FeaturedTravel StoriesΚόσμος

Πέρασμα στην Ινδία: “Το χρυσό τρίγωνο”, Δελχί, Άγκρα, Τζαϊπούρ

Όταν πριν 16 χρόνια επισκέφτηκα για πρώτη φορά στην Ινδία, συζητώντας με ένα έμπειρο ταξιδευτή μου είχε πει :«Αν καταφέρεις ταξιδεύοντας στην Ινδία να βγεις αλώβητος, θα μπορέσεις να ταξιδέψεις χωρίς πρόβλημα σε ολόκληρο τον κόσμο», εννοώντας πως ένα ταξίδι στην Ινδία είναι ένα κριτήριο που δοκιμάζει τα όρια της ανοχής κάθε ταξιδιώτη σε πολλά επίπεδα.

Η Ινδία δεν είναι μόνο χώρα αλλά μια υπό-ήπειρος μέσα στην Ασία, ένα σύμπαν ολόκληρο. Είναι μια περιοχή του πλανήτη με μεγάλη γεωμορφική ποικιλία, με τεράστιους ορεινούς όγκους 38 βουνοκορφών που ξεπερνούν τα 7.000 μέτρα, μεγάλα και εμβληματικά ποτάμια όπως ο Ινδός, ο Γάγγης και ο Βραχμαπούτρα, ατέλειωτες πεδιάδες, αχανείς ερήμους και τροπικές παραλίες. Σταυροδρόμι πολιτισμών και γενέτειρα θρησκειών, φιλοσοφικών ρευμάτων και πρακτικών, αποτελεί μοναδική περίπτωση στον πλανήτη και είναι δυνατός πόλος έλξης για κάθε ταξιδευτή.

Η ειδοποιός διαφορά της Ινδίας από οποιονδήποτε άλλο ταξιδιωτικό προορισμό είναι ότι είναι μια χώρα απόλυτη. Δεν φκιασιδώνεται για να είναι ελκυστική. Είναι αυτή που είναι και σε όποιον αρέσει. Ένας ταξιδιώτης πρέπει να οπλιστεί με υπομονή και προπαντός ανοχή για να ανακαλύψει τον βαθύ της πλούτο. Είναι ανεξήγητο πως ακόμα και οι ταξιδιώτες, υπό την επήρεια του «πολιτισμικού σοκ», όταν είναι εκεί δεν βλέπουν την ώρα να φύγουν και όταν επιστρέφουν στον τόπο τους, την θυμούνται με νοσταλγία και πολλοί από αυτούς ξαναγυρίζουν! Η απάντηση ίσως βρίσκεται στο γεγονός ότι η Ινδία προσφέρει βαθιά αυθεντικές εμπειρίες σε μια εποχή που οι «mainstream», «παγκοσμιοποιημένες» εμπειρίες είναι προβλέψιμες, «τζούφιες» και διαρκούν ελάχιστα.

Δελχί

Έχοντας στο νου μου το προηγούμενο ταξίδι στην Ινδία όπου είχαμε μείνει στην καρδιά της πόλης στο Paharganj δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό στο Νέο Δελχί, ήθελα να αποφύγουμε να μπούμε αμέσως στα «βαθιά» και σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να μείνουμε σε μια περιοχή 4 μόλις χιλιόμετρα από το αεροδρόμιο, στο Mahipalpur θεωρώντας ότι αυτό το μέρος θα ήταν μακριά από το χαοτικό κέντρο.

Φτάνοντας στο αεροδρόμιο, πήραμε ένα ταξί και μπήκαμε στην μεγάλη λεωφόρο με τις πολλές λωρίδες κυκλοφορίας και τις περιποιημένες πρασιές που οδηγούσε την πολυπληθή πρωτεύουσα των 17.000.000 ανθρώπων. Όταν όμως το ταξί έκανε μια στροφή 180 μοιρών και μπήκε στον παράδρομο αποκαλύφτηκε τι βρισκόταν πίσω από τον ψηλό τοίχο της κεντρικής λεωφόρου. Μεγάλες λίμνες με βουρκόνερα, τιγκαρισμένες με πλαστικές σακούλες και κάθε λογής σκουπιδολόι, αγελάδες λερωμένες από τις ακαθαρσίες τους, θρονιασμένες καταμεσής και να κόβουν την κυκλοφορία, περιφερόμενα γουρούνια, κατσίκες και σκύλοι να τρώνε από τα σκουπίδια και ένα πλήθος από φορτηγά, αυτοκίνητα, μηχανάκια και ποδήλατα να κορνάρουν ασταμάτητα σαν δαιμονισμένα…

