FeaturedTravel StoriesΚόσμος

H γοητεία του ιταλικού νότου

Νapoli – Procida, ένα κανόλο* δρόμος: Απ’ευθείας πτήση στον παράδεισο του Il Postino.

Το ταξίδι κατακαλόκαιρο σε μια μεγαλούπολη και δη λιμάνι τουριστικό κι εμπορικό που μυρίζει Πειραιά, δεν είναι ποτέ μια καλή ιδέα, εκτός κι αν σαλπάρεις για Αβάνα. Πώς να γυρίσεις πλάτη στην πατρίδα Ιούλη μήνα, όταν σε κάθε γωνιά ελλοχεύει και μια τέλεια παραλία…

Όταν όμως, σερφάροντας μια Τετάρτη βράδυ μετά απ’ τη δουλειά, έχεις απογοητευθεί γιατί το πήγαινε-έλα στη Γαύδο «ζυγίζει» κάνα 100άρι ευρώ και εκεί που χαζεύεις από χόμπι τα αεροπορικά εισιτήρια, βρίσκεις τιμή 60 ευρώ για Νάπολη, αντάτο ι ριτόρνο, ε, το κλείνεις καπάκι, και μετά ή μουντζώνεσαι, ή φτιάχνεις βαλίτσα, παρασύροντας μαζί και δυο κολλητές που σε εμπιστεύονται τυφλά!

Κάπως έτσι βρέθηκα μέσα Ιουλίου στην μητρόπολη της πίτσας και του εσπρέσο, και δεν το μετάνιωσα ούτε δευτερόλεπτο.

Γιατί, ναι μεν η ζέστη και η υγρασία δεν είναι και ο καλύτερος σύμμαχος για περατζάδες και αξιοθέατα, εστω κι αν το ιστορικό κέντρο της πόλης είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη, (θαυμάσιο όσο και φασαριόζικο μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco), οι επιλογές όμως που σου χαρίζει η «Παρθενόπη» (Parthenope, όπως την βάφτισαν οι ιδρυτές Ευβοείς από την Κύμη aka Cuma τον 8o αιώνα π.Χ, πριν την μετονομάσουν σε Νεάπολις, ήτοι Νάπολι) , είναι μοναδικές και άκρως καλοκαιρινές.

Εάν αντέξεις τον καύσωνα στην Πομπηία, δεν έχεις κανέναν απολύτως λόγο να μείνεις στην πόλη καμία άλλη μέρα, παρά μόνο κάθε σούρουπο, που επιστρέφεις από τα νησιά του κόλπου της Νάπολης και μπορείς δροσερά κι ευχάριστα να επιδοθείς στην κατανάλωση τοπικών πλην θεϊκών εδεσμάτων, όπως μοτσαρέλες, προσούτα, μελιντζάνες γεμιστές με προβολόνε και πάστα- αντζούγια! Η να αρκεστείς απλά σε μια ταπεινή μαργαρίτα, την κλάσικ πίτσα ναπολιτάνα, ζυμωμένη από τα γεμάτα τατουάζ χεράκια του local νονού στις ανηφοριές της Spaccanapoli.

Ετσι λοιπόν, πρώτη σου δουλειά μετά τον πρωινό εσπρέσο είναι να κατέβεις στο Molo Beverello, την προβλήτα απ’όπου φεύγουν τα ταχύπλοα και τα πλοία της γραμμής. Τα βασικά νησιά από τα οποία σε καλούν οι σειρήνες – γιατί και εκεί εικάζεται πως σύχναζαν οι σειρήνες που ξελόγιασαν τον Οδυσσέα- είναι κυρίως τρία: Το κοσμοπολίτικο Κάπρι, η γραφική ‘Ισκια και ο πολύχρωμη Πρότσιντα.

Η σκουριασμένη αριστερή μου συνείδηση (αλλά βασικά το πορτοφόλι μου) με απέτρεψε αμέσως από μια επίσκεψη στο Κάπρι, που η «μυκονιάτικη» χλιδάτη αύρα του το καθιστά εκ προοιμίου «απαγορευτικό» για οικονομικούς και «ηθικούς» λόγους. Μια ματιά που έριξα στο λιμάνι, από το καραβάκι της γραμμής δεν με ξελόγιασε, να πω την αλήθεια, αλλά οι θησαυροί του είναι καλά κρυμμένοι κι εγώ δεν ήμουν δα και καλεσμένη στη βίλα των οργίων του Γκοντάρ, αγκαλιά με την Μπριζίτ Μπαρντό, ούτε του Ωνάση ή του Χέμινγουεϊ και του Κλαρκ Γκέιμπλ, ή έστω του Μπράντ Πιτ.

19_procida_marina-corricelladion

Αντίθετα, η Πρότσιντα, επιλογή κάθε lonely traveller- και όχι μόνο- αποδείχθηκε η λιγότερο τουριστική και η πλέον μαγική! Σε 40 λεπτά πιάσαμε λιμάνι.

