CompassFeaturedΠρόσωπα

Μανώλης Παπαδάκης: “Ας ακούσουμε την ικαριώτικη ψύχη”…

Το δικό μας «ταξίδι» ξεκίνησε τηλεφωνικά (ανάμεσα σε Χανιά κι Αθήνα) με το ενδιαφέρον στραμμένο στο νησί. Αφορμή και κίνητρο και τα δύο πολύ ισχυρά… «Ταξίδι στην Ικαρία-Ουτοπία» λοιπόν και λίγες μέρες πριν την επίσημη πρώτη του ντοκιμαντέρ του, ο σκηνοθέτης Μανώλης Παπαδάκης μιλά για τη δική του σχέση με το νησί και τις προσδοκίες του, τις μικρές του «αγωνίες» για την ανταπόκριση που θα έχει η ταινία του στο κοινό και για το πώς έγραψε στον ίδιο αυτό το ταξίδι…

«Η πρόθεση η δικιά μου είναι ο θεατής να ζήσει την ψυχή την ικαριώτικη, αλλά μέσα από τη διασκέδαση. Πέρασες πολύ ωραία, το βλέπουμε από αυτό που έχεις τραβήξει, μου έχουν πει ήδη κάποιοι συνεργάτες που το έχουν δει», είναι η πρώτη του κουβέντα… «Δεν θέλω να φανώ υπερβολικός, αλλά είναι ένα ταξίδι που δεν φτάνει να το δεις μια φορά, γιατί κάθε φορά θα έχεις κι άλλη οπτική».

Η ταινία θα προβληθεί αρχικά στις 1 και 2 Ιουνίου στις 21.00 στο Σινέ Πετρούπολης και βέβαια στη συνέχεια σε πολλά μέρη της χώρας και στην «πατρίδα» της, την Ικαρία τον Αύγουστο.

Από το τρέιλερ ήδη ξεκινάει η διαδρομή μας, αλλά γεννιούνται κι ένα σωρό απορίες που θέλω να του θέσω.

Πώς γεννήθηκε λοιπόν η ιδέα για την ταινία στην Ικαρία;

Καταρχάς είχα σύζυγο από την Ικαρία και παρόλο που έχω χωρίσει πηγαίνω και λόγω της κόρης μου, αλλά και για διάφορους άλλους λόγους. Από την πρώτη στιγμή, όμως, το έβλεπα ότι η Ικαρία είναι κάτι διαφορετικό, δεν έχει σχέση με τα υπόλοιπα νησιά. Πολλοί λόγοι έπαιξαν σημασία σε αυτή τη διαφοροποίηση, αλλά ο πιο σημαντικός είναι αυτός με τον οποίο ξεκινάει κι η ταινία… Όταν στο Αιγαίο επικράτησαν οι πειρατές, η Ικαρία ήταν στην κυριαρχία των Γενοβέζων. Κάποια στιγμή οι Γενοβέζοι είπαν όποιος θέλει μπαίνει στα πλοία μας και φεύγει, γιατί εμείς δεν μπορούμε να σας προστατεύσουμε άλλο. Ένα κομμάτι του πληθυσμού όντως φεύγει με τους Γενοβέζους και οι υπόλοιποι έκαναν το ακριβώς αντίθετο απ ότι έκαναν όλα τα νησιά που έχουν μια Χώρα, στο πιο ψηλό σημείο, με το ένα σπίτι κολλητό στο άλλο, σαν φρούριο, απ’ όπου δεν μπορούσαν να περάσουν οι πειρατές. Οι Ικαριώτες σκορπίστηκαν, ποντάροντας στο να φαίνεται η Ικαρία ακατοίκητη. Αυτό τους απομόνωσε βέβαια, αλλά έφερε μέχρι τις μέρες μας, στις αρχές του 20ου αιώνα, παραδόσεις αρχαϊκές, όχι αρχαία. Αν υπήρχε ένα σωστό κράτος κι είχε τους ανθρωπολόγους του και τα σχετικά, θα την είχανε βάλλει σε μια γυάλα και θα μελετούσαν τις παλιές συνήθειες και όλα αυτά. Αλλά δυστυχώς δεν…

Υπάρχουν όμως δημιουργοί όπως εσύ που μεταφέρουν τι είναι η Ικαρία μέσα από τις εικόνες τους.

Το σημείωμα του σκηνοθέτη τελειώνει με τη φράση: «Η Ικαρία συνεχίζει την πορεία της σαν μια κιβωτός και περνάει τα εθνικά μας σύνορα…» Γιατί μην ξεχνάμε πως η Ικαρία είναι μια blue zone κι έτσι αυτόματα γίνεται η παιδική μας ηλικία, δηλαδή η δικιά μας ουτοπία. Mπορεί να είναι διαφορετικοί από μας και να παρεξηγιούνται καμιά φορά κιόλας, να θεωρούνται και λίγο γραφικοί, αλλά είναι οι τελευταίοι που έφεραν αξίες ενός αρχαικού πολιτισμού στις μόρες μας.