Σε λίγο, μπαίνοντας σε ένα σοκάκι, στενό και αποπνικτικό, είχαμε φτάσει και στο ξενοδοχείο μας. Οι φωτογράφοι της ιστοσελίδας του ξενοδοχείου είχαν κάνει θαύματα και μας είχαν παραπλανήσει αφού στις φωτογραφίες του διαδικτύου τα πάντα έλαμπαν και δεν φαινόταν η λίγδα που υπήρχε σε κάθε σημείο του δωματίου αφήνοντας την αίσθηση ότι αυτό το ξενοδοχείο δεν είχε ποτέ καθαριστεί με τα μίνιμουμ διεθνή στάνταρτς.

Χωρίς δεύτερη κουβέντα πήραμε ένα ταξί και κατευθυνθήκαμε για το Connaught Place, ένα κυκλικό οικοδομικό σύμπλεγμα με εμπορικά μαγαζιά, καφέ και εστιατόρια, που οικοδομήθηκε το 1930 από τους Άγγλους και ήταν η αρχιτεκτονική κορωνίδα της αποικιοκρατίας στην πόλη. Στο δρόμο προς το κέντρο είδαμε το πιο καλλωπισμένο κομμάτι του Νέου Δελχί με κυβερνητικά κτήρια, τα γήπεδα κρίκετ και γκολφ με μεγάλους καταπράσινους κήπους, την «άλλη» πόλη που έκρυβε καλά τα μυστικά της πραγματικής ζωής. Στο φανάρι όμως με το απίστευτο μποτιλιάρισμα άρχισε να μου χτυπάει με απόγνωση το παράθυρο ένα παιδάκι κρατώντας στις χούφτες του στυλό. Ένα από τα εκατομμύρια παιδιά που ζουν στους δρόμους (13.000.000 σε όλη την Ινδία) χωρίς στέγη, χωρίς γονείς, που τα εκμεταλλεύονται στυγνά οι διάφοροι επιτήδειοι και όχι απλά δεν έχουν μια δρασκελιά ουρανό και μέλλον σε αυτό τον κόσμο, αλλά με μαθηματική ακρίβεια θα γνωρίσουν την πιο σκληρή και μαύρη εκδοχή σε αυτό που αποκαλούμε «ζωή». Όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα, οι μπουνιές που έριχνε ο μικρός στο τζάμι γίνονταν πιο δυνατές και λύγισαν την αντίσταση μου να το παίζω «σκληρός» και τάχα αδιάφορος. Πάνω που ετοιμαζόμουν να βγάλω να του δώσω κάτι , μαζεύτηκαν γύρω από το αυτοκίνητο σαν «μαρίδα» οι γύρω αναξιοπαθούντες. Λιπόσαρκες γυναίκες με νεογέννητα, ανάπηροι ηλικιωμένοι, καθώς και άλλα παιδάκια. Σε ποιον να πρωτοδώσω και τι; Ποιος ταξιδιώτης μπορεί να βοηθήσει σε αυτή την παγιωμένη αδικία; Να δώσει ένα χαμόγελο σε ένα ταλαίπωρο πλάσμα που πράγματι έχει ανάγκη; Τη λύση στην δύσκολη κατάσταση την έδωσε το πράσινο φανάρι που άναψε και έκανε τον ταξιτζή να πατήσει γκάζι αφήνοντας πίσω όλους στην μοίρα τους και μας στην περιήγησή μας.

Φτάνοντας στο Connaught Place είδαμε τα λευκά κτήρια με τις καμάρες και τις κολώνες πληγωμένα από την πολυκοσμία και από τον ινδικό τρόπο ζωής. Όλα τα μεγάλα μαγαζιά και εστιατόρια παρείχαν κλιματισμό και προστασία από τον εξωτερικό θόρυβο, τα καυσαέρια, την βρωμιά και την υπερβολική ζέστη και υγρασία.