Μεταξύ του Cape Miseno (το βόρειο ακρωτήρι του κόλπου της Νάπολης) και της Ισκια (του μεγαλύτερου από τα τρία νησιά) η Πρότσιντα οφείλει το όνομά της στο ελληνικό «Πρόκειται» (Proshyta-prokeitai, βρίσκεται δηλαδή απλωμένη μπροστά από τη Νάπολη), όπως το εμπνεύστηκαν οι Ευβοείς που την πρωτοκατοίκησαν τον 8ο αιώνα π.Χ.

Βάνδαλοι, Γότθοι και Σαρακηνοί πέρασαν από πάνω της ενώ δεν άφησε αδιάφορο ούτε τον Μπαρμπαρόσα, μα ούτε και τον Ναπολέοντα αργότερα, λόγω της στρατηγικής της θέσης .

Τέσσερα ηφαίστεια έβαλαν πλάτη, ένα από αυτά – ποιος άλλος;- ο Βεζούβιος, για να ξεφυτρώσει αυτός ο μπονσάι παράδεισος των 4 τετραγωνικών χιλιόμετρων. Ένα νησάκι τρίσμικρο με το πολύχρωμο λιμάνι που σε αιχμαλωτίζει από το κατάστρωμα ακόμα. Φτάσαμε μεσημέρι, και όπως σε κάθε τουριστικό νησί που σέβεται τον εαυτό του, ήταν όλα κλειστά, εκτός μερικών καφέ, και κάποιων κλασσικών σουβενιρομάγαζων και φυσικά των εκδοτηρίων εισιτηρίων.

Πήραμε την ανηφοριά για το ιστορικό κέντρο, την χώρα που λέμε εμείς στα νησιά, μες το λιοπύρι. Μόνιμη παρουσία οι βέσπες- που τρέχουν δίχως φρένα και δίχως αύριο . Κατά τα λοιπά, αχυρόμπαλλες τύπου φαρ-ουέστ και μεις. Σε ένα και μοναδικό μαγαζάκι που βρήκαμε ανοιχτό, μπήκαμε τάχα μου να χαζέψουμε φουλάρια και δαχτυλίδια, με απώτερο σκοπό να εκμεταλλευτούμε τη δροσιά του ανεμιστήρα.

Ο παππούς που καθόταν μέσα καταχάρηκε που είμαστε Ελληνίδες και προσφέρθηκε να μας δώσει οδηγίες περιήγησης. Μέχρι που τον ρώτησα εάν θα βρούμε κάποιο καφέ ανοιχτό πάνω στην πόλη. «Καφέ; Εγώ!» ήταν η απάντηση και με σβελτάδα 20χρονου βγήκε από τον πάγκο και κρύφτηκε πίσω από μια κουρτίνα, ρωτώντας ταυτόχρονα εάν τον πίνουμε σκέτο! Πριν προλάβω να του πω – με τα άπταιστα ισπανοϊταλικά μου, μιας και κανείς δεν ομιλεί την αγγλικήν – πως «δεν είναι ανάγκη, μη σαν βάζουμε σε κόπο», έχει εμφανιστεί με εσπρεσάκι, μάλλον το πιο τέλειο που έχω πιει στη ζωή μου.

Οι οδηγίες του ήταν σαφείς: «Θα πάτε στη Marina Coccirella. Εάν κάτι αξίζει να δείτε στο νησί, είναι αυτό». Και ποια είμαι εγώ να του πω όχι; Αφού ψωνίσαμε ό,τι μπορέσαμε και τον χιλιοευχαριστήσαμε, φυσικά με αγκαλιές και ζεστά μεσογειακά φιλιά, συνεχίσαμε την ανάβαση.

Τα σπίτια πανύψηλα σε κόκκινες και πορτοκαλιές ανταύγειες, οι πόρτες – έργα τέχνης, τα χρώματα στους τοίχους σε απόλυτο ανταγωνισμό με τις βουκαμβίλιες, τις πικροδάφνες και τα γεράνια. Να μην σταματάς να φωτογραφίζεις παρά μόνο όταν σκιάζεσαι από την κόρνα της βέσπας που φλερτάρει απειλητικά με τον σβέρκο σου.

Φτάνοντας στην πλατεία, δυο γάτες μας περίμεναν με χασμουρητά. Ερημη πόλη, τέλεια θέα. Χαζολογώντας πέφτουμε σε ταμπελάκι με την επιγραφή «Marina Coccirella» και εμπιστευόμαστε τυφλά τα θεόστενα σκαλάκια που οδηγούσαν στον παράδεισο! Διότι στην δεύτερη στροφή της κατάβασης, αντικρύσαμε ένα ψαροχώρι με πολύχρωμο περιτύλιγμα, που υποσχόταν ηρεμία, βουτιές ανάμεσα στα καΐκια και πάστα αλ ντέντε!