Η Ικαρία λειτουργεί για σένα λίγο σαν σύγχρονη Ιθάκη;

Λειτουργεί σαν …Ιθάκη, μόνο στο επίπεδο ότι είναι η κόρη μου από εκεί.

Μέσα στην ταινία ένα κορίτσι αναφέρει: «Η Ικαρία δεν είναι προορισμός, είναι μοίρα». Έτσι είναι και για σένα;

Η μοίρα σηκώνει πολύ κουβέντα κι έχει πολλές ερμηνείες γι αυτό το διάλεξα ως τελευταία ατάκα που θα ακουστεί στην ταινία, ακριβώς γι αυτό. Θέλω να πιστεύω, αν και οι θεατές θα το κρίνουν, ότι η ταινία έχει 3 επίπεδα ανάγνωσης. Η πρώτη κεντρική δομή είναι «πάω να ζήσω». Δεν θέλω να ακούσω καμιά φιλοσοφία, πάω και ακούσω ιστορίες από τους παλιούς και τους νέους οι οποίοι εντάσσονται σε ένα καινούριο πλαίσιο, μέσω του χορού και των συνηθειών της Ικαρίας. Η πρώτη λοιπόν ανάγνωση είναι καθαρά βιωματική και πιστεύω πως θα γίνουν κοινωνοί και όσοι την παρακολουθήσουν. Με την έννοια ότι δεν θα χρειαστεί να κάτσουν να σκεφτούν. Ας το ζήσουν λοιπόν κι αν θέλει κάποιος να σκεφτεί ας πάει στο δεύτερο και τρίτο επίπεδο.

Τα οποία είναι;

Δεν είναι σωστό ο σκηνοθέτης να αναλύει τα επίπεδα. Στο μόνο που μπορώ να αναφερθώ είναι πως η ταινία ξεκινάει με μια αναφορά σε ένα πίνακα του Μπρέγκελ*: «Ο τόπος που έπεσε ο Ίκαρος», του 1500. Είναι ο πρώτος που μιλάει για τον Ίκαρο, χωρίς να φαίνεται πουθενά ο Ίκαρος, αλλά το τοπίο. Έχει πάρει εκείνους που σύμφωνα με το μύθο ήταν εκεί όταν σηκώθηκε να πετάξει, αλλά δεν δώσανε σημασία. Ένας γεωργός, ένας ψαράς κι ένας βοσκός. Μια μικρή αναφορά, σε αυτόν τον πίνακα ο οποίος έχει πολλές αναλύσεις, αλλά δεν βαραίνει το θεατή, καθώς βλέπει κάποιους ανθρώπους που εμφανίζονται μετά και στην ταινία. Μια μεγάλη συζήτηση που έχει σχέση και με τη σημερινή Ικαρία, αλλά επειδή είναι το τρίτο επίπεδο, η καλύτερη λύση που προτείνω εγώ είναι εκείνος που θα πάει να δει την ταινία είναι να πάει με διάθεση να αφεθεί να διασκεδάσει, όπως όταν ταξιδεύει στην Ικαρία. Να περάσει καλά. Να απογειωθεί και λίγο στο τέλος με το χορό. Να πετάξει.

Αυτός δεν είναι ο σκοπός του χορού έτσι κι αλλιώς;

Ναι αλλά τον έχουμε ξεχάσει.

Ο τίτλος σε οδήγησε στην ταινία ή η ταινία στον τίτλο;

Ο τίτλος που είναι στα αγγλικά του “journey” της εσωτερικής αναζήτησης και όχι του ταξιδιού, πάω τουρίστας, το οποίο είναι κάτι που απεχθάνομαι.

Βέβαια κάποιοι το έχουν ανάγκη κι αυτό.

Όλα χρειάζονται. Ότι υπάρχει σε αυτή τη γη έχει λόγο ύπαρξης. Αν όμως εγώ πάω κάπου, ειδικά σε ένα ξένο μέρος προσπαθώ να αφήσω να με επηρεάσει όσο περισσότερο γίνεται. Από τα μέρη, από τα φαγητά, από τον πολιτισμό και από τα πιο ακραία που θα έχει ο κάθε τόπος κλπ κλπ. Μόνο έτσι μπορείς να το καταλάβεις. Πιστεύω στη βιωματική γνώση.

Η Ικαρία σου δεν μόνο εικόνες, αλλά και οι άνθρωποι της, που θα δούμε στην ταινία.

Θα αναφερθώ σε μια κυρία που στολίζει τον επιτάφιο, ο οποίος είναι ένα σύμβολο για τους Έλληνες πολύ ιδιαίτερο. Μου λέει «ήρθα σαν νύφη πριν από 50 χρόνια. Πενήντα χρόνια στολίζω το σταυρό». Ότι θες καταλαβαίνεις…

Όπως καταλαβαίνω η ουτοπία σαν έννοια χαρακτηρίζει την ζωή σου ολόκληρη και όχι μόνο το έργο αυτό. Είναι για έναν κινηματογραφιστή, δημιουργό, σκηνοθέτη ουτοπία το σινεμά στην Ελλάδα;

Μόνο ουτοπία είναι. Αυτή μας πάει μπροστα… Το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ με απασχόλησε σχεδόν 10 χρόνια. Αν ήταν παραγγελία θα έπρεπε να έχει πληρωθεί ένα ασύλληπτο ποσό. Εγω όχι μόνο δεν εχω βγάλει, αλλά έχω πληρώσει από την τσέπη μου, χρήματα που δεν θα τα βγάλω. Αλλά δεν το μετανιώνω.

