FeaturedTravel StoriesΚόσμος

Μαγιόρκα: Στο δρόμο της ξερής πέτρας

 Ένα  «εναλλακτικό» οδοιπορικό, μια πεζοπορία στην οροσειρά της Τραμουντάνα που αποκαλύπτει τις πιο γοητευτικές πτυχές του νησιού και ένα μαγικό ταξίδι στο χρόνο, όταν η Μαγιόρκα ήταν ένα νησί με έντονη αγροτική δραστηριότητα. Ένα μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης που σέβεται το παρελθόν ενός τόπου και προσφέρει δυνατές συγκινήσεις σε όσους θέλουν να ταξιδέψουν όχι μόνο στο παρόν αλλά και στο χρόνο. Μια ιδέα τουριστικής πολιτικής που ταιριάζει πολύ στην Ελλάδα που έχει πλούσιο πολιτισμικό στίγμα το οποίο ισοπεδώνεται από μια αχαλίνωτη τουριστική πολιτική που βιάζει το περιβάλλον, τυποποιεί τη διαφορετικότητα και δεν δείχνει ευαισθησία και λεπτότητα σε ένα πολιτισμικό πλούτο αιώνων.

Εδώ στη Μαγιόρκα στην οροσειρά της Τραμουντάνα η τοπική αυτοδιοίκηση δίνει εμπράκτως μια απάντηση ότι η τουριστική ανάπτυξη δεν είναι μονοδιάστατη  και τα προϊόντα της δεν αποτελούν ακριβή πολυτέλεια για λίγους.

Η Μαγιόρκα είναι το μεγαλύτερο νησί των Βαλεαρίδων νήσων και έχει έκταση όσο δυο φορές η δική μας Λέσβος. Νησί με μεγάλη τουριστική ανάπτυξη, όπως η γειτονική της Ιμπίζα, με πληθώρα απευθείας πτήσεων από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Παράλληλα με τον μαζικό τουρισμό στη Μαγιόρκα τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αναπτύσσεται ένας εναλλακτικός τουρισμός. Από τη μια μεριά, αυτό οφείλεται κυρίως στην πολιτική της τοπικής αυτοδιοίκησης να διαχειριστεί παλιά κτήρια και να τα χρησιμοποιήσει ως καταλύματα για τουρίστες  που ψάχνουν  αυθεντικές εμπειρίες . Από την άλλη, οι Ισπανοί ως λαός αγαπούν πολύ την επαφή με την φύση, το περπάτημα και τα βουνά και από μικρή ηλικία είναι συνηθισμένοι να μένουν σε κοινά καταλύματα, με κοινές τουαλέτες και να αφήνουν την ζώνη των καθημερινών ανέσεων τους, ώστε να κάνουν πεζοπορίες και να γνωρίσουν ένα τόπο.

Έχοντας κάνει το Καμίνο ντε Σαντιάγο και διασχίζοντας  την Ισπανία με τα πόδια, είδα ότι όταν υπάρχουν αυτές οι υποδομές καταλυμάτων φέρνουν ανθρώπους από όλα τα πέρατα του κόσμου που στηρίζουν αυτές τις πρωτοβουλίες  και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να  υπάρξει οικονομική ανάπτυξη στην περιοχή.

Η πρωτεύουσα της Μαγιόρκα η Πάλμα,  μια πόλη  μισού εκατομμυρίου ανθρώπων διαθέτει ένα ενδιαφέρον ιστορικό κέντρο που δεσπόζει ο μεγαλοπρεπής καθεδρικός ναός της που καθρεφτίζεται μέσα στο κανάλι που υπάρχει δίπλα του,  κοντά στη θάλασσα. Τα αραβικά λουτρά μαρτυρούν την πολύχρονη παρουσία των Αράβων στην περιοχή.

Φτάσαμε εδώ μεγάλη  Δευτέρα και κατά το απόγευμα είδαμε ανθρώπους κάθε ηλικίας με στολές και χιτώνες να διασχίζουν το κέντρο της πόλης. Ρωτώντας έμαθα ότι είναι los Nazarenos ” οι Ναζωραίοι” ή los  Penitentes ” οι μετανοούντες”,  οι οποίοι φορούν  κουκούλες που θυμίζουν  τους Κου Κλουξ Κλαν και ακολουθούν μια θρησκευτική τελετή που εξελίσσεται στους δρόμους. Όταν νύχτωσε ξεκίνησαν τρεις πορείες, που πιστοί μεταφέρουν στους ώμους τους κάτι σαν τους δικούς μας τους επιτάφιους αλλά πολύ μεγαλύτερων διαστάσεων και βάρους  που σε ένα από αυτούς  μετέφεραν την Παναγία και στους άλλους τον Χριστό να δικάζεται ταπεινωμένος πριν τον σταυρικό του θάνατο. Μπάντες παίζουν αργότεμπες, θλιβερές μελωδίες, ο κόσμος φωνάζει, κλαίει,  χειροκροτεί , σιωπά.

