Travel StoriesΚόσμος

Πομπηία: Εκεί όπου η ομορφιά μυρίζει θάνατο

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν στην περιοχή. Την είχα επισκεφτεί ξανά χειμώνα. Τώρα, μες το κατακαλόκαιρο, η αίσθηση ήταν εντελώς διαφορετική. Ακόμη και το πολυτελές τρένο που πήραμε από τη Ρώμη, μέσω Νάπολης, μύριζε χνώτο κι ίδρωτα, παρά το κλιματιστικό. Η «γοητεία» του νότου σε όλα τα μέρη της Μεσογείου, μέσα στη ντάλα του μεσημεριού.

Η ιδέα ήταν να δούμε το διαβόητο ηφαίστειο και μετά την πόλη που κατέστρεψε. Η ώρα όμως ήταν σχεδόν απαγορευτική. Ωστόσο πώς να κάνεις πίσω; Από τους 6 που ήμασταν μαζί στην κάθοδο από τη Ρώμη, μόνο οι δύο το αποτολμήσαμε. Η κόρη μου κι εγώ, γνήσιο παιδί της μαμάς της περίμενε να ζήσει τη μεγάλη ταξιδιωτική περιπέτεια. Βέβαια θα τα «έβλεπα όλα» λίγο αργότερα όταν θα ξεκινούσε η ανάβαση 3 η ώρα το μεσημέρι, αλλά ήταν πλέον αργά.

Ένα μικρό τουριστικό βανάκι μας πήρε από τον σταθμό της Πομπηίας και μας μετέφερε στους πρόποδες του Βεζούβιου. Είχαμε δύο ώρες στη διάθεση μας να ανέβουμε και να κατέβουμε.

«Υπεραρκετά», σκεφτήκαμε.pompiia_1

Είχαμε υπολογίσει όμως χωρίς την τέφρα. Ακόμη κι όταν είδα τα ξύλινα μπαστούνια, πιο πολύ με γκλίτσες έμοιαζαν, δεν πήγε το μυαλό μου στο πονηρό.Και ξεκίνησε η ανάβαση και μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που έκανα το τελευταίο τσιγάρο πριν την πρώτη ανηφόρα και ότι ξέχασα στο βαν το πιο πολύτιμο αγαθό του κόσμου. Το μπουκαλάκι με το νερό.

Άρχισε λοιπόν η κατάκτηση του Gran Cono με προορισμό τον βαθύ κρατήρα του ηφαιστείου και από το πρώτο δεκάλεπτο άρχισα να σκέφτομαι πως η σπειροειδής ανηφόρα δεν πρέπει να έχει τελειωμό. Τα πόδια χώνονταν μέσα στο ηφαιστειογενές χώμα και το μπαστούνι-γκλίτσα ελάχιστα βοήθαγε. Μετά από μισή ώρα ανάβαση άρχισε και η κοροϊδία από την κόρη μου που είχε προπορευτεί αρκετά και άρχισε να βάζει μεγαλόφωνα στοίχημα ότι δεν θα φτάσω ποτέ την κορυφή. Εγώ ως γνήσια πεισματάρα ορκίστηκα να κερδίσω το στοίχημα, αλλά ταυτόχρονα σκεφτόμουν αν φτάνουν ασθενοφόρα εδώ πάνω;pompiia_2

Και ξάφνου ξεπρόβαλε η τελευταία στροφή κι εγώ δεν είχα ούτε μιλιά κι ανάσα. Μόνο λίγη ελπίδα. Και ξάφνου ίσιωμα και να σου ο κρατήρας έτοιμος να με καταπιεί και η σχετική φωτογραφία μου (δεν δημοσιεύεται γιατί περιέχει σκληρή εικόνα μιας ζωντανής νεκρής). Από την κούραση δεν είδα καν τα σήματα καπνού του ενεργού ακόμη ηφαιστείου. Τις γνωστές «φουμαρόλες». Ο αλμυρός ιδρώτας τα είχε καλύψει όλα.