Υπάρχει κάτι που σε άγγιξε ιδιαίτερα στο πλαίσιο της ταινίας;

Ιδιαίτερη σημασία έπαιξαν οι γυναίκες, γιατί το πρώτο πράγμα που με είχε εντυπωσιάσει στην Ικαρία είναι το πόσο ευτυχισμένες ήταν οι φάτσες των γυναικών. Όχι μόνο των Ικαριωτών. Ακόμη και μιας Αθηναίας που θα ερχόταν στο νησί. Ξαφνικά πήγαινες στη Λαγκάδα που είναι ένα πανηγύρι σ ένα μέρος ακατοίκητο και χορεύανε όχι μόνο τον Ικαριώτικο, αλλά τα πάντα, ακόμη και τάνγκο. Χορεύεις σήμερα τάνγκο στην Αθήνα;. Εκεί το ζούσανε μ έναν ιδιαίτερο τρόπο. Δεν μπορώ να το εκφράσω ακριβώς. Ήταν κάτι ερωτικό όλο αυτό; Όχι ακριβώς

Ίσως Διονυσιακό;

Κάτι παραπάνω. Κι έτσι ξεκίνησα και να το τραβάω. Κάποια στιγμή που είχα απελπιστεί πάλι, οι γυναίκες με επανέφεραν στην τάξη. Διάφορες κυρίες μεγάλης ηλικίας εως πολύ μεγάλης ηλικίας, μια ας πούμε είναι 110 χρονών, κάποια στιγμή που με είδαν προβληματισμένο  και μου είπαν: «Αυτό το ντοκιμαντέρ θα το τελειώσεις!». Πιθανόν μου είχαν πει μέσα στην ταινία πράγματα που δεν τα έχουν ξαναπάει ποτέ και ήθελαν να μείνουν. Με το γνωστό ύφος που λένε οι μεγάλες γυναίκες κάτι στα παιδιά και δεν σηκώνει αντίρρηση.

Κι επιβεβαιώθηκαν!

Θέλω να κάνω μια προβολή στην Ικαρία και να είναι παρούσες όλες αυτές οι γυναίκες. Έχω αγωνία τι θα μου πουν. Ίσως ακουστεί λίγο εγωιστικό αλλά περιμένω πως και πώς να το δουν εκείνες και να μου πουν τη γνώμη τους. Εγώ το μόνο που τους είπα όταν τους ζητούσα να μου μιλήσουν είναι ότι «αυτό που θα μου πεις θα το σεβαστώ». Στις ταινίες μου εγώ δεν βάζω αφηγητή, όλο το στόρι βασίζεται στις μαρτυρίες. Γι αυτό είναι σημαντικό για μένα να ακούσω τη γνώμη τους και να μου πουν «εντάξει είναι, μας σεβάστηκες…».

Η κουβέντα έκλεισε με όλες τις ευχές να είναι το «Ταξίδι στην Ικαρία-ουτοπία» μακρύ και με άνεμο, πάντα ούριο. Κάτι, που για μένα είναι βέβαιο. Έκλεισε όμως και με μια πρόσκληση από την πλευρά του. Για την Κρήτη, το Θέρισο όπου ο σκηνοθέτης Μανώλης Παπαδάκης θα ξεκινήσει σύντομα τη νέα του ταινία «Αγγελόστρατα», όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες της πανδημίας.

*Pieter Bruegel the Elder, Φλαμανδός ζωγράφος

Ντορίτα Λουκίσσα

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966 και σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 άρχισε να εργάζεται σε έντυπα, αρχικά καλύπτοντας το διεθνές ρεπορτάζ. Σύντομα πέρασε στον χώρο των media και ασχολήθηκε με τον θαυμαστό τότε και ελπιδοφόρο ακόμη χώρο της τηλεόρασης, για λογαριασμό εφημερίδων και περιοδικών. Από άποψη δεν εργάστηκε ποτέ στην τηλεόραση, αλλά μόνο στο ραδιόφωνο και συγκεκριμένα του ΣΚΑΙ, την εποχή της άνοιξης της ιδιωτικής ραδιοφωνίας. Με το κλείσιμο της Ελευθεροτυπίας -τελευταία εφημερίδα στην οποία εργάστηκε- αποφάσισε να στραφεί στο διαδίκτυο και να ανακαλύψει την αδιάκοπη δραστηριότητα του ίντερνετ, συνεργαζόμενη με διάφορες ιστοσελίδες. Παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο των multimedia.

Σχετικά Άρθρα

Back to top button