ΜυλΤηνος: Η Νήσος…

Ετούτες τις μικρές στεριές, τις κούτσικες, που η θάλασσα τις διαφεντεύει, νησιά τα λένε.
Νήσος, πάει να πει:
-Είναι μία ελληνική κωμική ταινία που κυκλοφόρησε από τη Village films…
-Όχι όχι όχι όχι, δεν μιλάω για αυτό.
Νήσος, πάει να πει:
-Ένα κομμάτι ξηράς που περικλείεται από νερό ανεξαρτήτως αν βρίσκεται σε λίμνη, σε ποτάμι, ή σε θάλασσα.
Απλό και κατανοητό.
Ανταμώσανε όλοι του κόσμου οι μουρλοί, μοιράστηκαν σε καρτερικούς και σβέλτους και μόλις απόκαμαν οι χαρές που δεν περισσεύανε και που δεν ήξεραν κατά πού να παν και δώστου χωρατά και ξοδολόγια, την μια με κρασί, την άλλη ξεροσφύρι.
Θα ήθελα να ήμουν του Γιαννούλη Χαλεπά ο μπιστικός, ή παραπαίδι του Θεόφιλου και να τα κάνω έτσι να συμπέσουν οι χρονιές και να ανταμώσουν οι άνθρωποι, σε ένα νησί πού να το πνίγει η θάλασσα, να βάζω στη σειρά γράμματα, να τα μετρώ σαν αριθμούς, πώς εσύ κατάφερες το μισό άπειρο να το κάνεις.
λένε οι Social Waste:
Κάνω παρέα τους μουρλούς κι οι κουζουλοί μ’ αγαπούνε
Όλοι οι άλλοι δεν έχουνε τίποτα αλλιώτικο για να μου πούνε
Ψιχουλάκια τα θέλω μου, να ταΐσω τα πετούμενα του ουρανού, μα μες στο νερό τα ρίχνω και τρέφω τα ψάρια, γίνονται γράμματα οι αριθμοί που συναναστρέφομαι και εγώ πορεύομαι με διαδοχικά αδιέξοδα.
λένε οι Social Waste:
Έβαλα στοίχημα πως θα φιλιώσω το μπορώ με το θέλω
Γιατί είμαι ανάποδο παιδί μαζί κι αλλιώτικο καπέλο
Και να έχουν καβγάδες τα γερόντια, και οι καβγάδες με τις πέτρες να έχουνε να κάνουνε.
Ο ένας τις ήθελε για προσκεφάλι, να τις τρυπάει, να αφαιρεί το περιττό, να τους δίνει μορφή και υπόσταση. Ο άλλος, ο ξυστρίς, ο αχαμνός, να τις γεμίζει χρώματα, να τις ζωγραφίζει, να κεραμυδοσκεπάζεται και με ένα πιάτο φαί να πορεύεται.
ΜυτιλΤηνος το νησί, χωρίς ακόμα να’ χω σιγουρέψει στο που θα μπει η οξεία. Σε τούτο το νησί λέει, το φανταστικό, ζούσαν δυο γέροι, φευγάτοι, αλαφροΐσκιωτοι. Ο ένας γλύπτης, ο άλλος ζωγράφος. Δεν είχε περιθώριο ο νους τους, μα να φύγουν δεν μπορούσαν από εκείνο το νησί. Αμα τους έβλεπες να πορπατούν, έβλεπες ένα. Οι πλάτες έφερναν προς τα μέσα και προς τα κάτω, τα βήματα σερναμενα, με δυο συν δυο φωτιές για μάτια.
«Ορκιζόμενα ότι ο Γιαννούλης Χαλεπάς έπαθεν τας φρένας, το πρώτον, κατά το 1879 έτος. Τα πρώτα της φρενοπαθείας συμπτώματα ήταν γέλως άνευ λόγου, φόβοι, ενίοτε περί της ζωής του, ενίοτε επετίθετο κατά του πατρός του και των οικείων του, έπασχεν ονειρώξεις συνεπεία αυνανισμού προελθόντος εξ αποτυχόντος έρωτος και λίαν πιθανώς τούτον είναι η κυρία του νοσήματος αιτία. Ακολούθως απεπειράθη πολλάκις ν’ αυτοχειριασθή. Εγένετο χρήσις της οικείας θεραπείας άνευ αποτελέσματος προϊόντος μάλιστα του χρόνου, έβαινε και βαίνει επί τα χείρω. Ώστε ήδη καθίσταται επικίνδυνος, διότι όχι μόνον κατά των γονέων κι οικείων επιτίθεται, αλλά και κατά του τυχόντος: ώστε ο πατήρ του είναι αναγκασμένος να τον έχει αδιαλείπτως υπό φρουράν. Αι ονειρώξεις κι αι προς τον αυνανισμόν τάσεις εξακολουθούσι. Λαβόντες υπ’ όψιν τα ανωτέρω βεβαιούμεν ότι είναι απόλυτος ανάγκη η εισαγωγή τούτου εν τίνι φρενοκομείω προς αποφυγήν απευκταίου».
Με τούτα τα λόγια, πήραν του ενός τη ζωή, τον ξεμάκρυναν από τον κόσμο (τους), μα δεν κατάφεραν οι επιτήδειοι, να τον απομακρύνουν από τον κόσμο.
Τον άλλον, τον “σοβατζή”, που αγαπούσε να ζωγραφίζει εκείνο τον Ρωμαίο στρατηγό, τον Ταξιάρχη και «φίλο του» όπως αποκαλούσε τον Αρχιστράτηγο των «επουρανίων δυνάμεων Ασωμάτων» και μετά εκεί πίσω στην κόγχη του ιερού πίσω από το Σταυρό, μια Παναγιά Πλατυτέρα, θα ζωγραφίσει και θα’ χει σιμά του, τη γάτα του τη Μαρουλιώ που υπεραγαπούσε και που δε μάθαμε ποτέ τι απέγινε, τον χλεύαζαν οι επιτήδειοι, τον περιγελούσαν τον φουστανελά, μα εκείνος είχε τον κόσμο τον δικό του καταφύγι.
Χειροκροτήματα πολλά και φασαρία τόση, ταράχτηκα εκεί πίσω στα σκοτάδια του δικού μου κόσμου.
Κόντεψε να μου πέσει η φωτογραφική μηχανή από τα χέρια. Είχα επανέλθει συγκλονισμένος.
Αφορμή ένας θεατρικός μονόλογος, αιτία το ιδεατό του καθενός.
Η ερμηνεία του Θοδωρή Προκοπίου, στο έργο του Θανάση Σκρουμπέλου «Θεόφιλος» και σε σκηνοθεσία του Νίκου Βερλέκη, που είχα την τύχη να δω στο εντευκτήριο της Βουλής των Ελλήνων, θα μείνει βαθιά αποτυπωμένο μέσα μου. Ο Προκοπίου μικρός «το δέμας», τεράστιος όμως όσο και αληθινός, μέσα από το παραμύθι της τέχνης του κι αυτός και γενναίος και ευγενής και όταν μετά την παράσταση του ζήτησα να τον φωτογραφήσω κάπου παρά δίπλα χωρίς την οχλοβοή των ενθουσιασμένων, δέχτηκε αγόγγυστα, με χαρά μπορώ να πω και με μια σεμνότητα που μόνο οι «φευγάτοι» έχουν.