Κόντρα σε όλα τα προγνωστικά βρισκόμουν ωστόσο στην κορυφή των 1281 μέτρων με τη θέα να κόβει την ανάσα και στο βάθος να ξεχωρίζουν το κοσμοπολίτικο νησί Κάπρι και η Νάπολη.pompiia_3

Διπλή νίκη. Και τα κατάφερα και κέρδισα το στοίχημα.

Χωρίς να το καταλάβουμε είχε περάσει η ώρα κι έπρεπε να κατέβουμε.

«Σιγά», σκέφτηκα, «κατηφόρα είναι τώρα». Αμ δε που ήταν εύκολο. Σαν να κάνεις σκι στην τέφρα. Γλιστρούσες σχεδόν σε κάθε βήμα. Αγχωτικό, αλλά τουλάχιστον λιγότερο κουραστικό.

O Βεζούβιος, που παραλίγο να στείλει κι εμένα, θεωρείται ένα από τα πιο επικίνδυνα ηφαίστεια Πριν από την πρώτη του έκρηξη, στις 14 Αυγούστου του 79 μ.Χ η οποία εξαφάνισε μέσα στις λάβες της τρεις μεγάλες πόλεις, την Πομπηία, το Ηράκλειο και τις Σταβίες το θεωρούσαν σαν ένα απλό βουνό. Την έκρηξη την περιέγραψε ο Πλίνιος ο Νεότερος, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφής. Άλλες μεγάλες εκρήξεις έγιναν στα 1794, στα 1872 και στα 1906, που προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές και θανάτους πολλών ανθρώπων. Παρόλο τον κίνδυνο που διατρέχουν οι κάτοικοι και το ξέρουν, η περιοχή γύρω από το Βεζούβιο είναι πυκνά κατοικημένη, γιατί το ηφαιστειογενές έδαφος του βουνού είναι εξαιρετικά εύφορο. Τα κρασιά του Βεζούβιου γνωστά από τη Ρωμαϊκή εποχή είναι περιζήτητα και σήμερα και ειδικά η ποικιλία «Λάκριμα Κρίστι» (Δάκρυα του Χριστού).

Λίγο πριν μπούμε ξανά στο βαν δεν μπόρεσα να αντισταθώ στα γνωστά μαγνητάκια για το ψυγείο. Τώρα ήμουν παραπάνω από ευτυχισμένη που τα καταφέρει κι είχα ζήσει την μεσημεριανή ανάβαση, χωρίς να ανεβάσω τον αριθμό των θυμάτων του διαβόητου Βεζούβιου.pompiia_4

Προσπάθησα να χαλαρώσω λίγο και να απολαύσω τη διαδρομή, γιατί μας περίμενε και συνέχεια η επίσκεψη στην Πομπηία.

Η ΜΑΓΙΚΗ ΝΕΚΡΗ ΠΟΛΗ

Η Πομπηία ήταν πόλη της νότιας Ιταλίας που χτίστηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. από τους Έλληνες, έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων και σύντομα έγινε το καλύτερο θέρετρο της αρχαίας Ρώμης, με πληθυσμό 20.000-30.000 κατοίκους. Το 62 μ.Χ. συγκλονίστηκε από σφοδρό σεισμό που ήταν το προμήνυμα για την ολοσχερή καταστροφή της.pompiia_5

Οι πρώτες ανασκαφές της Πομπηίας ξεκίνησαν το 1748 και έφεραν στο φως μια πόλη έτσι όπως ήταν ακριβώς τη στιγμή που τη σκέπασε ένα παχύ στρώμα στάχτης και λάβας που άγγιζε τα 6 με 7 μέτρα. Την μοιραία μέρα της έκρηξης περισσότεροι από 2.000 κάτοικοι θάφτηκαν ζωντανοί ή πέθαναν από ασφυξία καθώς δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν από την περιοχή. Οι έρευνες αποκάλυψαν πολλές λεπτομέρειες της καθημερινότητας των κατοίκων της κι έφεραν στο φως τις πλούσιες επαύλεις, την αγορά, ναοί, το μικρό και το μεγάλο θέατρο, τις κρήνες, τα μαγαζιά, αλλά και κατοίκους της. Άνθρωποι που έτρωγαν ξαπλωμένοι στα ανάκλιντρα, άνθρωποι που καθηλώθηκαν την ώρα που έτρεχαν να σωθούν, ακόμη κι επτά παιδιά που πέθαναν την ώρα που έπαιζαν.