Έξω όμως η «αυλή των θαυμάτων» ήταν γεμάτη με τις αντιθέσεις της ινδικής κοινωνίας. Κουστουμαρισμένους γιάπηδες, κυρίες ντυμένες με τις επώνυμες παγκόσμιες φίρμες, δίπλα στους ρακένδυτους και στους μικροπωλητές που προσπαθούν να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Εκεί και οι φορτικοί οδηγοί των «ρίκσο», των τρίκυκλων αυτοκινήτων, που σε αυτό το μέρος οι περισσότεροι είναι αετονύχηδες, που αλλού τους λες και αλλού σε πάνε, μόνο και μόνο για μια μικρή προμήθεια. Τον συνεχή και διαρκή θόρυβο διέκοψαν οι υστερικές κραυγές ενός σακάτη, ακρωτηριασμένου από τη μέση και κάτω που κινούνταν πάνω σε ένα αυτοσχέδιο ξύλινο πατίνι με ρουλεμάν όταν κάποιοι άλλοι επαίτες του έκλεψαν την είσπραξη της ημέρας. Σε αυτό το μέρος δεν μπόρεσα να βγάλω ούτε μια φωτογραφία. Ντράπηκα να νιώθω ότι είμαι τουρίστας που τα βλέπει όλα γραφικά. Έτσι γυρίσαμε στο άθλιο ξενοδοχείο μας, ρισκάροντας να φάμε στο εστιατόριό του μιας που και ο «έξω κόσμος» ήταν πιο αναπάντεχος από την λίγδα του.

Για όλα αυτά εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί κάποιοι τουρίστες που επισκέπτονται την Ινδία μένουν κλεισμένοι μέσα στο πεντάστερο κατάλυμα τους και βγαίνουν μόνο για τις οργανωμένες περιηγήσεις με τους ξεναγούς τους. Το Δελχί γενικώς δεν αποτελεί ελκυστικό προορισμό και για άλλους έμπειρους ταξιδευτές λόγω του χαοτικού και πολυκοσμικού χαρακτήρα του και εξαιτίας του ότι η Ινδία έχει πάμπολλους ταξιδιωτικούς προορισμούς.

Παρόλα αυτά τα παζάρια του έχουν ενδιαφέρον καθώς και αξιοθέατα όπως το Λαμ Κίλα, «το κόκκινο οχυρό», το μαυσωλείο Χουμαγιούν, το οποίο αποτέλεσε πρότυπο για την κατασκευή του Ταζ Μαχαλ καθώς και το Jama Masjid , το «Τζαμί της Παρασκευής».

Αυτό το εξαιρετικό αρχιτεκτονικό δημιούργημα του 17ου αιώνα που χωράει 25.000 πιστούς, κατασκευασμένο από κόκκινο ψαμμίτη, λευκό μάρμαρο και ορείχαλκο, διαλαλεί την ισχύ του Ισλάμ μέσα στους αιώνες. Ακόμα και σήμερα το 14,2 % του πληθυσμού της χώρας δηλαδή περίπου 195.000.000 Ινδοί είναι μουσουλμάνοι και το Jama Masjid, το μεγαλύτερο Τζαμί της χώρας, σφύζει από προσκυνητές και επισκέπτες. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι ένα τέτοιο σπουδαίο κτίσμα, με τόσο μεγάλη πολιτισμική και θρησκευτική αξία, περιβαλλόταν από ένα σκηνικό από μικρομάγαζα και πάγκους μέσα στην λασπουριά, το σκουπιδολόι και την ακαταστασία. Χαζεύοντας στους πάγκους γύρω μου, ένας μικροπωλητής χουρμάδων διαλαλούσε την ποιότητα της πραμάτειας του. «Έχω τους καλύτερους βασιλικούς χουρμάδες στο Δελχί ! Κοίτα!». Μου έκανε εντύπωση το μαύρο χρώμα των χουρμάδων γιατί ήξερα ότι κανονικά οι χουρμάδες είναι καφέ. Πλησιάζοντας είδα ξεκάθαρα ότι ήταν καλυμμένοι από χιλιάδες μύγες ! Καταπίνοντας το σάλιο μου, άνοιξα βήμα και ακούγοντας μια φωνή πίσω μου:«Στάσου! Μην φεύγεις! Δοκίμασε! Η δοκιμή είναι δωρεάν!»

Άγκρα

Το να ταξιδεύεις με τρένο στην Ινδία είναι από μόνο του μεγάλη εμπειρία, ανεξάρτητα από τον προορισμό σου. Το πρώτο ατμοκίνητο τρένο ξεκίνησε πανηγυρικά το 1853 από την Βομβάη μαυρίζοντας τα ρούχα των επιβατών αλλά αποτέλεσε την αρχή δημιουργίας ενός τεράστιου δικτύου που ενώνει όλη τη χώρα. Ένα από τα καλά που άφησε η Βρετανική αποικιοκρατία αφού καθημερινά μετακινούνται δεκάδες εκατομμύρια άτομα καθώς και πλήθος εμπορευμάτων και αγαθών.

