Εις το βουνό ψηλά εκεί

Το να ανακαλύπτεις μια πρόγονό σου σε οδονύμιο, οπωσδήποτε σε κάνει υπερήφανο! Έτσι όταν εκεί προς το τέλος της οδού Αριστοδήμου στο Κολωνάκι, στ’ αριστερά, αποκαλύφθηκε η οδός Δώρα Δίστρια, ψευδώνυμο της Ελένης Γκίκα, της γεννηθείσας το 1928 στο Βουκουρέστι Ρουμανίας και Αλβανικής καταγωγής, ο γράφον έμπλεος υπερηφάνειας, δήλωσε: ήτο αυτό το επώνυμο του εκ μητρός πάππου μου.
Μάλιστα! Και εκ του οίκου μας προέρχονταν πολλοί ηγεμόνες της Βλαχίας και της Μολδαβίας, όπως είχε πει στη μητέρα μου ο φαρμακοποιός μας ο Ζαχαρίας, με αποτέλεσμα να επιστρέψει εκείνη μεγαλοπιασμένη σπίτι – από απλή οικοκυρά απόγονος ηγεμόνων – και να τη δουλεύουμε επί μήνες με τον πατέρα μου.
Αυτά όμως ανήκουν πλέον στην οικογενειακή μας σάγκα και έτσι επιστρέφοντας στη μακαρίτισσα Δίστρια να τονίσω πως σωστά δόθηκε το όνομα της, ως πάμπλουτη που ήταν στο συγκεκριμένο δρόμο, του οποίου οι κατοικίες δείχνουν σε κάποιες περιπτώσεις πως υπάρχει παράς με ουρά. Μάλιστα αν ο περιπατητής, προχωρήσει ακόμα περισσότερο και μπει στο μονοπατάκι που ξεκινά από το τέλος της Δίστρια, ε τότε, επιγραμματικά μπορεί να πει: “Χάζεψα πως ζουν οι πλούσιοι”.
Τα ρετιρέ της περιοχής βρίσκονται σε απόσταση ανάσας και κάποιες ταράτσες που θυμίζουν κομμάτια από Αιγαιοπελαγίτικα σπίτια προκαλούν τον φθόνο στον κακόπιστο και τον θαυμασμό στον καλόπιστο άνθρωπο. Ο καθένας και η μοίρα του σκέπτεσαι, ασχέτως αν αυτή η μοίρα δεν είναι πάντα προϊόν προσπαθειών μας. Και πας πιο κάτω ή στην περίπτωση μας πιο πάνω στο Λυκαβηττό, βλέποντας τις φραγκοσυκιές που “έχουν πετάξει’ ήδη και ψάχνοντας για χόρτα.
Αλήθεια το ξέρετε πως αυτός ο λόφος έχει τα πάντα; θυμάρι, ρίγανη και χόρτα, αναλόγως των εποχών. Και πως οι Αθηναίοι-ες βγαίνουν με μαχαίρι και σακούλα, αψηφώντας – εδώ που φτάσαμε -τα εκκρίματα γατιών και σκύλων που περιφέρονται μέσα στην αγαθή ελευθερία τους. Αρχίζω δε να υποπτεύομαι πως σ’ αυτή την πόλη – τη χώρα – των πολλών ταχυτήτων θα δούμε κι άλλα να συμβαίνουν στους λόφους ή στα πάρκα. Βλέπετε όλες εκείνες οι ευγενικές ψυχές – γυναικείες συνήθως – που αγοράζουν χοντρικά κονσέρβες γατοσκυλοτροφών και τις ανοίγουν για να μην πεινάσουν τα έρημα ζωάκια, ποιός ξέρει μπορεί επί της ουσίας να ταΐζουν δίποδα.
Πάει μπροστά η κυρία – το έχω δει – και από πίσω τα γατιά (ο Γιώργος Κωνσταντίνου με το ψάρι στο δίχτυ, σκηνή από τη γνωστή ταινία) και πιο πίσω κρυμμένος ανάμεσα στα δέντρα περιμένει ο άστεγος ή ο οικονομικός μετανάστης, πρόθυμος να νιαουρίσει ή να γαβγίσει αναλόγως. Εκείνες τις μάρανε ο φιλοζωισμός, τους άλλους η πείνα. Και έτσι βολεύονται όλοι αγαστά, οι κυρίες που νιώθουν αλαφρωμένη τη συνείδηση τους και οι απόκληροι που γεμίζει το στομάχι τους.