Φανταστικά ταξίδια: Edward Hopper

Οχρόνος αδιάφορος, η διαδρομή μη καθορισμένη. Μου αρκεί να ταξιδεύω…
Με όποιο τρόπο, με όποιο μέσο. Τα βήματά μου μπερδεύονται στο σακίδιο του Marco Polo, κρύβω τα κλειδιά του Jack Kerouac, κοιτάζω την σκιά του Gustave Flaubert στα στενοσόκακα της Ρόδου, μαθαίνω απέξω τα λόγια του Νίκου Καββαδία, ψάχνω στις προτάσεις του Ernest Hemingway, κάτι πιο πέρα από την αλήθεια, ύστερα αναζητώ τον Νίκο Καζαντζάκη. Μένω να “ακούω” τους στίχους των Social Waste, τις νότες του Claude Debussy, να ψάχνω το σκοτάδι στο φως του Edward Hopper .
Ναι, το βενζινάδικο του Hopper. Από εδώ θα ξεκινήσω. Από την θλιμμένη αφήγηση αυτού του σπουδαίου Αμερικανού ζωγράφου.
Ο Edward Hopper λοιπόν, θα είναι ο …ξεναγός, τόπος θα είναι οι Δρόμοι και όλο αυτό κάτω από τον ήχο του Erik Satie!!! (https://www.youtube.com/watch?v=mk2SNcpTNbs)
Στα 1906, είκοσι τεσσάρων χρονών μόλις ο Hopper , σε κάποιο Παριζιάνικο μπιστρό, διαβάζει τον “ΞΕΝΟ” του Charles Pierre Baudelaire, μπερδεύεται με τα σύννεφα, πίνοντας Côtes du Rhône και χάνεται στους …δρόμους.
Όχι σε εκείνους που ήξερε, μα σε εκείνους που έμελλε να ανακαλύψει.
Όσα το μάτι προσπαθεί στην σειρά να βάλει του τα χαλάει το μυαλό, μα είναι το φως και τα χρώματα ισχυρότερα και ας μοιάζουν παιδιάστικα.
Ποιος είναι αυτός ο δρόμος;
Ποιο το όνομα του χωριού που αχνό φαίνεται στο βάθος;
Η λίμνη στα δεξιά, πόσο βαθιά είναι άραγε;
Ποιος νοιάζεται;
Στις 22 Ιουλίου του 1882 ένα μωρουδίστικο κλάμα έμελλε να ακουστεί για πρώτη φορά στο Upper Nyack και εκείνο με το που συνάντησε το …τώρα, βούτηξε στα νερά του ποταμού Hudson. Ο ποταμός ήξερε τον δρόμο από κει και πέρα.
Κάθομαι σε ένα τραπέζι από εκείνα τα λευκά των καφέ της εθνικής οδού, το φως έντονο λευκό και αυτό, πέφτει σε λωρίδες και με δύναμη έως το πάτωμα και προσπαθεί να γελάσει ή να μας ξεγελάσει, ποιος ξέρει…
Όση ώρα γυροφέρνω τον καφέ μου καταναλώνοντας τσιγάρα, παρατηρώ μια γυναίκα μόνη και αυτή, με ένα φλυτζάνι μπροστά της στο στρογγυλό τραπέζι. Έχει τα πόδια της ελαφρά σταυρωμένα όπως οι “ανεξάρτητες” γυναίκες ξέρουν να κάνουν. Φοράει καπέλο και ελαφρύ μπουφάν. Τα μάτια της γρυλίζουν και ας είναι σιωπηλή. Σε ποιόν να μιλήσει άλλωστε;
Η καρέκλα απέναντί της άδεια.
Δεν μοιάζει κάποιον να περιμένει, παρά μόνο τον δρόμο που ξεχύνεται πίσω της, έξω από το καφέ.
Οι άνθρωποι, παρόλο που φοβούνται την μοναξιά, γεννιούνται και “φεύγουν” μόνοι. Υπάρξεις μοναδικές, γρατζουνιές στην ζήση εξ’ ορισμού. Ούτε μικρές πληγές στο σώμα της γης.
Την κοιτάζω ώρα πολύ, νομίζω πως θέλω να πετάξω ξανά φτιάχνοντας τον ουρανό και ας ξέρω πως μοιάζω με ελευθεριακό ελέφαντα σε περιφραγμένο λιβάδι.
Δεν γνωρίζω κανέναν μέσα στην αίθουσα, το λευκό με αγριεύει…
Προς στιγμήν μου μοιάζει από κάπου να την ξέρω.
Δεν την ξέρω σίγουρα.
Στο μυαλό μου έρχεται ξαφνικά, η εικόνα της γειτνίασης των γραμμάτων στις πινακίδες προορισμού και εκείνα άγνωστα μεταξύ τους, κάποιος τα βάζει σε σειρά και βγαίνει νόημα.
Η κοπέλα (!!!) από τον πίνακα του Hopper, με τον τίτλο “Self Service”.
Σηκώνομαι. Σβήνω το τσιγάρο, έχω τακτοποιήσει τον λογαριασμό, βγάζω από την τσέπη τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Το ταξίδι, συνεχίζεται…
Το σκοτάδι ισχυρό στις παρυφές του δρόμου, δεξιά και αριστερά ασθενικό έως ανύπαρκτο, εκεί που το φως από τους λαμπτήρες κρατάει το τέμπο μαζί με τις μουσικές του Satie που με συνοδεύουν στην διαδρομή. Σε κάθε στροφή και ένας καινούργιος πίνακας του Hopper παίρνει την θέση του προηγούμενου, σαν σηματοδότες. Μια μελαγχολία ανεπιτήδευτη.
“Δωμάτιο Ξενοδοχείου”, “Βενζινάδικο”, “Διαμέρισμα Γ, Βαγόνι 293”, “Καταστήματα της 7ης λεωφόρου” κι ένα σωρό άλλοι. Όλοι αυτοί οι σπουδαίοι πίνακες δομημένοι με έναν φωτογραφικό ρεαλισμό. Τα έργα του εμπνευσμένα από τους δρόμους των ανθρώπων, τα ρεστοράν των μεγάλων δρόμων, τα δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων, τα βενζινάδικα, τον περιορισμό των κοινόχρηστων χώρων. Όλα τα έργα πλαισιωμένα από ένα ιδιαίτερο φως που ξεπηδάει από το σκοτάδι, που παλεύει μαζί του και βγαίνει νικητής και από μία μουσική προσομοίωση στους χτύπους της καρδιάς.
Το 1927 ο Hopper κάνει το “ρεκόρ” του. Ο πίνακας ” Δύο στον διάδρομο”, πωλείται για 1.500 δολάρια. Αυτό του επιτρέπει να αγοράσει ένα αυτοκίνητο και από κι και πέρα αρχίζει τα ” οδικά” ταξίδια σε περιοχές απομακρυσμένες της Νέας Αγγλίας.
Ο Hopper πεθαίνει στο στούντιο του, στις 15 Μαΐου 1967. Η σύζυγός του φεύγει” και αυτή δέκα μήνες αργότερα.
Από τότε μέχρι τα σήμερα, φωτογράφοι, κινηματογραφιστές, συγγραφείς, ζωγράφοι, ποιητές, εμπνευσμένοι από τα έργα του, συνεχίζουν το ταξίδι, που παραμένει το ίδιο ρευστό όπως ο χρόνος. Όπως τα νερά του ποταμού Hudson, όταν τα άγγιξε το κλάμα του για πρώτη φορά.
Το ταξίδι συνεχίζεται…