Φεύγοντας από την Πάλμα πήγαμε προς την οροσειρά  της Τραμουντάνα στο χωριό Valldemossa, ένα γραφικό χωριό που έγινε γνωστό γιατί εκεί έμεινε ο Σοπέν με την ερωμένη του, συγγραφέα Γεωργία  Σάνδη για ένα χρόνο.   Μάλιστα εδώ λέγεται ότι γράψε ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα του, όπως τα 24 Πρελούδια για σόλο πιάνο.

Η οροσειρά της Τραμουντάνα(Sierra de Tramuntana) βρίσκεται κατά μήκος της βόρειας πλευράς του νησιού και υψώνεται ως τοίχος που προστατεύει το νησί. Αποτελείται από βουνά που κυριαρχούν η πέτρα και τα βράχια. Παρόλα αυτά η βλάστηση είναι πολύ έντονη. Είναι ένας τόπος ευλογημένος με μεγάλη ποικιλία φυτών και δέντρων.

Όταν φτάσαμε στην Deiá, ένα χωριό κτισμένο σε ένα λόφο και μια πλαγιά, ο αέρας πλημμύριζε ευωδιές.

Ανθισμένα γιασεμιά,  λεμονιές και πορτοκαλιές γεμάτες λουλούδια, κουτσουπιές στα φούξια τους , ελιές, πεύκα και ψηλά φοινικόδεντρα.

Ένα μέρος παραδεισένιο με έντονο μεσογειακό χαρακτήρα που τη μια μεριά του περιβάλλεται από ψηλά απόκρημνα βουνά και από την άλλη αγκαλιάζεται από τη θάλασσα. Κατεβήκαμε πεζοπορώντας τη λαγκαδιά μέσα στους ελαιώνες και στα περιβόλια ακούγοντας τα νερά να τρέχουν. Φτάνοντας στη θάλασσα, την Cala της Deiá, μια στενή παραλία περιτριγυρισμένη από αγρίους,  απότομους βράχους μια παρέα από πιτσιρίκια πετούσε πέτρες στα άγρια κύματα.

Γυρίσαμε το βραδάκι στο κατάλυμα μας, το Refugi de Can Boi,  μια αγροικία του 19ου αιώνα μιας αγροτικής οικογένεια ελαιοπαραγωγών, των Boi, που αγοράστηκε από την τοπική αυτοδιοίκηση,  ανακαινίστηκε άψογα με σκοπό να φιλοξενεί περιπατητές και οδοιπόρους.

Το πρωί πήραμε ένα μονοπάτι βλέποντας συνεχώς τη θάλασσα. Τα βράχια και η ξερή πέτρα κυριαρχούν παντού αλλά μέσα από ξερά λιθάρια ξεπηδούν αιωνόβιοι κορμοί ελιών, πεύκων και χαρουπιών. Η δίψα για ζωή ενός σπόρου νικά τον σκληρό βράχο. Να γιατί είμαστε χαρούμενοι χωρίς να ξέρουμε το γιατί. Επειδή αυτή η εικόνα περνάει υποσυνείδητα μέσα μας και χωρίς να το γνωρίζουμε και μας γεμίζει με θετικότητα και χαρά.

 Φτάσαμε στο ακρωτήρι Gros  εκεί που δεσπόζει ένα λευκός ψηλός φάρος. Ακριβώς μερικά μέτρα πιο πέρα  βρίσκεται το Refugi de Muleta, ένας παλιός, απομονωμένος  τηλεγραφικός σταθμός που μας θα φιλοξενήσει και θα μας δώσει την ευκαιρία να ρουφήξουμε όλο το γαλάζιο της θάλασσας που απλώνετε μπροστά μας.

 Η επόμενη μέρα ήταν η μέρα της ζωής μου που περπατώντας είχα την ευκαιρία να δω την μεγαλύτερη ποικιλία εικόνων σε μια ημερήσια πεζοπορία. Ξεκινώντας από τον φάρο Gros   και την απέραντη θάλασσα, προχωρήσαμε προς το τουριστικό Port de Sóller, το μοναδικό βορεινό λιμάνι της Μαγιόρκα, για αιώνες θαλάσσιος κόμβος επικοινωνίας με την Ισπανία και τη Γαλλία, σήμερα διάσημο θερινό θέρετρο.

Ένας παλιός σιδηρόδρομος περνάει μέσα από ένα κάμπο με εσπεριδοειδή που μέσα στον Απρίλη φορτωμένα ανθό, μοσχοβολούν και μας απογειώνουν τις αισθήσεις.