Οι δυο κεντρικοί σταθμοί του Παλιού και του Νέου Δελχί , είναι από τους μεγαλύτερους σταθμούς τρένων στον κόσμο με πάμπολλες γραμμές και πλατφόρμες. Εκεί στοιβάζεται πλήθος επιβατών που περιμένουν ξαπλωμένοι στο πάτωμα, παίρνουν τον υπνάκο τους, στρώνουν πετσέτες και τρώνε δίπλα στις συνήθως ογκώδεις αποσκευές τους.

Περιμένοντας είδαμε όλες τις κατηγορίες των βαγονιών από τις πιο φτηνές χωρίς εξαερισμό που κινούνται συνήθως τιγκαρισμένα από κόσμο μέχρι τα υπερπολυτελή βαγόνια όπου κινείται η οικονομική και κοινωνική ελίτ. Εμείς ξεκινήσαμε για την Άγκρα με την πιο φτηνή κατηγορία κλιματιζόμενου τρένου. Ήμασταν οι μοναδικοί τουρίστες μέσα σε ένα πλήθος από οικογένειες ντόπιων αλλά το κλίμα ήταν ιδιαίτερα φιλικό στα στριμωγμένα τριώροφα κρεβάτια.

Τα ινδικά τρένα όπως και τα κινέζικα, λόγω του υπερπληθυσμού που μετακινείται, εκμεταλλεύονται κάθε χώρο για να στριμώξουν όσους περισσότερους επιβάτες μπορούν μέσα σε ένα βαγόνι. Εκείνο το απόγευμα είχε πιάσει και μια δυνατή βροχή και το σκηνικό έγινε πιο βαρύ. Μετά από 2,5 ώρες και καθώς είχε πέσει η νύχτα φτάσαμε στην Άγκρα και ένα τσούρμο ταξιτζήδων προσφέρθηκε να μας πάει στο ξενοδοχείο. Από ένστικτο διαλέξαμε τον πιο ευγενή και πιο ήπιο, τον Ναδίμ και τελικά πέσαμε μέσα. Το ξενοδοχείο προς ευχάριστη μας έκπληξη ήταν αρκετά καθαρό και άνετο και διέθετε πολύ καλό εστιατόριο. Στην Ινδία όπου βρεις σχετικά καθαρό χώρο να μείνεις, τρως στο εστιατόριό του. Δεν την «ψάχνεις» περισσότερο.

Η Άγκρα έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τη διάρκεια της μογγολικής κυριαρχίας τον 16ο και 17ο αιώνα και ήταν μάλιστα η πρωτεύουσα της Ινδίας. Όσοι επισκέπτες έρχονται στην συγκεκριμένη πόλη έρχονται κυρίως για να δουν και να θαυμάσουν το Ταζ Μαχάλ , που έχει ψηφιστεί ένα από 7 θαύματα του σύγχρονου κόσμου και πιστεύω όχι αδικαιολόγητα. Η ιστορία κατασκευής του είναι γνωστή. Το 1631 ο Μογγόλος αυτοκράτορας Σαχ Τζαχάν, απόγονος του Τζέγκις Χαν, ενώ βρίσκονταν σε μια εκστρατεία χάνει πάνω στη γέννα του 14ου παιδιού την πρώτη του γυναίκα, Μουμτάζ Μαχάλ. Αν και είχε ένα χαρέμι από γυναίκες δίπλα του, παθαίνει κατάθλιψη. Η Μουμτάζ ήταν γι’ αυτόν η σύντροφος, η ερωμένη, η «αδελφή ψυχή» του και η απώλειά της τον κάνει απομονωθεί για δύο ολόκληρα χρόνια ακούγοντας μόνο λυπητερή μουσική. Βγαίνοντας από την απομόνωση αναθέτει στον Πέρση εργολάβο Ουσάντ Ίσα Χαν Εφέντη από το Σιράζ να βρει τους πιο εκλεκτούς αρχιτέκτονες και μαστόρους της εποχής για να φτιάξει ένα δημιούργημα που όμοιο δεν θα υπάρχει στον κόσμο, αφιερωμένο στη μνήμη της λατρεμένης του συντρόφου. Αυτός για 22 χρόνια βρίσκει την αφρόκρεμα των τεχνιτών από τη Βαγδάτη, τη Σαμαρκάνδη, το Δελχί, την Τουρκία αλλά και άλλα μέρη της Ασίας για να εργαστούν εκεί. Χρησιμοποιούν λευκό μάρμαρο από το Μάκρανα, πόλη κοντά στη Τζαϊπούρ, ίασπη από το Παντζαμπ, νεφρίτη από την Κίνα, λαζουρίτη από το Αφγανιστάν, αχάτη από την Υεμένη και άλλους πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους για να φτιάξουν αυτό το αριστούργημα, τον «Ναό της Αγάπης». Δυστυχώς οι Βρετανοί αποικιοκράτες «ξαλάφρωσαν» πολλές από τις πολύτιμες πέτρες και το άφθονο χρυσάφι και το αντικατέστησαν με χαλκό.