Διαβάζοντας αυτά τα λίγα για την Πομπηία, φτάσαμε στην πύλη. Η ζέστη ήταν αισθητά λιγότερη. Έτσι κι αλλιώς δεν με ένοιαζε πια. Πρώτη φορά έβλεπα κάτι τέτοιο. Μια πόλη ανέπαφη στην αιωνιότητα. Που να πρωτοκοιτάξεις; Τι να πρωτοθαυμάσεις;

Κάποια στιγμή το βλέμμα μου έκλεψαν οι ερωτικές τοιχογραφίες της πόλης. Τύφλα να έχει το κάμα σούτρα.

Η εξήγηση απλή. Οι ανασκαφές έφεραν στην επιφάνεια ευρήματα από πολλούς οίκους ανοχής στην αρχαία Πομπηία. Ένας από τους πιο γνωστούς οίκους ανοχής ονομαζόταν Lupanare, δηλαδή η «Φωλιά του λύκου». Κάθε δωμάτιο είχε ένα πέτρινο κρεβάτι με στρώμα όπου η ιερόδουλη της εποχής διασκέδαζε τους πελάτες της. Κάθε τοιχογραφία απεικόνιζε και μία διαφορετική ερωτική στάση που λειτουργούσαν ως διαφήμιση για τις προσφερόμενες υπηρεσίες.

Θα μου πεις είδες μια ολόκληρη νεκρόπολη αυτό σου έμεινε; Η αλήθεια είναι πως με εντυπωσίασε η τόλμη της αποτύπωσης. Όταν αργότερα γύρισα στο σπίτι και διάβασα τον οδηγό, έμαθα βέβαια πως η ζωή των γυναικών εκεί ήταν δύσκολη όπως στους περισσότερους οίκους ανοχής του κόσμου, από καταβολής ανθρωπότητας. Τα δωμάτιά τους δεν είχαν παράθυρα και χωρίζονταν από την αίθουσα αναμονής μόνο με κουρτίνες. Οι περισσότερες βρίσκονταν εκεί παρά την θέλησή τους και ήταν δούλες, ελληνικής ή ανατολίτικης καταγωγής, που κατέληξαν εκεί και δεν είχαν εκπαιδευτεί σε κάποιο άλλο επάγγελμα.

Πλέον σουρούπωνε κι έπρεπε να φύγουμε. Μια μεγάλη κουραστική αλλά τόσο γεμάτη μέρα θα τέλειωνε με μια απολαυστική μακαρονάδα σε μια μεγάλη πλατεία της Νάπολης, πριν την επιστροφή στη Ρώμη.

«Να μας ξανάρθετε» μας είπε με την χαρακτηριστική προφορά της περιοχής, ο πρασινομάτης σερβιτόρος. Μετά χαράς.pompiia_8

Μέσω
Φωτογραφίες, Κείμενο: Ντορίτα Λουκίσσα

Ντορίτα Λουκίσσα

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966 και σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 άρχισε να εργάζεται σε έντυπα, αρχικά καλύπτοντας το διεθνές ρεπορτάζ. Σύντομα πέρασε στον χώρο των media και ασχολήθηκε με τον θαυμαστό τότε και ελπιδοφόρο ακόμη χώρο της τηλεόρασης, για λογαριασμό εφημερίδων και περιοδικών. Από άποψη δεν εργάστηκε ποτέ στην τηλεόραση, αλλά μόνο στο ραδιόφωνο και συγκεκριμένα του ΣΚΑΙ, την εποχή της άνοιξης της ιδιωτικής ραδιοφωνίας. Με το κλείσιμο της Ελευθεροτυπίας -τελευταία εφημερίδα στην οποία εργάστηκε- αποφάσισε να στραφεί στο διαδίκτυο και να ανακαλύψει την αδιάκοπη δραστηριότητα του ίντερνετ, συνεργαζόμενη με διάφορες ιστοσελίδες. Παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο των multimedia.

Σχετικά Άρθρα

Back to top button