Η πόλη Sóller, λιγότερο τουριστική, μια πόλη με χαρακτήρα και τους κατοίκους της πρωταγωνιστές στα γραφικά της σοκάκια. Ξεχωρίζει η εκκλησία του Sant Bartomeu που για την κατασκευή της έβαλε και το χεράκι του ο διάσημος Καταλανός αρχιτέκτονας Gaudí.

Έπειτα κατευθυνθήκαμε προς το χωριό Biniaraix που από εκεί ξεκινά ένα πολύ εντυπωσιακό πετρόκτιστο μονοπάτι μέσα σε ένα φαράγγι. Μπροστά μας απλώνεται ένα βουνό απότομα ανηφορικό, σαν τεράστιος τοίχος από βράχο.

Εδώ και αιώνες οι αγρότες για να μπορέσουν να το διασχίσουν κατασκεύασαν με ξυλολιθιά ένα μονοπάτι πολλών χιλιομέτρων. Εδώ η ξερολυθιά είναι έργο τέχνης, κέντημα. Μιλάμε για τέχνη υψηλής ποιότητας και μαεστρίας. Εκτός από το μονοπάτι υπάρχουν παντού πέτρινοι τοίχοι για να συγκρατήσουν το χώμα και εκεί πάνω ελιές  χορεύουν με τα κλαδιά τους υψωμένα σαν χορεύτριες της ανατολής.

Τρικουάζ νερά ρυακιών, μικροί καταρράκτες,  κουδουνίσματα από κατσίκια, κελαηδίσματα πουλιών. Μεγαλείο.

Ουσιαστικά αντιλαμβάνομαι ότι περπατάμε σε ένα μονοπάτι που χρειάστηκαν αιώνες για να κατασκευαστεί και να συντηρηθεί από τους αγρότες της περιοχής που το χρησιμοποιούσαν καθημερινά για να κάνουν τη δουλειά τους ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιήθηκε ως προσκυνηματικός δρόμος προς στο Sanuario de Lluc,  που είναι ο σημαντικότερος θρησκευτικός τόπος της Μαγιόρκας αφιερωμένος στην Παναγία. Δηλαδή ξαναζούμε μια καθημερινή εμπειρία μιας άλλης εποχής κάνοντας μια πεζοπορία και εδώ είναι το κλειδί αυτού του οδοιπορικού.

Το ανηφορικό περπάτημα στο σκληρό μονοπάτι, οι εικόνες,  οι μυρωδιές και ήχοι αυτού του δρόμου συμβάλλουν στο να συμβεί κάτι που δύσκολα μπορεί να συμβεί στη ζωή μας. Το ταξίδι στον χρόνο. Στην εποχή μας που όλα γίνονται με ταχύτητα και δεν προλαβαίνουμε να πάρουμε χαμπάρι τι συμβαίνει, εδώ σε αυτή τη διαδρομή επειδή η ταχύτητα μας είναι αργή λόγω της απότομης ανηφοριάς και του βάρους του σακιδίου μας, όλα που υπάρχουν γύρω μας έχουν τον χρόνο να μπουν μέσα μας. Μέσα σε αυτό το μαγικό σκηνικό δεν καταλάβαμε πώς ανεβήκαμε 900 μέτρα από τη θάλασσα ούτε νιώσαμε καμία κούραση. Στην συνέχεια διασχίσαμε το οροπέδιο της Lofra και περάσαμε  δίπλα από τις  λίμνες Cúber και  Gorg Blau.

Στο βάθος του ορίζοντα,  η θάλασσα σαν μια μεγάλη αγκαλιά πριν από το μπλε του ουρανού. Κατόπιν μπήκαμε σε ένα μαγικό δάσος από ψηλά  πουρνάρια,  βγαλμένο κυριολεκτικά από τα παραμύθια. Οι νεράιδες του δάσους έδωσαν δύναμη στα κουρασμένα πόδια μας και τελικά φτάσαμε στο καταφύγιο Tossal Verds, μια αγροικία του 18ου αιώνα  πάνω ένα απομονωμένο οροπέδιο μέσα στις χούφτες των γύρω βουνών .

 Την επόμενη μέρα η διαδρομή μας πέρασε από αλώνια που αγρότες αλωνίζοντας χώρισαν το στάρι από τα άχυρα,  από πετρόκτιστες στέρνες,  δεξαμενές και πηγάδια που μάζευαν το νερό. Εντύπωση μου έκανε ότι  πάνω σε δυσπρόσιτο σημείο στα βράχια υπήρχαν αψίδες υδραγωγίου από τον 18ο αιώνα που συνέλεγαν το νερό και το έστελναν από ψηλά με φόρα ώστε να λειτουργεί ένας νερόμυλος και ένα ελαιοτριβείο. Ανεβαίνοντας έως τα 1250 μέτρα αρχίσαμε να έχουμε εντυπωσιακή θέα του νησιού έως την βορειοανατολική του άκρη.