Περπατώντας μέσα στο χώρο ένιωσα ένα αριστοτεχνικό αρχιτεκτονικό κρεσέντο. Στα πρώτα κτήρια κυριαρχεί ο βαθυκόκκινος ψαμμίτης. Όσο πλησιάζαμε προς τον κυρίως χώρο πάνω στον κόκκινο ψαμμίτη εμφανίζεται δειλά δειλά το λευκό μάρμαρο και όταν περνάς την κεντρική πύλη το μάτι καρφώνεται πάνω στο Μαυσωλείο από λευκό μάρμαρο που προβάλει ως αντίθεση στο προηγούμενο κόκκινο φόντο. Εκεί κυριαρχεί η συμμετρία και οι τέσσερις καταπράσινοι κήποι με την μακρόστενη σε σχήμα σταυρού λίμνη όπως περιγράφεται ακριβώς ο Παράδεισος στο Κοράνι.

Προχωρώντας προς το βάθος, το Ταζ Μαχάλ θρονιάζεται πάνω σε μια πλατφόρμα μάρμαρο, γεγονός που προκαλεί ένα διακριτικό αίσθημα γαλήνης, ουσίας και σεμνότητας και δένει απόλυτα με τον ποταμό Γιάμουνα και με τον ουρανό. Εκεί νομίζεις ότι σχεδόν ο θόλος του τον αγγίζει, όπως το δάκτυλο του Αδάμ πλησιάζει το χέρι του Θεού στην τοιχογραφία του Μιχαήλ Άγγελου.

Λίγα μέτρα πέρα αυτό το αρχιτεκτονικό αριστούργημα ξεκινούσε το οικιστικό μπάχαλο της πόλης με τα παραπήγματα, την λασπουριά και το χάος. Η κραυγαλέα αντίθεση δύο διαφορετικών κόσμων σε όλο της το μεγαλείο.

Ο Ναδίμ, ο ταξιτζής, μας πρότεινε να είναι ο οδηγός μας με 10 ευρώ όλη μέρα για όλη την μετακίνηση μας στην πόλη. «Συνήθως παίρνω τα διπλάσια ή τα τριπλάσια αλλά τώρα έχει πέσει αναδουλειά». Και του απαντώ: «Ξέρω όμως ότι οι μαγαζάτορες που θα μας πας, σου δίνουν καλά ποσοστά…». Γέλασε… Η αλήθεια είναι ότι η Άγκρα προσφέρεται για αγορές πολλών πραγμάτων αλλά άμα είσαι αδαής πρέπει να είσαι σε εγρήγορση. Εγώ δεν αντιστάθηκα στην αγορά ενός μικροκομψοτεχνήματος από μάρμαρο και ημιπολύτιμους λίθους που το παζάρεψα ασύστολα αφού πρώτα φρόντισα να χάσει τα ίχνη μου, ο αξιαγάπητος, κατά τα άλλα, οδηγός μας.

Τζαϊπούρ

Μας πήρε περίπου 6-7 ώρες με το τοπικό λεωφορείο να πάμε στην τρίτη γωνία του του «Χρυσού Τριγώνου» την Τζαϊπούρ. Η Τζαϊπούρ μια πόλη 3 εκατομμυρίων είναι πρωτεύουσα του Ρατζαστάν. Το Ρατζαστάν, «η γη των Βασιλιάδων» είναι το πιο παραμυθένιο κομμάτι της Ινδίας που η ιστορία του συνδέεται με μυθικούς μαχαραγιάδες, τα λαμπρά τους παλάτια και φρούρια, καλειδοσκοπικά φεστιβάλ και μαγευτική μουσική και κουζίνα.  Συνεχίζει να ασκεί μεγάλη γοητεία και να δημιουργεί εξωτικούς συνειρμούς στους ξένους επισκέπτες, είναι ίσως το πιο δημοφιλές μέρος στην Ινδία. Είναι το «διαμάντι» του ινδικού στέμματος.

