχετικά Άρθρα

Back to top button