Σε αρκετές γωνίες υπήρχε άλιωτο χιόνι και εντυπωσιάστηκα όταν είδα ότι υπήρχαν πετρόκτιστες  δεξαμενές αιώνων που μάζευαν το νερό από το χιόνι, όταν άρχιζε να λιώνει. Επίσης μέσα στα πυκνά δάση εντόπισα ανοιχτούς κυκλικούς χώρους που χρησιμοποιούνται για την κοπή ξύλων ή για τη παραγωγή κάρβουνου. Από κλαδιά ενός δέντρου του vim ,που υπάρχει σε αφθονία εδώ,  έφτιαχναν καλάθια χρήσιμα για τη μεταφορά και φύλαξη αγροτικών προϊόντων. Μετά από πολύωρη κοπιαστική κατάβαση φτάσαμε στο μοναστήρι του 14ου αιώνα της Παναγία του Lluc και εκεί δίπλα σε ένα λόφο με εντυπωσιακή θέα ήταν το καταφύγιο του Son Amer ένα κτίσμα με θεμέλια από τον 13ο αιώνα. Δίπλα στο καταφύγιο η πηγή του Puig Ferrer και ένα πλυσταριό που οι γυναίκες έκαναν bugada δηλαδή έπλεναν τα ρούχα. Αξίζει να σημειώσω ότι η λέξη ” μπουγάδα” είναι καταλανική και στη Μαγιόρκα όπως και σε όλα τα νησιά των Βαλεαρίδων μιλούν καταλανικά.

Όταν ξημέρωσε κινήσαμε βορειοανατολικά και η διαδρομή ήταν πιο ήπια με λιγότερες ανηφοροκατηφόρες. Μέσα στα πολλά δέντρα του δάσους ξεχώριζε μια πουρναριά , την πουρναριά του Pere, ύψους 20 μέτρων, περιμέτρου  19 μέτρων και ηλικίας  πάνω από 500 έτη! Δυστυχώς την ίδια τύχη δεν είχαν πολλές εκατοντάδες δέντρα του δάσους ήταν είχαν διαλυθεί ή ξεριζωθεί εντελώς από μια πολύ δυνατή χιονόπτωση κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Μετά από 18 χιλιόμετρα πορεία φτάσαμε στην Pollença, στο καταφύγιο του Pont Romà που βρίσκεται δίπλα από μια παλιά ρωμαϊκή γέφυρα. Αφού το γιορτάσαμε δεόντως με μια οινοποσία με τάπας, επισκεφτήκαμε το ενδιαφέρον κέντρο της Pollença και ανεβήκαμε τα 365 σκαλιά του Calvari ( Γολγοθά) που οδηγούν σε μια  εκκλησία που κάθε μεγάλη Πέμπτη και Μεγάλη Παρασκευή λαμβάνει χώρα μια  ζωντανή αναπαράσταση της σταύρωση του Χριστού.

 Την τελευταία μέρα πήγαμε στη θάλασσα στην Cala Basques που τα κρυστάλλινα νερά της μας καλούσαν να βουτήξουμε, αν και ήταν αρχές του Απρίλη. Μας πρόλαβε ένας κορμοράνος που βουτούσε και ξαναβουτούσε σαν να μας έλεγε ” Ελάτε! Χάνετε! ” Μετά άνοιξε τα φτερά του για να τα στεγνώσει,  τα κράτησε για λίγο ανοιχτά και έπειτα χάθηκε προς το ακροατήριο του Formentor.

Βαγγέλης Πρωτόπαπας

ΜΟΥΣΙΚΟΣ-ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Γεννήθηκα στην Αθήνα και έκανα τις πρώτες μου εξερευνήσεις λίγα χιλιόμετρα απ ότο κέντρο, στα βράχια και στις σπηλιές των Τουρκοβουνίων. Δυνατές παιδικές καλοκαιρινές εμπειρίες στην Τήνο και στα Θερμιά, τόποι καταγωγής μου. Στο Ρέθυμνο σπούδασα Παιδαγωγικά και μετά στο Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών. Ακολούθησαν αρκετά χρόνια μουσικές σπουδές και το 2002 ξεκίνησα τη διδακτορική μου διατριβή στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής της Αθήνας, μια έρευνα γύρω από τις μουσικές προτιμήσεις των μαθητών του Δημοτικού που ολοκλήρωσα το 2009. Εργάζομαι ως μουσικός και ως δάσκαλος στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Έχω αξιωθεί να ταξιδέψω, μέχρι στιγμής, σε περισσότερες από 65 χώρες και ελπίζω να ταξιδέψω και στις υπόλοιπες μέχρι να φύγω.

Σχετικά Άρθρα

Back to top button