Φτάνοντας στην Τζαϊπούρ είχε πέσει η νύχτα, το κεφάλι μας ήταν καζάνι, από την ταλαιπωρία δεν είδαμε καμία λάμψη. Ο σταθμός των λεωφορείων ήταν υπερβολικά θορυβώδης και χαοτικός, γεγονός που μας έκανε να γυρίζουμε σαν μεθυσμένοι ψάχνοντας την έξοδο. Την λύση την έδωσε ένας νεαρός οδηγός τρίκυκλου, ο Κασφίρ. Αν και δύσκολα εμπιστεύομαι ανθρώπους όταν είμαι κουρασμένος γιατί θέλω να έχω τον έλεγχο της κατάστασης, εδώ το ένστιχτο μου, μου έδωσε το «πράσινο φως». Ο Κασφίρ δεν ήθελε να μας πάει μόνο στο ξενοδοχείο μας αλλά να γίνει ο προσωπικός μας οδηγός τις μέρες που θα μέναμε στην Τζαϊπούρ. Αυτό δεν ήταν κάποια πολυτέλεια αλλά ο καλύτερος και ο συνηθισμένος τρόπος για να εξερευνήσεις την πόλη φτηνά και γρήγορα.

Το άλλο πρωί με το φως της ημέρας μπαίνοντας στο κέντρο της καταλάβαμε εύκολα γιατί ονομάζεται «Ροζ πόλη». Όλοι οι κεντρικοί δρόμοι, τα μαγαζιά και τα επίσημα κτήρια είναι βαμμένα στα ροζ. Το πως ξεκίνησε αυτό υπάρχουν πολλοί θρύλοι. Άλλοι λένε ότι βάφτηκε από τον ιδρυτή της, τον Μαχαραγιά Τζάι Σινγχ τον δεύτερο για να τιμήσει τον θεό Σίβα, αφού το ροζ είναι το αγαπημένο του χρώμα, άλλος θρύλος λέει ότι Μαχαραγιάς το έκανε για να μιμηθεί τα παλάτια των Μουγκάλ αυτοκρατόρων.

Σίγουρα όμως η πόλη βάφτηκε το 1876 από τους Ινδούς υπό την πίεση των Βρετανών για να υποδεχτεί τον Άγγλο πρίγκιπα Εδουάρδο τον έβδομο και ξαναβάφτηκε το 2000 για να ξαναυποδεχτεί τον τότε πλανητάρχη Μπιλ Κλίντον. Στο παλάτι της πόλης δεσπόζει το Hawa Majal, «το παλάτι των Ανέμων» που κτίστηκε το 1799 και σχεδιάστηκε έτσι ώστε οι γυναίκες της βασιλικής οικογένειας να παρατηρούν τις γιορτές του δρόμου και τις παρελάσεις κρυφοκοιτάζοντας μέσα από τα στενά του παράθυρα και να μην γίνονται ορατές από τον δρόμο!

Δέκα χιλιόμετρα μακριά ψηλά στο λόφο που φαίνεται από την πόλη, βρίσκεται το κάστρο της Αμπέρ, η παλιά πρωτεύουσα του κρατιδίου πριν ο μαχαραγιάς Τζάι Σινγχ κατέβει στην πεδιάδα να ιδρύσει την Τζαϊπούρ.

Το κάστρο καθρεφτιζόταν στην λίμνη δημιουργώντας ένα μαγευτικό σκηνικό που θύμιζε ιστορίες από τις «χίλιες και μια νύχτες» αλά Ίντια, κρύβοντας καλά τα μυστικά του για τις φοβερές αιματηρές μάχες που είχαν λάβει χώρα εκεί και για τους ατρόμητους πολεμιστές του Μαχαραγιά που έδειξαν πνεύμα αυτοθυσίας ακόμα και στις «χαμένες από χέρι» μάχες.

Σήμερα αυτούς που βλέπεις να αγωνίζονται εδώ είναι οι δεκάδες μικροπωλητές που κυνηγάνε να πουλήσουν τις πραμάτειες τους στους τουρίστες που ανεβαίνουν στο κάστρο με τους «χρωματισμένους» αλλά κακοποιημένους ελέφαντες που φαίνονται ότι χαμογελάνε χαρούμενοι.