‘Οπερ και εγένετο! Το χωριό δεν έχει πρόσβαση παρά μόνο από τα κατακόρυφα σκαλιά και τη θάλασσα, που σημαίνει καμία βέσπα, κανένα αυτοκίνητο, καμία κόρνα. Ταβερνάκια στη σειρά, δίχτυα απλωμένα στο μουράγιο, γάτες, γλάροι και περιστέρια σε στρατιωτική παράταξη, έτοιμα για οδομαχίες για ένα μεζέ κι ο ταβερνιάρης να διαλαλεί πως «εδώ γυρίστηκε το Il Postino»! Και όντως, εκεί γυρίστηκαν πολλές σκηνές με τον Μάριο, τον ταχυδρόμο να τα λέει με τον κινηματογραφικό Πάμπλο Νερούδα (ο αληθινός είχε βρει καταφύγιο στο Κάπρι). Επίσης και ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ πέρασε από κει για μερικά γυρίσματα!

Ένα ακόμη εσπρεσάκι μας έφερε στα ίσα μας, μια βουτιά μας δρόσισε και για φινάλε αράξαμε στο ταβερνάκι και επιδοθήκαμε στα prosecco και τις σαλάτες προσούτο – μοτσαρέλα- τοματίνια μέχρι να ετοιμαστεί η πάστα – αντζούγια. Λουκούλειο το γεύμα, τσάμπα η αποτίμηση σε ευρώ και σβήσαμε τη βαρυστομαχιά με γευστικότατα cannoli. Οποιος έχει εντυφήσει στα αστυνομικά μυθιστορήματα του Αντρέα Καμιλέρι, προσκυνά μπροστά στα λατρεμένα σιτσιλιάνικα γλυκά που χτυπά ανελέητα ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο. Ο Σάλβο ξέρει!

Η ανάβαση της επιστροφής μάλλον καλό έκανε στην χώνεψη, το καραβάκι για Νάπολη, το απόλυτο βάλσαμο για τα ξεθεωμένα γόνατα και σε χρόνο dt ήμασταν πάλι έτοιμες για άλλη μία notte a Napoli.

*Cannolo: Παραδοσιακό γλυκό, με μπισκότο και κρέμα ρικότα, σιτσιλιάνικη αμαρτία

Μέσω
Φωτογραφίες, Κείμενο: Διονυσία Κωστή

Διονυσία Κωστή

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Δημοσιογράφος δε γεννιέσαι, γίνεσαι. Κι εγώ μάλλον δεν έγινα οφίσιαλ ποτέ, μιας και ποτέ δεν ονειρεύτηκα καριέρα ρεπόρτερ. H ατζέντα μου ποτέ δε φιλοξένησε τα contacts υπουργών και μεγαλοστελεχών και η είδηση έμεινε για πάντα «ερωμένη», μιας και αφιερώθηκα από νωρίς στη σύνταξη ύλης και το στήσιμο και την επιμέλεια ενθέτων, αφιερωμάτων και λοιπών . Από καραμπόλα βρέθηκα στις εφημερίδες - δεν πέρασα Γυμναστική Ακαδημία κι είπα να βγάλω μεροκάματο γράφοντας μονόστηλα. Από το 1988, τότε που πρωτομύρισα μελάνι, δεν αλλαξοπίστησα ποτέ, μα πάντα με ξελόγιαζαν τα πλοία, τα τρένα και τα’ αεροπλάνα. Κι έμαθα από νωρίς, από το πρώτο μου ταξίδι με τίτλο «τρεις 20χρονες, μόνες στο Παρίσι», πως δε θέλει φράγκα, λίγη τρέλα θέλει. Και το πιο μεγάλο μου στοίχημα έγινε με τη μία το «ένα ταξίδι το χρόνο τουλάχιστον, έχω –δεν- έχω για το νοίκι». Ένα ταξίδι έξω, πέρα από τα σύνορα. Και πάντα με μια κάμερα στο χέρι. Παλιά ήταν μια Lubitel -2, σήμερα μια Νikon που δεν λείπει από τον σάκκο, ούτε σε μονοήμερη στο Ναύπλιο. Ψάχνοντας στο χάρτη είτε για τους Δροσουλίτες, το μονοπάτι στο Καράντερε, τα μαστιχοχώρια και τον Ομαλό, είτε για το εξοχικό του Λόρκα, το πιο παλιό βιβλιοπωλείο στη Λισσαβώνα, ή το σπίτι του Λούις Αρμστρονγκ στο Κουίνς και τα κρυμμένα χωριά στη Λακαντόνα, έχεις ήδη περάσει τσιμπήσει phd και δεν το ξέρεις! Στο καλύτερο πανεπιστήμιο του κόσμου! Κι αν υπάρχει ένας βασικός λόγος να μάθω ισπανικά, πέρα από το να διαβάσω Σεπούλβεδα στο πρωτότυπο, ήταν για να τα λέμε χωρίς μεσάζοντες στην Κούβα, το Μεξικό, την Αργεντινή, τη Χιλή και την Παταγονία. Γιατί όπως θα’λεγε κι ο Κέρουακ «στο τέλος δε θα θυμάσαι τις μέρες που πέρασες στο γραφείο… Βγάλε το ρημάδι το εισητήριο»! Si quieres viajar, lee - si quieres escribir, viaja. [Εάν θες να ταξιδεύεις, διάβαζε, κι αν θες να γράφεις, ταξίδευε]

Σχετικά Άρθρα

Back to top button