Γυρνώντας προς την πόλη σταματήσαμε στο Jal Mahal, «το Παλάτι του Νερού» που προσελκύει νεόνυμφα ζευγάρια όπου ποζάρουν με τοπικές φορεσιές για να φωτογραφηθούν.

Στο δρόμο εντόπισα αυξημένη παρουσία αγελάδων που θρονιάζονταν ανενόχλητες στη μέση του δρόμου παρακωλύοντας σοβαρά την κυκλοφορία των οχημάτων. Αυτό είναι φαινόμενο που το συναντάς παντού στην Ινδία αλλά έμαθα ότι εδώ στην Τζαϊπούρ η κατάσταση έχει ξεφύγει και γι’ αυτό το λόγο υπάρχει ειδική Διεύθυνση Αγελάδων του Δήμου για την αντιμετώπιση του προβλήματός! Είναι γνωστό ότι οι Ινδουιστές δεν τρώνε τις αγελάδες γιατί τις θεωρούν ιερές αλλά μόνο τις αρμέγουν και όταν γεράσουν και δεν βγάζουν γάλα τις αφήνουν ελεύθερες στο δρόμο αδιαφορώντας για την διαβίωσή τους ή για τα προβλήματα που δημιουργούν.

Το μέρος που με εντυπωσίασε όμως περισσότερο ήταν ένας ιερός χώρος που κυριαρχούσε ένα άλλο ζώο: Οι μαϊμούδες! Το Gelataji είναι ένα αρχαίο ινδικό προσκύνημα 10 χιλιόμετρα από την Τζαϊπούρ. Είναι ένας χώρος από ιερούς ναούς με πηγές νερού και επτά kunds (ιερές δεξαμενές-πισίνες) όπου έρχονται χιλιάδες πιστοί καθημερινά για πλυθούν τελετουργικά. Το Gelataji ήταν επί πολλά χρόνια στην κατοχή των γιόγκι και εδώ ζούσε ένας άγιος, ο Γκαβάλ που έκανε διαλογισμό ακραίου τύπου που έφτανε στα όρια της αυτοτιμωρίας. Φτάσαμε στο μέρος επεισοδιακά από ένα κατσικόδρομο με ένα μηχανάκι τρικάβαλο γιατί είχαμε χάσει τον δρόμο και νιώσαμε μια περίεργη ενέργεια στο χώρο. Το περίεργο ήταν ότι στα δωμάτια του κυρίως ναού κυκλοφορούσαν μόνο μαϊμούδες οι οποίες δέσποζαν με την παρουσία τους και είχες την αίσθηση ότι παραβιάζεις τον χώρο τους. Γι’ αυτό το λόγο το Gelataji είναι γνωστό ως «Ναός των πιθήκων».

Δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει κάποιος στην Τζαϊπούρ και να μην βολτάρει στις αγορές της. Υπάρχει μάλιστα μεγάλος αριθμός επισκεπτών όπου έρχεται μόνο για επαγγελματικούς λόγους αφού η πόλη έχει τη φήμη ότι έχει αγορά πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων, χειροποίητων χαλιών και υφασμάτων με εξαιρετικά συμφέρουσες τιμές. Αυτό οφείλεται στο πολύ χαμηλό κόστος εργασίας, στα υπερβολικά χαμηλά μεροκάματα και υπάρχει η φήμη ότι ανθεί η παιδική εκμετάλλευση. Πρέπει να ομολογήσω ότι ευτυχώς αυτή την φορά, προσωπικά, δεν είδα καθόλου σχέση με την εμπειρία μου πριν 16 χρόνια όπου στα περισσότερα μαγαζιά δούλευαν παιδάκια εξοντωμένα χωρίς έλεος που τα χρησιμοποιούσαν ως χειρονάκτες που δούλευαν με ζογκλερίστικη επιδεξιότητα στους αργαλειούς των χαλιών για να εντυπωσιάσουν τα γκρουπ των τουριστών. Το να αγοράσεις όμως κάτι απαιτεί βαθιά γνώση γιατί η απάτη στην Ινδία οργιάζει.

Αν και δεν φοράω κοσμήματα δεν ξέρω πως μπήκα στον πειρασμό να φτιάξω ένα δαχτυλίδι. Παρακινηθήκαμε από τον Κασφίρ και μπήκαμε μέσα σε ένα παράπηγμα που δεν έμοιαζε για μαγαζί να συναντήσουμε ένα τύπο που πουλούσε πολύτιμες πέτρες σε εξαιρετικά συμφέρουσες τιμές. Το όλο σκηνικό είχε πλάκα και ήταν σαν μια τελετουργία αφού η διαδικασία ξεκίνησε πίνοντας τσάι Μασάλα, κάνοντας παράλληλα μια συζήτηση που έμοιαζε περισσότερο ότι δίνω συνέντευξη. Αυτή έγινε με τον μαγαζάτορα, έναν περίεργο τύπο με κελεμπία, και περιστρέφονταν γύρω από τον ζωδιακό μου κύκλο και τις θέσεις των άστρων την ημέρα που γεννήθηκα. Οι Ινδοί φοράνε δαχτυλίδια και δίνουν σε αυτά μυστικιστικές δυνάμεις, τα συνδέουν με την καλοτυχία και την θετική ενέργεια. Αυτό που είδα και με εντυπωσίασε είναι στην περίπτωση του δαχτυλιδιού δεν διαλέγεις το δαχτυλίδι αλλά την πέτρα. Βάζοντας πάνω στην παλάμη τις διάφορες πέτρες έβλεπες μεγάλη διαφορά αναφορικά με την ενέργειά τους στο χέρι σου. Δηλαδή κάποιες πέτρες, αν και έλαμπαν μόνες τους, στο χέρι μου δεν έδειχναν και άλλες που ήταν λιγότερο λαμπερές ακτινοβολούσαν. Μια βαθυγάλαζη με εντυπωσίασε. «Μπλε Ζαφείρι ! Το βρήκαμε! Αυτή είναι η πέτρα σου!» Όταν άκουσα όμως την τιμή της πέτρας που έφτανε τα 200 ευρώ, έκανα πίσω. Φεύγοντας από το μαγαζί με την απορία αν έπραξα ορθώς ή όχι αφήνοντας μια τέτοια αγορά , ένιωσα την κοιλιά μου να γουργουρίζει περίεργα σίγουρα υπό την επίδραση του τσάι Μασάλα που περιείχε γάλα…Οξεία διάρροια στην μέση του πουθενά στην Τζαϊπούρ! Επειγόντως κατεβαίνω από το «ρίκσο» και τρέχω στο πρώτο μαγαζί που βρίσκω. Καμιά δεκαριά υπάλληλοι που λαγοκοιμόντουσαν πετάγονται όρθιοι γιατί νομίζουν ότι μπαίνει πελάτης για να πουλήσουν.
-“Please, Toilet!”
-“Not here! The next shop!”
Πάω στο δίπλα κατάστημα και εκεί τζίφος και μου δείχνουν ένα ξέφωτο πάνω στο δρόμο που περνούσε κόσμος. Μην έχοντας άλλη επιλογή και λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης κατεβάζω τα βρακιά και σε δευτερόλεπτα ανακαλύπτω ότι είμαι περιτριγυρισμένος από ένα κοπάδι γουρουνιών! Το περίεργο είναι ότι φάνηκαν τόσα εξοικειωμένα με μένα όσο και εγώ με αυτά…

Βαγγέλης Πρωτόπαπας

ΜΟΥΣΙΚΟΣ-ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Γεννήθηκα στην Αθήνα και έκανα τις πρώτες μου εξερευνήσεις λίγα χιλιόμετρα απ ότο κέντρο, στα βράχια και στις σπηλιές των Τουρκοβουνίων. Δυνατές παιδικές καλοκαιρινές εμπειρίες στην Τήνο και στα Θερμιά, τόποι καταγωγής μου. Στο Ρέθυμνο σπούδασα Παιδαγωγικά και μετά στο Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών. Ακολούθησαν αρκετά χρόνια μουσικές σπουδές και το 2002 ξεκίνησα τη διδακτορική μου διατριβή στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής της Αθήνας, μια έρευνα γύρω από τις μουσικές προτιμήσεις των μαθητών του Δημοτικού που ολοκλήρωσα το 2009. Εργάζομαι ως μουσικός και ως δάσκαλος στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Έχω αξιωθεί να ταξιδέψω, μέχρι στιγμής, σε περισσότερες από 65 χώρες και ελπίζω να ταξιδέψω και στις υπόλοιπες μέχρι να φύγω.

Σχετικά Άρθρα

Back to top button